Με την εκλογή του Τόνι Μπλερ και των «Νέων Εργατικών» στη Βρετανία, πριν από περίπου 10 χρόνια, οκτώ από τους 15 πρωθυπουργούς των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης ανήκαν στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Το 2000 η κατάσταση ήταν ακόμη καλύτερη για την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Εντεκα από τα 15 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης είχαν κεντροαριστερούς ή σοσιαλδημοκράτες πρωθυπουργούς. Σήμερα η εικόνα έχει αντιστραφεί πλήρως. Από τις 15 χώρες της «παλαιάς Ευρώπης» μόλις τρεις έχουν πλέον κεντροαριστερές κυβερνήσεις. Η εικόνα αυτή παραμένει αναλλοίωτη ακόμη και αν εντάξει κανείς στο «κάδρο» τους εκλογικούς συσχετισμούς στις χώρες της καλούμενης «νέας Ευρώπης»: από τα 12 νέα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης μόλις τέσσερα έχουν κεντροαριστερές κυβερνήσεις (η Βουλγαρία, η Ουγγαρία, η Λιθουανία και η Κύπρος), ενώ τα υπόλοιπα οκτώ έχουν κεντροδεξιές κυβερνήσεις.


Οι εκλογικές αναμετρήσεις που διεξήχθησαν το τελευταίο χρονικό διάστημα σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες επιβεβαίωσαν την άνοδο των δυνάμεων της Κεντροδεξιάς και την υποχώρηση των δυνάμεων της Κεντροαριστεράς. Η νίκη του Σίλβιο Μπερλουσκόνι και του κεντροδεξιού συνασπισμού του οποίου ηγείται στην Ιταλία, στις εθνικές εκλογές που έγιναν πριν από λίγες μόλις εβδομάδες, αλλά και η νίκη που σημείωσε η ιταλική Κεντροδεξιά στις δημοτικές εκλογές που ακολούθησαν πιστοποιούν του λόγου το αληθές. Ακόμη και στην περίπτωση της Ισπανίας, όπου οι δυνάμεις της Κεντροαριστεράς κέρδισαν την εκλογική αντιπαράθεση, το κεντροδεξιό Λαϊκό Κόμμα είδε την απήχησή του στο εκλογικό σώμα να αυξάνεται σε ποσοστό 2,5%.


Η μεγάλη εκλογική νίκη του Συντηρητικού Κόμματος στις δημοτικές εκλογές που διενεργήθηκαν πριν από λίγες ημέρες στην Αγγλία και στην Ουαλλία, η οποία μάλιστα συνοδεύτηκε από την άλωση του Δήμου Λονδίνου και από την καθίζηση των ποσοστών του Εργατικού Κόμματος, αποδεικνύει πως ακόμη και σε χώρες, όπως η Βρετανία, όπου ως σήμερα οι δυνάμεις της Κεντροαριστεράς διατηρούσαν την πολιτική τους υπεροχή σημειώνονται ανατροπές υπέρ της Κεντροδεξιάς.


Το φαινόμενο αυτό της κεντροδεξιάς πολιτικής κυριαρχίας στις ευρωπαϊκές χώρες κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι. Τα αίτιά του θα πρέπει να αναζητηθούν σε έναν συνδυασμό πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων. Η κυβερνητική κυριαρχία της Κεντροαριστεράς τη δεκαετία του ’90, ευθύς αμέσως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου το οποίο επισφράγισε την ήττα της στο ιδεολογικό επίπεδο, ήταν εν πολλοίς παράδοξη και στηρίχθηκε, με αιχμή του δόρατος τις ΗΠΑ του Κλίντον και τη Βρετανία του Μπλερ, στην κεντρώα στροφή της και στην υιοθέτηση μιας πολιτικής που ενσωμάτωνε την οικονομία της αγοράς αλλά και άλλα στοιχεία του φιλελεύθερου προτάγματος. Απέναντί της η ευρωπαϊκή Κεντροδεξιά είτε διακατεχόταν από έναν άτεγκτο δογματικό νεοφιλελευθερισμό είτε από μια αμηχανία που απέρρεε από το γεγονός ότι πολλά από τα ιδεολογικά της προτάγματα και τις προγραμματικές πολιτικές της τα οικειοποιούνταν οι δυνάμεις της Κεντροαριστεράς.


