Ουδέν κακόν αμιγές καλού. Η αμετροέπεια των ηγεμονικών κυβερνώντων οδηγεί τους πολίτες – στις επάλληλες ιδιότητές τους (ως καταναλωτές ή ως ασφαλισμένους, ως χρήστες υπηρεσιών Υγείας ή ως σπουδαστές, κ.ο.κ.) – σε μια νέα συνειδητοποίηση. Ολο και περισσότεροι, όλο και περισσότερο, διαισθάνονται με τρόπο άμεσο και βιωματικό αυτό που η Naomi Klein πρόσφατα μας περιέγραψε (The Shock Doctrine: The Rise of Disaster Capitalism, Allen Lane, Λονδίνο 2007) ως δόγμα και πρακτική των απανταχού «μεταρρυθμιστών» της εποχής: κρίσεις, ανεπάρκειες και εν γένει δυσλειτουργίες του δημόσιου χώρου όχι μόνο πρόβλημα δεν συνιστούν αλλά – το ακριβώς αντίθετο – αποτελούν λαμπρές ευκαιρίες για την προώθηση του γνωστού και απαράλλαχτου «μεταρρυθμιστικού» τριπτύχου: συρρίκνωση της δημόσιας σφαίρας και ιδιωτικοποιήσεις· δραστική μείωση των δημόσιων δαπανών· εν γένει απορρύθμιση των αγορών.


Ετσι και στα καθ’ ημάς. Γίνεται καθημερινά σαφές, κάποτε ευθέως, κάποτε μόνο διά μέσου των γραμμών, σε διέσεις και υφέσεις του δημόσιου λόγου, ότι ο προβληματισμός των ταγών μας για τις ελλείψεις που παρουσιάζουν οι διάφοροι τομείς δημοσίου ενδιαφέροντος δεν είναι παρά ρητορικός (αν όχι απολύτως προσχηματικός). Αυτό που δεσπόζει – με τρόπο, όχι σπάνια, αντιαισθητικά κραυγαλέο – είναι η αίσθηση ότι για τα δεινά κατά βάθος επιχαίρουν· και πως συνισταμένη της δημόσιας παρέμβασής τους – παρά τις ενίοτε ρητές διαψεύσεις και ανασκευές – είναι η προβολή της δήθεν νομοτελειακής και αμετάκλητης φύσης αυτών των δεινών. Συναφώς, μέτρο της πολιτικής τους καταξίωσης δεν είναι η εξάλειψη της παθογένειας (ή απόπειρες που γίνονται προς αυτή την κατεύθυνση), αλλά η εκκωφαντική της ανάδειξη: έργο που αποσκοπεί και εκβάλλει όχι στον εκδημοκρατισμό αλλά στην ιδιωτικοποίηση. Η ιδιαιτερότητα όμως της συγκυρίας βρίσκεται αλλού: στο ότι οι συμπεριφορές αυτές παύουν, σιγά σιγά, να περνούν απαρατήρητες – κάτι πού, όπως είναι φυσικό, έχει σειρά συνεπειών.


Η πιο σημαντική έγκειται στο γεγονός ότι οι πολίτες αρχίζουν πλέον να προβληματίζονται ενεργά για την κρατική συνέργεια στη δημόσια απαξίωση. Η διαδρομή της σκέψης είναι εν προκειμένω αντίστροφη: όποιος τόσο πρόδηλα επιχαίρει για το – πραγματικό ή εικονικό – «κατάντημα» των πανεπιστημίων (του ΕΣΥ, της Ολυμπιακής, του ΟΤΕ, κ.ο.κ. – ο κατάλογος είναι μακρύς) δεν είναι άραγε εύλογο και παντοιοτρόπως να το έχει συνδράμει (παρά τα όσα εκ των υστέρων διατείνεται);


