Ο φόβος του εγκλήματος και τα πολυδιάστατα περιστατικά ωμοτήτων, βίας και εγκληματικότητας κάθε είδους έρχονται στο φως της δημοσιότητας και διαμορφώνουν την «εικόνα» της εγκληματικότητας στην Ελλάδα σήμερα. Αυτή η «εικόνα» πλαισιώνεται από έντονα φαινόμενα κοινωνικής δυσφορίας για την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση των μεσαίων και χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων, αλλά και από φαινόμενα δυσεξήγητης σε ένα πρώτο επίπεδο νεανικής ανυπακοής και βίας. Η «εικόνα» ολοκληρώνεται από μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα έλλειψης εμπιστοσύνης στους θεσμούς και το πολιτικό σύστημα. Η νομιμότητα συχνά απαξιώνεται, καθώς είναι δυσδιάκριτος ο τρόπος πλουτισμού και απόκτησης κύρους επιφανών αστέρων-παραγόντων της κοινωνικής ζωής, ενώ συχνά το έγκλημα λύνει προβλήματα επιβίωσης. Ενα ανομικό περιβάλλον; Πιθανόν: Σε αυτό το εκ πρώτης όψεως χαοτικό τοπίο έχει αρχίσει να διαμορφώνεται ήδη εδώ και καιρό μια τάση εκτίμησης του εγκληματικού ζητήματος με διαφοροποιημένο τρόπο σε ό,τι αφορά τις γενεσιουργές αιτίες και συνθήκες (δεν είναι πια η εγκληματογενετική κοινωνία αλλά οι διεφθαρμένοι άνθρωποι). Επιπλέον, τα εγκλήματα που προαπαιτούν οργάνωση ή και εμπλέκουν και την οικονομία δεν συσχετίζονται στον δημόσιο λόγο με οντολογικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των δραστών (γενετική προδιάθεση κτλ.) – βλ. παραδικαστικό κύκλωμα, «νονοί» της νύχτας, υπόλογοι για καρτέλ κ.ά. Για τα εγκλήματα όμως που η βαρβαρότητά τους αγγίζει τα κατώτατα όρια της έννοιας του ανθρώπου διαφαίνεται να επανακάμπτει στον δημόσιο λόγο έμμεσα η αντίληψη για τον «εκ γενετής εγκληματία». Αντίληψη εφησυχαστική και λυτρωτική για τις κοινωνικές μας ενοχές, που εύκολα γίνεται αποδεκτή ως «Αλήθεια» και από τηλεοπτικές εκπομπές μεγάλης τηλεθέασης, χωρίς να προβάλλεται και η άλλη άποψη.


Το παράδειγμα της παιδικής πορνογραφίας στο Διαδίκτυο έδωσε πρόσφατα αφορμή για τέτοιες τοποθετήσεις ειδικών αλλά και άσχετων. Ομως ο εγκληματίας που είναι παιδόφιλος έχει γεννηθεί έτσι και ο βασανιστής αστυνομικός δεν έχει; Ο πλοιοκτήτης που πνίγει εκατοντάδες ανθρώπους για να εισπράξει την ασφάλεια του πλοίου γιατί δεν αντιμετωπίζεται με την ίδια οπτική; Επειδή είναι ένα οικονομικά χρήσιμο μέγεθος; Αλλά ακόμα πιο έντονο προβάλλει το ερώτημα: Ο παιδόφιλος του Internet, o βιαστής της διπλανής πόρτας που είναι και ενίοτε συγγενής ή και πατέρας του ανήλικου θύματος είναι γεννημένοι «έτσι», αλλά ο πελάτης της 14χρονης και 16χρονης Αφρικανής στην οδό Αθηνάς, στη Σόλωνος και σε κρυφά πορνεία δεν είναι; Ή μήπως θεωρούμε ότι οι γυναίκες αυτές έχουν ελεύθερα και με τη βούλησή τους προεπιλέξει αυτό το επάγγελμα; Σκεφτήκαμε ποτέ αν το χαμόγελό τους διαμορφώνεται υπό την επίδραση έκστασις ή άλλων ουσιών; Και τελικά πού είναι η διαφορά ως προς την οφειλόμενη απαξία;


Η κατανόηση και η εξήγηση τέτοιων εγκλημάτων υπό το πρίσμα βιο-ανθρωπολογικών θεωρήσεων οδηγεί σε εσφαλμένες κοινωνικές και ποινικές αντιδράσεις και, κυρίως, συσκοτίζει τις κοινωνικές διαδικασίες υπό τις οποίες διαμορφώνονται τέτοια φαινόμενα. Ο άνθρωπος γίνεται πολίτης όταν μετέχει αυτού που ονομάζεται κοινωνία πολιτών (civil society) τόσο οικονομικά όσο και πολιτισμικά.



Εκπληκτη η ελληνική κοινωνία σήμερα διαπιστώνει ότι κατά τα άλλα αξιοσέβαστα μέλη της μετέχουν μόνον οικονομικά σε αυτήν, ενώ πολιτισμικά έχουν «φύγει» και οδηγούνται σε στάσεις ζωής που προτάσσουν και αντλούν ευχαρίστηση (το μέγα πρότυπο της εποχής μας) από τη βία, και μάλιστα από μια ακραία μορφή εξουσιαστικής βίας. Στη διαδικτυακή παιδική πορνογραφία η ψυχολογική ουδετεροποίηση των ηθικών αναστολών του δράστη, η απόσταση μεταξύ γεγονότος και διαδικτυακής αναπαράστασής του συνιστούν θετικά προαπαιτούμενα της πράξης, ενώ ο κυνισμός και η μη αναγνώριση της ανθρώπινης ιδιότητας του θύματος στη συνείδηση του χρήστη-δράστη μεταξύ άλλων δημιουργούν συνθήκες επανάληψης της πράξης.


