Γιατί η Δεξιά καλπάζει στην Ευρώπη; Ποιοι είναι οι λόγοι που η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται σε βαθιά κρίση; Στις τελευταίες δέκα εκλογικές αναμετρήσεις, μόνο ο Ισπανός Χοσέ Λουίς Ροντρίγκες Θαπατέρο κράτησε ψηλά τη σημαία των σοσιαλιστών, καθώς στις υπόλοιπες εννέα επικράτησε η Δεξιά – με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα την «παλινόρθωση» του Σίλβιο Μπερλουσκόνι στην πρωθυπουργία της Ιταλίας και τη σαρωτική νίκη των Συντηρητικών επί των Εργατικών στις τοπικές εκλογές της Βρετανίας. Οπως αποτυπώνεται και στα κείμενα που ακολουθούν, το φαινόμενο της τρέχουσας κυριαρχίας της Δεξιάς στο ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό δεν μπορεί να ερμηνευθεί μονοδιάστατα. Οφείλει να συνυπολογίσει μια σειρά πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς παραγόντες, όπως η διαχείριση της παγκοσμιοποίησης και η «ομιχλώδης» – πλέον – ιδεολογική διάκριση μεταξύ δεξιών και αριστερών κυβερνήσεων. Οι παράγοντες αυτοί έχουν οδηγήσει τις μεν πρώτες σε μια προσεκτική εγκατάλειψη ακραία φιλελεύθερων απόψεων που επικράτησαν τα πρώτα έτη μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, τις δε δεύτερες σε μια προσαρμογή «επί το δεξιώτερον» σε ζητήματα όπως ο ρόλος του κοινωνικού κράτους.


Μπορούμε να πούμε ότι έχουμε στην Ευρώπη «επιστροφή της Δεξιάς»; Η επιτυχία των συντηρητικών κομμάτων στην Ιταλία και στην Αγγλία μάς προσκαλούν να βγάλουμε κάποια γενικά συμπεράσματα. Η γνώμη μου είναι ότι, παρά τα κοινά θέματα μεταξύ των συντηρητικών κομμάτων (μετανάστευση, ασφάλεια, ατομική ευθύνη), δεν υπάρχει στην πραγματικότητα ευρωπαϊκή Δεξιά. Υπάρχει μόνο πολιτική ανάλογη με τις τοπικές συνθήκες.


Δεν θα μπορούσε κανείς να επινοήσει δύο πιο διαφορετικά κόμματα από το βρετανικό Συντηρητικό κόμμα και το κόμμα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Το Συντηρητικό κόμμα έχει ιστορία άνω των δύο αιώνων. Είναι σημαντικό ερευνητικό κέντρο, είναι αποκεντρωμένο, ενώ υποστηρίζεται από πλήθος πανεπιστημιακών και κέντρων προβληματισμού (think tanks). Η ηγεσία του υπάγεται στον αυστηρό έλεγχο των κανόνων του βρετανικού Κοινοβουλίου, του σοβαρού και ποιοτικού ελεύθερου Τύπου, της βασικά δημόσιας τηλεόρασης (δηλαδή του BBC) και στον αυστηρότατο έλεγχο των δικαστηρίων. Το βρετανικό κοινό δεν ανέχεται την παραμικρή ένδειξη διαφθοράς και αντιμετωπίζει με εξαιρετική αυστηρότητα την πιο μικρή αβλεψία ή παράλειψη στην τήρηση των νόμων για τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων (που είναι πάντοτε ιδιωτική). Η δωροδοκία είναι κακούργημα, ενώ η ψευδής κατάθεση στις Αρχές ή στο δικαστήριο τιμωρείται με φυλάκιση (πρώην υπουργοί έχουν πάει φυλακή γι’ αυτόν τον λόγο).


Η ιταλική Δεξιά, αντιθέτως, αποτελείται από ένα κόμμα με ιστορία ολίγων μηνών. Η ηγεσία του δεν υπάγεται σε κανέναν ουσιαστικό έλεγχο, ούτε από τη Βουλή ούτε από τα δικαστήρια. Η ηγεσία του έχει επανειλημμένως κατηγορηθεί και καταδικαστεί για διαφθορά, ενώ ελέγχει σχεδόν απόλυτα τους λαϊκιστικούς και χυδαίους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς. Το ιταλικό κοινό δεν νοιάζεται για τη διαφθορά. Του αρκεί η όποια αποτελεσματικότητα στη δημόσια διοίκηση, ενώ έχει μάθει να περιμένει το χειρότερο. Το οργανωμένο έγκλημα δηλητηριάζει την πολιτική ζωή του τόπου.


Η διαφορά της Δεξιάς στις δύο χώρες είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι, λόγω της ιστορίας τους, έχουμε δύο εντελώς διαφορετικά πολιτικά συστήματα. Αντιστοίχως και στην Ελλάδα. Η έννοια της «Δεξιάς» σε μας είναι συνδεδεμένη με τις βαρβαρότητες της μεταπολεμικής περιόδου και τις φυλακίσεις και τους βασανισμούς αθώων. Φυσικά είναι επίσης συνδεδεμένη με τη συμφιλίωση που επετεύχθη μετά το 1974.


