Σαράντα ένα χρόνια συμπληρώνονται αύριο από τη «νύχτα των συνταγματαρχών». Η υπενθύμιση στην 21η Απριλίου αναγκαία γιατί, όπως χαρακτηριστικά έγραφε το 2001 στο «Βήμα» ο Μάριος Πλωρίτης, οι μαύρες επέτειοι «δεν πρέπει να λησμονιούνται, αλλά αντίθετα να μνημονεύονται, για να μας θυμίζουν πως η επαγρύπνηση και η γνώση των πραγματικών κινδύνων είναι οι ασφαλιστικές δικλίδες για να φράζονται οι δρόμοι στους εθνοκάπηλους, πατριδοκάπηλους, θρησκειοκάπηλους – που δεν μπορούν να επιπλεύσουν παρά μόνο εκμεταλλευόμενοι την ευπιστία, την άγνοια, την αδράνεια, την απροθυμία αντίστασης των πολιτών». Αναμφίβολα στη χώρα μας από τον Ιούλιο του ’74 εγκαθιδρύθηκε μια δημοκρατία η οποία δεν κινδυνεύει από δικτατορίες και πραξικοπήματα, ενώ φαίνεται πως δεν αντιμετωπίζει, πλέον, θεμελιώδη διλήμματα. Προς τούτο στο σημερινό αφιέρωμα επιχειρούμε μιαν αναστροφή, αναζητώντας τις «μαύρες τρύπες» της δημοκρατίας. Μικρές αλλά όχι λιγότερο επαχθείς «δικτατορίες» που εγκαταστάθηκαν στο σώμα της δημοκρατίας καταδυναστεύοντας την καθημερινότητά μας.


To 1952 o γλύπτης Ossip Zadkine φιλοτέχνησε ένα άγαλμα αφιερωμένο στην πόλη του Ρότερνταμ που είχε ανηλεώς βομβαρδισθεί στη διάρκεια του πολέμου. Το γλυπτό που ονομάσθηκε «Μνημείο για μια κατεστραμμένη πόλη» δείχνει ένα καταρρακωμένο άτομο που υψώνει τα χέρια προς τον ουρανό σε στάση σπαραγμού και επίκλησης. Το μπρούντζινο σώμα του είναι βαθιά ακρωτηριασμένο. Από ψηλά στο στήθος ως τις γάμπες που συγκρατούν με αστάθεια το κορμί δεν υπάρχουν ούτε σάρκα ούτε οστά.


Ο καλλιτέχνης μέσα από την εσωτερική διάλυση του σώματος θέλησε να εκφράσει την καταστροφή μιας πόλης, την απόγνωση μιας εποχής. Υπάρχουν όμως και τα σηκωμένα ψηλά χέρια, η ελπίδα δηλαδή για το αύριο που η ρημαγμένη από τον πόλεμο Ευρώπη τολμούσε να αναζητήσει.


Λίγα χρόνια πριν ο Α. Maslow, από τους ιδρυτές της ανθρωπιστικής ψυχολογίας, αποτύπωνε τις ανθρώπινες ανάγκες σε ένα ιεραρχικό σχήμα πυραμίδας. Κοντά στη βάση της πυραμίδας και αμέσως μετά τις πρωταρχικές ανάγκες της τροφής και της στέγης τοποθετούσε την ανάγκη της ασφάλειας. Μια ανάγκη συνυφασμένη με τη σταθερότητα και την ελευθερία από τον φόβο. Μόνο εφόσον πραγματοποιηθεί αυτή η ανάγκη μπορεί το άτομο να αγαπήσει και να αγαπηθεί, να ανήκει, να είναι αποδεκτό από τον περίγυρό του. Η ανάγκη για εκτίμηση και αυτοεκτίμηση ακολουθούν και στην κορυφή της πυραμίδας τοποθέτησε την«αυτoπραγμάτωση», κατάσταση πληρότητας όπου ο άνθρωπος εκπληρώνει όλα εκείνα που θα μπορούσε να γίνει.


Πάνω από μισό αιώνα μετά ο γλύπτης δεν ζει, ούτε ο ψυχολόγος. Αν σήμερα ζούσαν τί μορφή θα είχε το έργο τους; Χάριν του σημερινού αφιερώματος του «Βήματος» φαντασιώνω στη θέση τους την απάντησή τους.


