Η απάντηση στο ερώτημα «είναι ο Ομπάμα ένας νέος Κένεντι;» φαίνεται αρχικά απλή. Οχι, δεν είναι. Για λόγους ιστορικούς και πολιτικούς ο πρώτος αφροαμερικανός υποψήφιος πρόεδρος των ΗΠΑ δεν μπορεί και δεν πρέπει να συγκριθεί με κανέναν από τους προηγούμενους πρoέδρους. Τόσο στο συμβολικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο της ιστορικής κατανόησης, η υποψηφιότητα του γερουσιαστή Μπαράκ Ομπάμα για την προεδρία των ΗΠΑ είναι ένα γεγονός καινοφανές και ενδεικτικό των ριζοσπαστικών αλλαγών παρά των συνεχειών που χαρακτηρίζουν την πολιτική, πολιτισμική και κοινωνική ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου.


Η μεταπολεμική ιστορία των ΗΠΑ χαρακτηρίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τον αγώνα των Αφροαμερικανών για την καθιέρωση, την εφαρμογή και την εμπέδωση των πολιτικών δικαιωμάτων τους. Ο αγώνας αυτός διήρκεσε περίπου δύο δεκαετίες (1955-1975) και λειτούργησε ως καταλύτης για τις εσωτερικές δομές και τους συσχετισμούς της αμερικανικής κοινωνίας.


* Η διαφορετικότητα


Η κατάργηση του φυλετικού διαχωρισμού στον δημόσιο χώρο, στην εκπαίδευση και στην πολιτική ήταν μια διαδικασία δύσκολη, επίπονη και μακροχρόνια. Οι αντιστάσεις των λευκών Αμερικανών στην εμπέδωση της φυλετικής ισότητας ήταν έντονες και σθεναρές. Οι συγκρούσεις γύρω από το φυλετικό ζήτημα ήταν σφοδρές, βίαιες και συχνά αιματηρές. Δεκάδες Αφροαμερικανοί δολοφονήθηκαν σε τρομοκρατικές ενέργειες που είχαν στόχο τον εκφοβισμό και την αποθάρρυνση των ανθρώπων από τη διεκδίκηση της ισότητας. Η ίδια η ηγεσία του κινήματος συχνά αποδεκατίστηκε από δολοφονίες και πολιτικές διώξεις. Ο αγώνας για τα πολιτικά δικαιώματα δεν αφορούσε μόνο συγκεκριμένες πολιτικοποιημένες ομάδες του πληθυσμού, αλλά αντίθετα άγγιζε ποικίλες πτυχές της καθημερινής ζωής ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων. Οι ανακατατάξεις που προκάλεσε το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων ήταν επίσης πολυεπίπεδες και συνέχισαν να γίνονται αισθητές στις δεκαετίες που ακολούθησαν. Εστω και αν ο ρατσισμός εξακολούθησε και εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα βασικά προβλήματα της σύγχρονης αμερικανικής κοινωνίας, το σίγουρο είναι ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μετά οι ιδέες του φυλετικού διαχωρισμού και των διακρίσεων είχαν πλήρως απονομιμοποιηθεί, ακόμη και στο πλαίσιο των κυρίαρχων πολιτικών ιδεολογιών στις ΗΠΑ. Η απονομιμοποίηση των ιδεών του φυλετικού διαχωρισμού από την κυρίως σφαίρα του πολιτικού διαλόγου δημιούργησε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάδυση διαφόρων μορφών πολυπολιτισμικών ιδεωδών και αξιών στις ΗΠΑ. Ανεξάρτητα από τις κριτικές που μπορεί κανείς να ασκήσει ιδιαίτερα στις συντηρητικές εκφάνσεις της πολυπολιτισμικότητας, γεγονός παραμένει ότι από τη δεκαετία του 1980 και μετά η πολυεθνικότητα, η φυλετική ανάμειξη και το μεταναστευτικό παρελθόν έχουν ήδη αποκτήσει ένα θετικό πρόσημο στην κλίμακα των πολιτικών αξιών του αμερικανισμού.


Οι διαδικασίες για την αποδοχή της διαφορετικότητας ως ενός θετικού χαρακτηριστικού της αμερικανικής εθνικής ταυτότητας τέθηκαν σε λειτουργία ήδη από τη δεκαετία του 1960. Παιδί αυτής της δεκαετίας είναι και ο γερουσιαστής Ομπάμα. Γεννημένος στη Χαβάη το 1961 από πατέρα Κενυάτη, φοιτητή στις ΗΠΑ, και μητέρα μια επίσης φοιτήτρια από το Κάνσας, μεγαλωμένος στην Ινδονησία και με σπουδές τελικά στον τόπο καταγωγής του στις ΗΠΑ, ο Ομπάμα είναι ένα σύγχρονο διεθνικό υποκείμενο, με πολυφυλετική καταγωγή, με πολυεθνική διαπαιδαγώγηση και με μεταναστευτικό παρελθόν. Η υποψηφιότητα Ομπάμα αποτελεί, λοιπόν, από πολλές απόψεις ένα κατεξοχήν «προϊόν» των ριζικών ανακατατάξεων που προκάλεσε κυρίως η δεκαετία του 1960 και το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων στις δομές, την κουλτούρα, τις πολιτικές αξίες και τις νοοτροπίες της σύγχρονης αμερικανικής κοινωνίας. Και με αυτή την έννοια το φαινόμενο Ομπάμα είναι στην παρούσα συγκυρία πρωτόγνωρο και μοναδικό.