Αλλά οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες του Βορρά δεν πέρασαν εμφύλιο πόλεμο. Στις χώρες αυτές η διαμάχη Δεξιάς και Αριστεράς είναι ένας ήπιος ανταγωνισμός πολιτικής.


Ο ανταγωνισμός αυτός δεν αγγίζει το κοινωνικό κράτος. Γράφεται και λέγεται συχνά στην Ελλάδα από ορισμένους πολιτικούς, ιδίως της Αριστεράς (αλλά και πρόσφατα από τον πρώην υπουργό Κώστα Λαλιώτη, «Τα Νέα», 19.4.08) ότι η Ευρώπη και η Αμερική μάς φέρνουν τον «νεοφιλελευθερισμό», ο οποίος τώρα πολιορκεί την Ελλάδα και προτίθεται να την καταστρέψει μέσω της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οι πολιτικοί αυτοί ισχυρίζονται ότι ο αιμοδιψής «νεοφιλελευθερισμός» επιδιώκει την κατάργηση του κράτους προνοίας παντού.


Και όμως, ούτε η Δεξιά στην Αγγλία ούτε φυσικά το Εργατικό Κόμμα άγγιξαν το κοινωνικό κράτος. Η κυβερνήσεις Θάτσερ και Μέιτζορ ενίσχυσαν την ελεύθερη οικονομία και μείωσαν τα δικαιώματα των συνδικάτων, αλλά δεν άλλαξαν τις βασικές αρχές του κοινωνικού κράτους που παραμένουν εξαιρετικά απλόχερες προς όσους έχουν ανάγκη. Οχι μόνον όλοι έχουν πρόσβαση στο εξαιρετικό Εθνικό Σύστημα Υγείας εντελώς δωρεάν, αλλά όλοι στη Βρετανία έχουν δικαίωμα ελάχιστης οικονομικής υποστήριξης από το κράτος, ακόμη και αν δεν έχουν δουλέψει ποτέ. Οι φτωχοί και οι πρόσφυγες δικαιούνται όχι μόνο μισθό από το κράτος αλλά, αν το επιθυμούν, και σπίτι από την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Η βρετανική Δεξιά ποτέ δεν πρότεινε την κατάργηση των γενναιόδωρων αυτών μέτρων (και τα αντιθέτως σε μας λεγόμενα είναι, δυστυχώς, αποτέλεσμα απελπιστικής άγνοιας και, τελικά, ξενοφοβίας).


Στις βασικές γραμμές τους οι κεντρικές πολιτικές Συντηρητικού και Εργατικού Κόμματος δεν διαφέρουν πολύ. Ο εκλογικός θρίαμβος των Συντηρητικών είχε αιτία περισσότερο την αποτυχία του Γκόρντον Μπράουν να πείσει ως πρωθυπουργός. Αλλεπάλληλα λάθη και αλλαγές πορείας στα οικονομικά καθώς και σκιές στη χρηματοδότηση του κόμματος από ιδιώτες επιχειρηματίες κλόνισαν την εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα και στις ηγετικές του ικανότητες. Στις ώριμες δημοκρατίες η επάρκεια και διοικητική ικανότητα κρίνουν τις εκλογές.


Στο Λονδίνο επίσης οι λόγοι ήταν ειδικοί. Οι υποψήφιοι δήμαρχοι είχαν μικρές διαφορές πολιτικής. Και οι δύο έδωσαν έμφαση στο περιβάλλον, στην κλιματική αλλαγή, στις δημόσιες συγκοινωνίες και στην εγκληματικότητα. Ο πρώην δήμαρχος ήταν εκκεντρικός, συμπαθής και αποτελεσματικός, αλλά ήταν στη θέση του ήδη οκτώ χρόνια.


Ο Μπόρις Τζόνσον, από την άλλη, είναι σαραντάρης, καλλιεργημένος και με πηγαίο χιούμορ. Σπούδασε στην Οξφόρδη Αρχαία Ελληνικά και προτού μπει στην πολιτική ήταν επιτυχημένος δημοσιογράφος και αρχισυντάκτης του περιοδικού «Spectator». Με την ιδιότητα αυτή έγινε γνωστός και στην τηλεόραση, όχι μόνον ως σχολιαστής αλλά και ως φιλοξενούμενος χιουμοριστικών εκπομπών. Το αδύνατο σημείο του ήταν ακριβώς αυτό, αν δηλαδή έπαιρνε την πολιτική αρκετά στα σοβαρά. Υπήρχε η εντύπωση ότι τον ενδιέφεραν περισσότερο η αρχαία ιστορία και το χιούμορ.


Νομίζω ότι η εκλογή του δεν σημαίνει απολύτως τίποτε για τη Δεξιά (ή την Αριστερά) στη χώρα μας.


Ο κ. Παύλος Ελευθεριάδης διδάσκει στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.