Στη σπινοζική θεωρία των παθών η μίμηση συναισθημάτων παίζει κεντρικό ρόλο. Τι είναι η μίμηση συναισθημάτων; Οταν φανταζόμαστε, εξηγεί ο φιλόσοφος, ότι ένα ον όμοιο με μας νιώθει αυτό ή το άλλο συναίσθημα, από το γεγονός αυτό και μόνο νιώθουμε και εμείς το ίδιο συναίσθημα. Για παράδειγμα, όταν βλέπουμε κάποιον να υποφέρει μοιραζόμαστε τον πόνο του: πρόκειται για τον οίκτο και επιθυμούμε να ανακουφίσουμε τον συνάνθρωπο. Και τότε εμφανίζεται η ευμένεια. Αν το πετύχουμε, ο συνάνθρωπός μας χαίρεται και, συνεπώς, χαιρόμαστε κι εμείς οι ίδιοι, καθώς έχουμε την ιδέα του εαυτού μας ως αιτία της ανακούφισης του άλλου. Η αγαλλίαση που αισθανόμαστε τότε ονομάζεται από τον Σπινόζα δόξα και επειδή το συναίσθημα αυτό είναι πολύ ευχάριστο επιθυμούμε την αναπαραγωγή του, δηλαδή επιθυμούμε να συνεχίσουμε την ευεργεσία. Ακριβώς η επιθυμία αυτή ονομάζεται φιλοδοξία. Ωστόσο, αν επιθυμούμε την ευτυχία του άλλου, αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι έχουμε τη διάθεση να θυσιάσουμε για χάρη του τις δικές μας επιθυμίες. Η λύση αυτής της αντίφασης μας οδηγεί στην προσπάθεια να προσηλυτίσουμε τον άλλον στις δικές μας αξίες ή, εντονότερα όπως το γράφει ο Σπινόζα, να τον υποχρεώσουμε να αγαπήσει αυτό που αγαπούμε και να μισήσει αυτό που μισούμε. Τότε η φιλοδοξία μετατρέπεται σε φιλοδοξία κυριαρχίας ή φιλαρχία, η οποία είναι σχεδόν αναγκαίο να γεννήσει, με τη σειρά της, τη μισαλλοδοξία και τον ιδεολογικό φανατισμό. Εστω ότι πετύχαμε ο άλλος να αγαπήσει αυτά που επιχειρούμε να τον πείσουμε ότι πρέπει να αγαπήσει. Αν αποκτήσει ένα από τα πράγματα αυτά και αν τούτο σημαίνει ότι θα το στερηθούμε εμείς οι ίδιοι, τότε τον φθονούμε. Αν μάλιστα καταφέρουμε να του στερήσουμε το κτήμα του, τότε αυτός θα λυπηθεί και εμείς θα λυπηθούμε με τη σειρά μας και ο κύκλος θα ξαναρχίσει από το σημείο απ’ όπου ξεκίνησε.


Παρ’ όλο που έχω ήδη απλουστεύσει με τρόπο επικίνδυνο, πρέπει να επιμείνω σε δύο σημεία. Στο γεγονός, πρώτον, ότι η μίμηση συναισθημάτων χαρακτηρίζεται από ένα είδος αυτοματισμού, ούτως ώστε η λειτουργία της να μην ελέγχεται από τη βούλησή μας. Η μίμηση ή ο μιμητισμός των συναισθημάτων απλώνεται στο σύνολο της συναισθηματικής ζωής δίνοντάς της την ενότητα μιας γενικευμένης συναλλαγής, όπου τα πάθη καθενός μεταβιβάζονται στους άλλους σχηματίζοντας στην κυριολεξία συναισθηματικές κοινότητες. Δεύτερον, ο αυτοματισμός που χαρακτηρίζει τη μίμηση συναισθημάτων οφείλεται στο γεγονός ότι ο μηχανισμός που την παράγει είναι η ίδια η φαντασία, δηλαδή η αέναη δημιουργία εικόνων. Εικόνες δεχόμαστε συνεχώς από τον κόσμο, εικόνες παράγουμε από τις εικόνες αυτές, τις οποίες επιστρέφουμε στον κόσμο. Θα μπορούσαμε να πούμε, κάπως προκλητικά, ότι οι άνθρωποι είμαστε έρμαια των εικόνων. Οπως και να το κάνουμε, είμαστε έτσι φτιαγμένοι ώστε κάθε φορά που κοιτάμε τον ήλιο να τον βλέπουμε στα διακόσια μέτρα. Η Αστρονομία μάς διδάσκει τη σωστή απόσταση: αυτό δεν σημαίνει ότι θα πάψουμε να βλέπουμε τον ήλιο στα διακόσια μέτρα. Στη ζωή μας, πολύ μεγαλύτερο ρόλο από την ορθή πρόταση της επιστήμης παίζει η ισχυρή εικόνα της φαντασίας. Στις ισχυρές και επιβλητικές εικόνες της φαντασίας οφείλεται η μίμηση των συναισθημάτων, ούτως ώστε η μίμηση αυτή να είναι κατά μεγάλο μέρος, αν όχι αποκλειστικά, έργο της φαντασίας.


Θα ήταν χρήσιμο, έστω ως υπόθεση εργασίας, να θεωρήσουμε την τηλεόραση μία από τις μηχανές που συμβάλλουν καθοριστικά στην κυκλοφορία των παθών, δηλαδή στη μίμηση των συναισθημάτων. Γιατί η τηλεόραση αποτελεί θησαυρό εικόνων, μέρος του οποίου ενεργοποιεί κάθε φορά, ανάλογα με τα πάθη που επιθυμεί η ίδια να καταστήσει αντικείμενα μίμησης. Η μηχανή λειτούργησε καλά στις γιορτές του Πάσχα. Εικόνες έδειχναν τη δυστυχία των στερημένων, αλλά μόνο για να προκαλέσουν τον οίκτο, ενώ στην ημερήσια διάταξη βρέθηκαν τα γηροκομεία και οι ανήμποροι γέροι, μόνοι, εγκαταλελειμμένοι, με την απόγνωση καρφωμένη στο πρόσωπο. Η επίσκεψη στα νοσοκομεία απέδωσε, κυρίως στην πολύπλοκη εκδοχή όπου δεν προβάλλονται μόνον εικόνες ανίατων νόσων, αλλά και οι άοκνες προσπάθειες των φιλάνθρωπων συνανθρώπων μας. Στην Εβδομάδα των Παθών, το πάθος του οίκτου είναι προφανώς επιβεβλημένο, όταν μάλιστα συνδεθεί με την προσδοκία της Ανάστασης. Με την Ανάσταση άλλες εικόνες, χαράς και αισιοδοξίας αυτή τη φορά, που δεν απέκλειαν ωστόσο τα κηρύγματα μισαλλοδοξίας, στα οποία μετασχηματίζεται η φιλοδοξία, όταν μάλιστα έχει αποτύχει στους στόχους της. Το βράδυ οι εικόνες επεδείκνυαν πλούτο και χλιδή, έτσι ώστε ο φθόνος να διεκδικήσει και αυτός τη νόμιμη μοίρα.


Δεν νομίζω ότι πρέπει να προχωρήσω περισσότερο. Να απαλλαγούμε από τις εικόνες, αυτό δεν γίνεται, όπως δεν γίνεται να μηδενίσουμε τα πάθη μας. Αυτό που γίνεται, αλλά με προσπάθεια, είναι να μετατρέψουμε τις εικόνες που μας ταλαιπωρούν σε ιδέες, δηλαδή να τις καταλάβουμε και ίσως ίσως κάπως να τις παραμερίσουμε.


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.