Ελεγα στην προηγούμενη επιφυλλίδα μου (25 Μαΐου) ότι η αμφισβήτηση της οργανικής μορφής ως αναγκαίου όρου του λογοτεχνικού κειμένου, προέκυψε ως φυσική συνέπεια της θεωρίας του άπειρου ερμηνευτικού ανοίγματος, ως ετέρα όψη του ίδιου – του μεταμοντέρνου – θεωρητικού νομίσματος που υποστηρίζει ότι η παραγωγή νοήματος είναι έργο αποκλειστικά των παντοδύναμων βουλήσεων της γλώσσας (θεωρία του «θανάτου του Συγγραφέα», Αποδόμηση) ή του αναγνώστη (Νεοπραγματιστικές θεωρίες) και όχι και του συγγραφέα. Για να ολοκληρώσω την κριτική μου αυτών των απόψεων, πριν επιχειρήσω να ανιχνεύσω τα πραγματικά τους αίτια, θα σχολιάσω τις ιδέες που πρεσβεύουν οι φορείς τους για το συναφές με την έννοια της οργανικότητας πρόσωπο του συγγραφέα. Διότι, αν οι σχέσεις των στοιχείων που απαρτίζουν τη γλώσσα είναι, όπως λέει η γλωσσολογία, συμβατικές, και αν η γλώσσα της λογοτεχνίας ως οργανικής μορφής ανατρέπει αυτή τη συμβατικότητα, τότε εκείνος που γράφει ένα λογοτεχνικό κείμενο δεν μπορεί να είναι αμέτοχος στη σύνθεσή του.


Ωστόσο, παρ’ ότι οι ιδέες για τον «θάνατο του Συγγραφέα» και για το ατελεύτητο παιχνίδι του αναγνώστη με το σημαίνον έχουν δεχθεί καταλυτική κριτική, εκλαμβάνεται ακόμη από πολλούς ως σοβαρή η βεβαιότητα ότι ο «αποθανών» συγγραφέας έζησε βίο βραχύ γιατί υπήρξε σχετικά πρόσφατο κατασκεύασμα. Αυτός είναι ένας άλλος μύθος, παράγωγο των ίδιων ιδεών που αμφισβητούν, ως επινόημα του Ρομαντισμού, την οργανικότητα του λογοτεχνικού κειμένου και την ουμανιστική λειτουργία της. Παραθέτω την πεμπτουσία αυτού του μύθου όπως τη βίωνε ο Ρολάν Μπαρτ στο «Ο θάνατος του Συγγραφέα»:


«Στις εθνογραφικές κοινωνίες την αφήγηση δεν την αναλαμβάνει ποτέ ένα πρόσωπο αλλά ένας διαμεσολαβητής, ένας σαμάνος ή απαγγέλλων, του οποίου μπορούμε το πολύ πολύ να θαυμάσουμε την «εκτέλεση» (δηλαδή, τον έλεγχο του αφηγηματικού κώδικα), ποτέ όμως τη «μεγαλοφυΐα». Ο συγγραφέας είναι ένα πρόσωπο νεότερο που έχει, χωρίς αμφιβολία, παραχθεί από την κοινωνία μας στον βαθμό που, βγαίνοντας από τον Μεσαίωνα, με τον αγγλικό εμπειρισμό, τον γαλλικό ορθολογισμό και την προσωπική πίστη της Μεταρρύθμισης, η κοινωνία αυτή ανακαλύπτει τη γοητεία του ατόμου ή, όπως λέγεται με μεγαλύτερη επισημότητα, του «ανθρώπινου προσώπου»».


