Σαράντα ένα χρόνια συμπληρώνονται αύριο από τη «νύχτα των συνταγματαρχών». Η υπενθύμιση στην 21η Απριλίου αναγκαία γιατί, όπως χαρακτηριστικά έγραφε το 2001 στο «Βήμα» ο Μάριος Πλωρίτης, οι μαύρες επέτειοι «δεν πρέπει να λησμονιούνται, αλλά αντίθετα να μνημονεύονται, για να μας θυμίζουν πως η επαγρύπνηση και η γνώση των πραγματικών κινδύνων είναι οι ασφαλιστικές δικλίδες για να φράζονται οι δρόμοι στους εθνοκάπηλους, πατριδοκάπηλους, θρησκειοκάπηλους – που δεν μπορούν να επιπλεύσουν παρά μόνο εκμεταλλευόμενοι την ευπιστία, την άγνοια, την αδράνεια, την απροθυμία αντίστασης των πολιτών». Αναμφίβολα στη χώρα μας από τον Ιούλιο του ’74 εγκαθιδρύθηκε μια δημοκρατία η οποία δεν κινδυνεύει από δικτατορίες και πραξικοπήματα, ενώ φαίνεται πως δεν αντιμετωπίζει, πλέον, θεμελιώδη διλήμματα. Προς τούτο στο σημερινό αφιέρωμα επιχειρούμε μιαν αναστροφή, αναζητώντας τις «μαύρες τρύπες» της δημοκρατίας. Μικρές αλλά όχι λιγότερο επαχθείς «δικτατορίες» που εγκαταστάθηκαν στο σώμα της δημοκρατίας καταδυναστεύοντας την καθημερινότητά μας.


Ας πούμε ότι ονομάζουμε αιρετική την αντίπαλη σκέψη, όταν δεν έχει ακόμη καταφέρει να αποκτήσει την ισχύ που απολαμβάνει η δική μας. Μόλις όμως το καταφέρει – αν τελικά το πετύχει -, είμαστε αναγκασμένοι να μιλήσουμε για σχίσμα. Αν μάλιστα η σκέψη των αντιπάλων μας υπερισχύσει, τότε βρισκόμαστε μόνοι να δίνουμε σημασία στη σκέψη μας και μπορούμε να λέμε ό,τι θέλουμε. Οι προηγούμενες διακρίσεις, στο μέτρο που μπορούν να φανούν χρήσιμες, αφορούν κυρίως τη σκέψη που φιλοδοξεί να αποκτήσει οπαδούς, τείνοντας έτσι στη δημιουργία πλειοψηφικών ρευμάτων. Πλειοψηφικό όμως, ή όχι, το πρώτο και ίσως τελικά το μοναδικό μέλημα των ρευμάτων της σκέψης είναι η επιβίωσή τους. Για να την πετύχουν είναι υποχρεωμένα να επινοήσουν μια στοιχειώδη, στην αρχή, συστηματική σκευή, την οποία στη συνέχεια επιθυμούν να μετατρέψουν, με κάθε τρόπο, σε απόρθητο φρούριο. Εκεί συνεδριάζουν οι ιερείς του ρεύματος, σχεδιάζουν την ορθόδοξη πορεία του, επισημαίνουν και καταδικάζουν τις παρεκκλίσεις, στρατολογούν νέους οπαδούς, οργανώνουν ένα παρελθόν σύμφωνο με τα συμφέροντά τους και χτίζουν το μέλλον που προβλέπουν λαμπρό για όλους μας.


Οι προηγούμενες προτάσεις δεν ανήκουν κατ’ ανάγκην στον μεταφορικό λόγο. Αν διαβάσει κανείς, ακόμη και βιαστικά, την ιστορία ενός ρεύματος σκέψης όπως αυτό που προέκυψε από τις ιδέες του Saint-Simon τον 19ο αιώνα στη Γαλλία, θα διαπιστώσει ότι οι ίδιοι ονομάζουν το κίνημά τους Εκκλησία, στην οποία διακρίνουν τον Πάπα από τους αρχιεπισκόπους και τους επισκόπους, ενώ θεωρούν αποστόλους όσους έχουν αναλάβει τη διάδοση της θεωρίας. Ακόμη, ιδρύουν τελετές εκκλησιαστικού τύπου, ενώ στρέφονται με βιαιότητα εναντίον των σχισματικών ιδεών και των αντίπαλων τάσεων ή θρησκειών, όπως είναι για παράδειγμα ο θετικισμός του Auguste Comte. Αλλά η δραστηριότητά τους δεν περιορίζεται στη σφαίρα των ιδεών, γιατί την ίδια στιγμή ιδρύουν περιοδικά και εφημερίδες, παίρνοντας ενεργό μέρος στις πολιτικές συγκρούσεις της επικαιρότητας που είναι η δική τους.