* Ο πρόεδρος…


Και όμως, οι παραλληλισμοί του Μπαράκ Ομπάμα με τον πρόεδρο Τζον Κένεντι είναι συχνοί τόσο στον διεθνή Τύπο όσο και στο πολιτικό λόγο των Δημοκρατικών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το άρθρο-δήλωση υποστήριξης στον Ομπάμα που δημοσίευσε η Καρολάιν Κένεντι, κόρη του Τζον Φ. Κένεντι, στους «Τάιμς» της Νέας Υόρκης (The New York Times, 27 Ιανουαρίου 2008). Σε αυτό το άρθρο η Κένεντι αναφέρει ότι καθώς μεγάλωνε άκουγε συχνά ανθρώπους να δηλώνουν ότι κανείς ποτέ δεν τους είχε εμπνεύσει τόση ελπίδα για το μέλλον και τις δυνατότητες της Αμερικής όσο ο πατέρας της. Η ίδια δηλώνει ότι δεν είχε νιώσει ξανά αυτή την έμπνευση ως την εμφάνιση του Ομπάμα στο πολιτικό σκηνικό, καθώς είναι πολύ σπάνιες οι ιστορικές στιγμές που παρουσιάζεται κάποιος ο οποίος έχει τη δυνατότητα να εμφυσήσει στον κόσμο την πίστη στον εαυτό τους και να συνδέσει αυτή την πίστη με υψηλά ιδανικά και συλλογικές προσδοκίες. «Θέλουμε έναν πρόεδρο» αναφέρει η Κένεντι «ο οποίος να αντιλαμβάνεται ότι έχει την ευθύνη να διαμορφώσει ένα όραμα και να παροτρύνει τους υπολοίπους να το πραγματοποιήσουν… Εναν πρόεδρο που να ανταποκρίνεται στις ελπίδες όσων ακόμη πιστεύουν στο Αμερικανικό Ονειρο και όσων από τους πολίτες του κόσμου πιστεύουν ακόμη στα ιδανικά της Αμερικής, έναν πρόεδρο που να μπορεί να μας κάνει να πιστέψουμε και πάλι ότι αυτή η χώρα μάς χρειάζεται όλους». Το άρθρο τελειώνει με τη δήλωση ότι ο Ομπάμα είναι ο μόνος μετά τον Κένεντι αμερικανός πολιτικός που έχει αυτή τη δυνατότητα να οραματίζεται και παράλληλα να εμπνέει και μάλιστα τη νεότερη γενιά των Αμερικανών, η οποία μοιάζει να έχει στερηθεί την ελπίδα μιας καλύτερης Αμερικής.


* …και το νέο όραμα


Αυτή η δήλωση είναι χαρακτηριστική του κλίματος, αλλά και των προσδοκιών που έχουν καλλιεργηθεί γύρω από την υποψηφιότητα Ομπάμα. Οι προσδοκίες απορρέουν βέβαια από την προσωπικότητα, τις ιδέες και τις προτάσεις του υποψηφίου προέδρου, αλλά εκφράζουν επίσης την έντονη ανάγκη ενός μεγάλου τμήματος των μεσαίων φιλελεύθερων και προοδευτικών κοινωνικών στρωμάτων των ΗΠΑ να αποκτήσουν ένα αισιόδοξο όραμα για το μέλλον της Αμερικής. Κατά την τελευταία δεκαετία τα στρώματα αυτά βίωσαν μια γενικευμένη αίσθηση απογοήτευσης, δυσαρέσκειας, ακόμη και ενοχής για τον διεθνή ρόλο και την εικόνα της Αμερικής στο εξωτερικό. Η ανάγκη για ένα νέο όραμα και μια αισιόδοξη εικόνα του μέλλοντος εκφράζεται σε μεγάλο βαθμό μέσω της υποστήριξης αυτών των στρωμάτων στον Ομπάμα, αλλά και μέσω του μύθου που μοιάζει να εμπεδώνεται γύρω από το πρόσωπο του αφροαμερικανού γερουσιαστή. Με αυτή την έννοια, αν και η περίπτωση Ομπάμα είναι ιστορικά πρωτόγνωρη και μοναδική, εν τούτοις η εποχή και οι συνθήκες μέσα στις οποίες διαμορφώνεται η συμβολική επένδυση του προσώπου του φαίνεται ότι έχουν μεγάλες ομοιότητες με τις συνθήκες που διαμόρφωσαν το φαινόμενο Κένεντι κατά τη δεκαετία του 1960. Ο Ομπάμα μπορεί να είναι ή να μην είναι ένας νέος Κένεντι. Εξάλλου αυτό το ερώτημα θα μπορέσει να απαντηθεί με μεγαλύτερη βεβαιότητα στην περίπτωση που ο Ομπάμα αναδειχθεί τελικά στην προεδρία των ΗΠΑ και κληθεί να ασκήσει πολιτική και να υλοποιήσει τις ιδέες του. Προς το παρόν, πάντως, φαίνεται ότι οι προσδοκίες που εκφράζονται μέσω της υποστήριξης στην υποψηφιότητα του Ομπάμα έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τα βιώματα, τις ανάγκες και τα οράματα που συνδιαμόρφωσαν τον μύθο του JFK κατά τη δεκαετία του 1960.