Από τη διατύπωσή του είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ως ποιαν εποχή ο Μπαρτ πιστεύει ότι οι κοινωνίες παρέμεναν εθνογραφικές ή κατά πόσο φρονεί ότι ο Σοφοκλής, ο Οράτιος ή ο Κάτουλλος ήταν οι μάγοι της φυλής τους, ωστόσο είναι φανερό ότι τους θεωρεί «χωρίς αμφιβολία» γραφείς χωρίς ανθρώπινο πρόσωπο· όπως το ίδιο θεωρεί τον Ομηρο ή τον Αρχίλοχο, κι ας ζητούσε ο Ηράκλειτος μόνο αυτοί από τους ποιητές να ραπιστούν και να εκδιωχθούν από τους ποιητικούς αγώνες. Ο Μπαρτ δεν φαίνεται να υποπτευόταν ότι, όταν ο Αριστοφάνης στους Βατράχους επέλεγε να επαναφέρει στη ζωή τον Αισχύλο και όχι τον Ευριπίδη, δεν το έκανε επειδή έκρινε ότι ο Αισχύλος έλεγχε καλύτερα τον αφηγηματικό κώδικα. Η λογοτεχνική κριτική που περιέχεται σε αυτό το έργο, η οποία σε τίποτε δεν υπολείπεται από τη λογοτεχνική κριτική του 20ού αιώνα, δεν τελείται γύρω από μια φωτιά υπό τον ήχο ταμ ταμ αλλά σε ένα θέατρο ενώπιον χιλιάδων ακροατών, ο μέσος όρος του δείκτη κριτικής ικανότητας των οποίων ήταν αναμφίβολα υψηλότερος από τον μέσο όρο του δείκτη των σημερινών φιλόμουσων. Ο Αριστοτέλης πριν από το Περί ποιητικής είχε γράψει το Περί ποιητών, στο οποίο εξέταζε συγκεκριμένα τον ποιητή, το έργο του, τις αρετές και τα ελαττώματά του. Και βέβαια ο αρχαίος κριτικός που κωδικοποίησε τις απόψεις της εποχής του για το πρόσωπο του συγγραφέα, ο Λογγίνος, ορίζει το ύψος (την υψηλότερη μορφή της λογοτεχνικότητας) ως «μεγαλοφροσύνης απήχημα»: μεγαλοφροσύνης του συγγραφέα, όχι του κειμένου. Οι όροι μεγαλοφυής και μεγαλοφυΐα – και η έννοιά τους – για το πρόσωπο (το ανθρώπινο πρόσωπο) του συγγραφέα και ο χαρακτηρισμός «μέγας συγγραφεύς», παρά την προφανή βεβαιότητα του Μπαρτ ότι παλαιότερα δεν υπήρχαν, είναι βασικοί στο Περί ύψους («το δ’ εν υπεροχή, μεγαλοφυΐας εστί»: «Η [συγγραφική] υπεροχή είναι έργο της μεγαλοφυΐας»). Οταν ο Λογγίνος παρατηρεί ότι, επειδή είναι έργο δραματικό, η Ιλιάδα γράφτηκε «εν ακμή πνεύματος» του Ομήρου και ότι η Οδύσσεια είναι έργο γεροντικό επειδή είναι περισσότερο αφηγηματική και επειδή η τάση για αφήγηση είναι χαρακτηριστική της γεροντικής ηλικίας («διηγηματικόν ίδιον γήρως»), κάνει προσωποβιογραφική κριτική.


Αυτά δειγματοληπτικώς (και μόνο από την αρχαιότητα) για το ανθρώπινο πρόσωπο του συγγραφέα πριν από τη νεότερη εποχή. Τα ίδια θα έλεγα και για την εξαρτώμενη από το πρόσωπο αυτό έννοια της λογοτεχνικής πρωτοτυπίας, την εμφάνιση της οποίας οι θιασώτες των μεταμοντέρνων θεωριών, καθώς πιστεύουν (και σωστά) ότι απέρρεε από το ανθρώπινο πρόσωπο του συγγραφέα (πριν αυτός πεθάνει), τοποθετούν (λανθασμένα) στη νεότερη εποχή: ένας ακόμη μύθος συναφής με την προσπάθεια αμφισβήτησης της οργανικής μορφής, για τον οποίο θα μιλήσουμε στην επόμενη επιφυλλίδα μας.


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.