Στις μέρες μας, και υπό το φως των άπειρων παραδειγμάτων που κατακλύζουν την καθημερινότητα, το ερώτημα κοντεύει να καταντήσει ρητορικό. Ενα μόνο, αλλά απτό, παράδειγμα μας επισημαίνει ο πρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου («Το Βήμα», 18 Μαΐου 2008): Η σταθερή απόφαση της πολιτείας τις τελευταίες δεκαετίες να αυξάνει τον αριθμό των φοιτητών, «χωρίς» όμως «να φροντίζει» για «ό,τι… αυτό συνεπάγεται» αποτελεί άραγε απλή αβλεψία; Και αν ναι, πώς και δεν επιχειρήθηκε να διορθωθεί προτού προκύψει η απόφανση ότι «μόνο ένα ισχυρό σοκ θα αλλάξει πραγματικά το τοπίο» (κατά την πανηγυρική ρήση του αρμόδιου υπουργού); ‘Η, σε ένα κατά τι βαθύτερο επίπεδο, η σκανδαλώδης υποχρηματοδότηση της Παιδείας, με καγκελόπορτες που πέφτουν τραυματίζοντας ανέμελα παιδιά και λυόμενα σχολικά κτίρια με αμίαντο (Αρχαία Κορινθία) δεν συνδέεται άραγε με τις εξίσου σκανδαλώδεις υπερ-χρηματοδοτήσεις των αόρατων ΜΚΟ (που, αν και σκανδαλοθηρικώς «αποκαλύφθηκαν», με την πάροδο του χρόνου, κονιορτοποιήθηκαν και αυτές μέσα στον ορυμαγδό της μιντιακής ασημαντότητας);


Ο καλόπιστος ακαδημαϊκός δάσκαλος δικαίως αναρωτιέται για το πώς είναι δυνατόν να προκρίνεται μια «δραστική και καταπληξιακή τακτική» εις βάρος της – θεωρητικά οικείας και απείρως προτιμότερης – «διαλεκτικής προσέγγισης». Να αποτολμήσω μια απάντηση. Διότι ο περιεκτικός, μη προσχηματικός διάλογος δεν συνάδει με το νεοφιλελεύθερο εγχείρημα. Οι πιο οξυδερκείς στρατηγικοί σχεδιαστές του το διαπίστωναν ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Σε ένα πολύκροτο κείμενό του (που η Klein καίρια μας υπενθυμίζει, σ. 6) ο πατριάρχης του νεοφιλελευθερισμού Milton Friedman έγραφε το 1962: «Μόνο μια κρίση – πραγματική ή εικονική – μπορεί να προκαλέσει πραγματική αλλαγή. Οταν η κρίση αυτή συμβεί, οι δράσεις που αναλαμβάνονται εξαρτώνται από τις ιδέες που είναι διαθέσιμες. Αυτός είναι, πιστεύω, ο βασικός μας ρόλος: να αναπτύξουμε… πολιτικές… μέχρις ότου το πολιτικά αδύνατο καταστεί πολιτικά αναπόφευκτο». Το δόγμα του σοκ αυτό ακριβώς επέτυχε. Αρση των κοινωνικών αντιστάσεων και παύση του ουσιαστικού διαλόγου: με χειραγώγηση της κοινής γνώμης και, όποτε αυτό δεν επέτυχε, με τη βία. Με τον τρόπο αυτό, και όχι μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες και ουσιαστική διαβούλευση (όπως στρεβλά υποστηρίζεται) έγινε δυνατή η κατίσχυση του νεοφιλελευθερισμού. Οχι με διάλογο, αλλά με επιβολή.


Συμπέρασμα: Η λανθάνουσα – όπως ο ίδιος εκ των υστέρων υποστηρίζει – γλώσσα του υπουργού Παιδείας αποκαλύπτει, όπως και κάθε lapsus linguae, το βασικό ένστικτο της κυρίαρχης πολιτικής θεώρησης των πραγμάτων.


Ο κ. Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.


Ρεπορτάζ για τις εξελίξεις στα πανεπιστήμια στη σελίδα Α46