Ο σοσιαλισμός του Saint-Simon ονομάστηκε ουτοπικός από τους ιδρυτές του επιστημονικού σοσιαλισμού, η μοίρα του οποίου δεν μοιάζει και πολύ διαφορετική στα μυαλά και στα χέρια των οπαδών τους. Μπορεί ο Μαρξ να φώναζε ότι η σκέψη του είναι συστηματική, χωρίς όμως να αποτελεί σύστημα, η μεγάλη πλειοψηφία των μαρξιστών την εγκλώβισε στο τείχος του κόμματος. Εκεί μέσα, η διαλεκτική, αλήθεια η ίδια, έγινε η μοναδική μέθοδος αναζήτησης της αλήθειας: ακόμη και η φύση έπρεπε να υποταγεί στις επιταγές της. Ταυτοχρόνως, όπως είναι φυσικό, έκαναν την εμφάνισή τους οι αυθεντικοί ερμηνευτές της διαλεκτικής, κάτι σαν ιδιοκτήτες της σκέψης. Αλλά μόλις οι ιδιοκτήτες της σκέψης παρουσιαστούν, όλοι οι άλλοι θεωρούνται σφετεριστές. Ετσι, καταλήγουν τουλάχιστον αλλόκοτες οι θεωρίες που ευαγγελίζονται την απελευθέρωση των ανθρώπων, όταν τους στερούν τη σκέψη, δηλαδή τη μοναδική δύναμη που οι άνθρωποι έχουν στη διάθεσή τους, μόλις επιθυμήσουν να ασκήσουν στην πράξη την ελευθερία τους. Τα πράγματα αποκτούν και την κωμική όψη τους, όταν οι αντίπαλοι της ιδιοκτησίας στη θεωρία είναι οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες της διαλεκτικής.


Δεν θα ήταν σωστό να πιστέψει κανείς ότι η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική στο στρατόπεδο των οπαδών της φιλελεύθερης σκέψης. Ο φιλελεύθερος, πράγματι, δεν έχει κανένα πρόβλημα με την ελεύθερη σκέψη του άλλου, αρκεί η σκέψη αυτή να μας οδηγεί όλους στα συμπεράσματα που ο φιλελεύθερος θεωρεί σωστά. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων απεργιών, για παράδειγμα, οι τιτάνες της σκέψης που είναι οι διανοούμενοι υπουργοί μας, κατέληξαν, ύστερα από εξαντλητική πνευματική προσπάθεια, υποθέτω, στην πρόταση: «Το δικαίωμα του απεργού σταματά εκεί όπου αρχίζει το δικαίωμα του μη απεργού». Είναι προφανές ότι μια τόσο τολμηρή και καινοτόμος σκέψη δεν μπορεί να ασχοληθεί με λεπτομέρειες του τύπου: αλήθεια, πού αρχίζει και πού τελειώνει το δικαίωμα του τραπεζίτη, σε σχέση με το δικαίωμα του ανθρώπου ο οποίος, για να ζήσει, είναι υποχρεωμένος να δανειστεί; Αν επιμείνουμε σε αυτές, θα διαπιστώσουμε χωρίς καθυστέρηση πόσο απάνθρωπα δογματικός μπορεί να γίνει ο φιλελεύθερος όταν διαφωνείς μαζί του.


Η ιδιοκτησία της σκέψης αποκτά ιδιαίτερη σημασία σε χώρες όπου η σκέψη είναι, στο μεγαλύτερο μέρος της, εισαγώγιμο είδος. Στις περιπτώσεις αυτές ο εισαγωγέας είναι υποχρεωμένος να κατοχυρώσει την αποκλειστική διάθεση του προϊόντος του. Αλλοι αναλαμβάνουν τη γερμανική σκέψη, άλλοι την αγγλοσαξονική και άλλοι τη γαλλική. Μεταξύ τους υπάρχουν συγκρούσεις, οι οποίες όμως αφορούν την ποιότητα των προϊόντων. Περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ίσως οι συγκρούσεις μεταξύ εκπροσώπων ομοεθνών στοχαστών: ποιος είναι ο αυθεντικός αντιπρόσωπος του Ντεριντά; Σε ποιον ανήκει η αποκλειστικότητα της σκέψης του Λακάν; Εχει σήμερα σημασία να διεκδικήσει κανείς τον Αλτουσέρ; Οταν μάλιστα η σχέση με τον εισαγόμενο στοχαστή είναι προσωπική, τότε η αποκλειστικότητα πρέπει να κατοχυρωθεί με ένα είδος πατέντας. Δεν χρειάζεται να επιμείνει κανείς στην ευτυχή συγκυρία όπου το προϊόν είναι νεοεισαγόμενος στοχαστής: συνυπολογίζοντας τα έξοδα της αναγκαίας διαφήμισης και αυτοδιαφήμισης, είναι βέβαιον ότι ο αντιπρόσωπος δεν θα βγει χαμένος. Μικρές δικτατορίες του πνεύματος που επιτρέπει η ελεύθερη αγορά της μεγάλης δημοκρατίας που ζούμε.