Η προσπάθεια της Κεντροαριστεράς να διαχειριστεί τις οικονομικές προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης εφαρμόζοντας ορισμένες από τις συνταγές του οικονομικού φιλελευθερισμού την αποστέρησε από το βασικό ιδεολογικό της στήριγμα, που είναι το κοινωνικό κράτος, επέτεινε αντί να αμβλύνει τις κοινωνικές ανισότητες στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών χωρών και την απομάκρυνε από τα παραδοσιακά συμμαχικά της κοινωνικά στρώματα βυθίζοντάς την σε μια κρίση ταυτότητας που είχε ως επάκολουθο την εκλογική συρρίκνωσή της στα χρόνια που ακολούθησαν.


Την ίδια περίοδο η ευρωπαϊκή Κεντροδεξιά κατόρθωσε σταδιακά να απαγκιστρωθεί από τα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα που ως τότε κυριαρχούσαν στους κόλπους της, να στραφεί ξανά στις κοινωνικές πηγές της πολιτικής φιλοσοφίας της που έδιναν έμφαση όχι μόνο στην ιδέα της ελευθερίας αλλά και στις αξίες της κοινωνικής δικαιοσύνης και να εμπλουτίσει το πρόγραμμά της με πολιτικές που απέβλεπαν σε έναν συνδυασμό της προώθησης της οικονομικής ανάπτυξης με την εμπέδωση της κοινωνικής συνοχής. Αυτά σε συνδυασμό με την ενσωμάτωση στον πολιτικό της λόγο και την προβολή προς τους πολίτες των παραδοσιακών αξιών της για τη σημασία της ασφάλειας και της ευταξίας που ιδιαίτερα αποζητούν οι πολίτες σε καιρούς κοινωνικών ανακατατάξεων αλλά και με τη διατύπωση ξεκάθαρων θέσεων για ζητήματα όπως η μετανάστευση και η αντιμετώπιση της εγκληματικότητας της έδωσαν τη δυνατότητα να ξεπεράσει την ιδεολογική της σύγχυση και να εκπέμψει ένα ξεκάθαρο ιδεολογικοπολιτικό στίγμα.


Ταυτόχρονα τα κεντροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη άρχισαν να επιδεικνύουν προσαρμοστικότητα στην πολιτική τακτική τους ανάλογη με αυτήν που είχε επιδείξει η Κεντροαριστερά τη δεκαετία του ’90. Απέρριψαν τον δογματισμό, υιοθέτησαν τον πραγματισμό, απευθύνθηκαν στον μεσαίο χώρο και διεύρυναν τις κοινωνικές τους συμμαχίες. Η πολιτική αυτή τακτική έδωσε στην ευρωπαϊκή Κεντροδεξιά τη δυνατότητα να καταλάβει τον στρατηγικά ζωτικό μεσαίο χώρο του άξονα Δεξιάς – Αριστεράς και σιγά σιγά να εδραιώσει την παρουσία της καθώς η Κεντροαριστερά διαπράττει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες το στρατηγικό λάθος της αριστερής στροφής και της επιστροφής στην «ιδεολογική καθαρότητα» εγκαταλείποντας τις «μεικτές πολιτικές» που της έδωσαν τη δυνατότητα της κυριαρχίας στον μεσαίο χώρο.


Στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα η αμηχανία της ευρωπαϊκής Κεντροδεξιάς της πρώτης μεταψυχροπολεμικής περιόδου έχει περάσει στην άλλη πλευρά ως κρίση ταυτότητας. Η κρίση αυτή οφείλεται στην αδυναμία της Κεντροαριστεράς να ξεπεράσει τη διπλή σύγχυση που της προκάλεσαν αφενός η κατάρρευση του σοσιαλιστικού πειράματος στην Ανατολική Ευρώπη και αφετέρου η σπασμωδική και ανεπεξέργαστη από μέρους της οικειοποίηση φιλελεύθερων θέσεων και απόψεων οι οποίες την αποξένωσαν από την κοινωνική της βάση.


Αντίθετα, η ευρωπαϊκή Κεντροδεξιά πάνω στο υπόβαθρο του ανανεωμένου και διευρυμένου ιδεολογικού της προτάγματος και των ξεκάθαρων προτάσεων για την επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων των ευρωπαϊκών λαών θεμελίωσε τη σημερινή ιδεολογική και πολιτική κυριαρχία της στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.


Ο κ. Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, γενικός διευθυντής του Ινστιτούτου Δημοκρατίας «Κωνσταντίνος Καραμανλής».