Αυτή η ψυχολογική διεργασία ωστόσο καλλιεργείται προηγουμένως κοινωνικά είτε μέσα από τις ίδιες τις διαδικασίες (σε προηγούμενο χρόνο) διαπαιδαγώγησης του δράστη είτε μέσα από ανοχές, συνενοχές «αντρικών μυστικών» στο κοινωνικό περιβάλλον είτε και από βαθιά καταπιεσμένες επιθυμίες που προβάλλονται στα θύματα. Στην εποχή μας όμως όλα αυτά δεν είναι ανεξάρτητα από τις συνέπειες ευρύτερων κοινωνικών φαινομένων. Η αποδιάρθρωση της κοινωνικής συνείδησης του ανήκειν σε ένα ευρύτερο σύνολο που χαρακτηρίζει συχνά τα αστικά και μεσαία στρώματα και η λογική τού «μπορώ να ικανοποιήσω τις πιο κρυφές επιθυμίες μου, αρκεί να έχω τους πόρους» αλληλοτροφοδοτούνται παράλληλα με τη διαδικασία εμπορευματοποίησης των ανθρώπων. Πρόκειται για διαδικασίες αργές, που δομήθηκαν ταυτόχρονα με την αποδιάρθρωση της κουλτούρας της συλλογικότητας και τινάζουν στον αέρα τις ρητορείες περί πρόληψης του εγκλήματος ταυτισμένης με το κυνήγι στους τσαντάκηδες και τους αλλοδαπούς. Τα θύματα των εν λόγω εγκλημάτων κατά κανόνα είναι παιδιά ενός άλλου Κόσμου, συνήθως του Τρίτου. Δεν πρόκειται βέβαια για νέα φαινόμενα. Το νέο είναι η μαζική διάστασή τους και ο διεθνικός – ατοπικός τους χαρακτήρας: αλλού συμβαίνει η βία, αλλού πωλείται και αλλού καταναλώνεται. Η δημοσιοποίηση των ονομάτων των δραστών στη χώρα μας μπορεί να είναι σωστή εν μέρει, καθώς, όπως σχολιάστηκε, η δέουσα λύση θα αφορούσε τις καταδίκες και όχι τις παραπομπές σε δίκη ή συλλήψεις, αλλά είναι μια πυροσβεστική λύση. Οι χρήστες του πορνογραφικού υλικού συνιστούν τον τελευταίο κρίκο μιας οικονομίας που θεμελιώνεται όχι στις συνήθεις αδυναμίες των ανθρώπων αλλά στις διαστροφές τους, τις βγάζει από το ασυνείδητο και τις κάνει καταναλωτικό «αγαθό».



Οι απαντήσεις σε τέτοια φαινόμενα όπως και σε όμοιά τους δεν μπορεί να είναι βραχυπρόθεσμες, αποσπασματικές και κατά περίσταση: έτσι κρύβουν το δάσος της κοινωνικής και πολιτισμικής αποδιοργάνωσης που η οικονομία της ελεύθερης αγοράς έχει φέρει. Και εδώ είναι που Πολιτική και αντεγκληματική πολιτική διαπλέκονται. Πώς απαντά η Πολιτική (και το πολιτικό σύστημα) στο νέο κοινωνικό ζήτημα; Δηλαδή στην αποδιάρθρωση και διολίσθηση στην ειδεχθή βία και το οργανωμένο έγκλημα των στρωμάτων εκείνων που τη στήριζαν και που τώρα καλούνται ο ένας μετά τον άλλον εκπρόσωποί τους να απολογηθούν για την άκρατη και κακώς εννοούμενη ελευθερία τους; Στρατηγικές όπως μακροπρόθεσμες και εξωποινικές κοινωνικές παρεμβάσεις, επιστροφή στην Παιδεία, αποδοχή της διαφορετικότητας, αναδιανομή πλούτου, έχουν πολιτικό κόστος: Εχουν όμως μακροπρόθεσμα αποτελέσματα και κυρίως προσφέρουν το Μέλλον. Και αυτό δεν είναι θεωρητικό αλλά ένα πολύ πρακτικό ζήτημα που υπερβαίνει τη διαχειριστική αντίληψη για τα κοινωνικά προβλήματα και αποτρέπει την καλλιέργεια νέων τάσεων κοινωνικού ρατσισμού. Διότι πιθανολογώ ότι τους παιδόφιλους ως εκ γενετής εγκληματίες θα ακολουθήσουν οι άστεγοι, άνεργοι και τσιγγάνοι, που δεν λείπουν από κανέναν τέτοιο κοινωνικό στιγματισμό. Δεν θα συμβεί το ίδιο όμως με τους μπράβους, τους «νονούς», τους ευυπόληπτους εμπόρους ναρκωτικών και τους καθωσπρέπει οικονομικούς απατεώνες. Ή όχι;


Η κυρία Σοφία Βιδάλη είναι επίκουρη καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.