Το άγαλμα θα μπορούσε να στηθεί σε μια οποιαδήποτε δημόσια πλατεία, αρκεί να είχε υψωμένο γύρω του συρματόπλεγμα προστασίας ή να ήταν εγκατεστημένο μέσα σε ένα αλεξίσφαιρο πλεξιγκλάς. Το σώμα θα παρέμενε ακρωτηριασμένο, όμως τα χέρια δεν θα ήσαν υψωμένα αλλά στο πλάι, με πειθαρχία διπλωμένα. Το βλέμμα, όχι στον ουρανό, αλλά χάμω στη γη καρφωμένο. Ενα καχύποπτο βλέμμα που δεν θα περίμενε τίποτε άλλο παρά μόνο την επικύρωση της ασφάλειάς του.


«Μνημείο για μια κατεστραμμένη ζωή» θα ονομαζόταν το νέο άγαλμα και ως υπότιτλο θα είχε χαραγμένη τη φράση «Το εγκώμιο του φόβου».


Οσο δε για την αναβίωση του Μάσλοου, θα γινόταν εδώ μια «μικρή» μετατόπιση. Στη βάση της πυραμίδας η ανάγκη για τροφή και νερό θα είχε αντικατασταθεί από την ανάγκη της ασφάλειας. Και τούτο γιατί σήμερα η ασφάλεια μοιάζει να είναι (μεταφορικά μιλώντας) ακόμη πιο επιτακτική από ό,τι ήταν στην εποχή του Μάσλοου η ανάγκη για τροφή, στέγη και νερό. Δίχως ασφάλεια μοιάζει να μην μπορείς όχι μόνο να αγαπήσεις και να αγαπηθείς, όχι μόνο να μη φτάσεις ποτέ στην αυτο-εκτίμηση και στην (έτσι κι αλλιώς σχεδόν ουτοπική) αυτο-πραγμάτωση αλλά να μην μπορείς καν να επιζήσεις βιολογικά.


Πώς όμως φτάσαμε ως εδώ; Πότε στήθηκε το σκηνικό μιας τέτοιας εποχής;


Μια ημερομηνία ορόσημο: 11 Σεπτεμβρίου 1999. Τότε υποδεχτήκαμε τη νέα χιλιετία. Τη χιλιετία του φόβου.


Από τη Νέα Υόρκη, λίγες ημέρες μετά, οι φίλοι μας η Νένη και ο Στάθης μας στείλανε το παρακάτω σημείωμα: «… είμαστε σε ένα νησί αποκλεισμένο από παντού,…, βρισκόμαστε σε κατάσταση πολιορκίας… downtown είναι εμπόλεμη περιοχή, ανθρώπινα μέλη πεταμένα παντού, ουρλιαχτά, σειρήνες, ό,τι μπορείς να φαντασθείς, uptown, εδώ κοντά μας, βασιλεύει μια εκκωφαντική σιωπή, οι δρόμοι είναι γεμάτοι ανθρώπους που δεν βγάζουν άχνα, οι μόνοι ήχοι είναι οι σειρήνες, οι καμπάνες της εκκλησίας που χτυπούν συνέχεια, τα φάντομ που πετάνε πάνω από το Μανχάταν, κάνοντας περιπολίες. Νιώθω σαν κάτοικος της Βαγδάτης, της δυτικής όχθης, του Σαράγεβο».


«Φοβόμαστε»!


Η σκοτεινή αυλαία του 21ου αιώνα που άνοιξε τότε στην Αμερική, εγκαινίασε τη δικτατορία του φόβου.


Τρομοκράτες κατά παραγγελία και κατά ιδεολογία· ευκίνητοι, χωρίς πατρίδα και σημαία, υπερεθνικοί ή εσωεθνικοί. Πυρηνικές βόμβες τσέπης, όπλα με υπερήχους, που τυφλώνουν, όπλα τετάρτης, πέμπτης, έκτης… γενιάς. Η αόρατη απειλή. Σενάρια τρομολαγνείας. Μια καθημερινή συνομιλία με τον θάνατο. Κρυφές κάμερες παντού. Επινόηση απίθανων σεναρίων μιας δήθεν προστασίας. Οσο περισσότερο όμως προστατεύεσαι τόσο ανίσχυρος νιώθεις καθώς εγκλωβίζεσαι στην παγίδα του «never enough».


Πώς – έτσι – να ζήσεις;


Ο φόβος ρίζωσε. Και απλώνεται σε οτιδήποτε μυρίζει «ξένο» και «απελπισμένο». Η διαφορετικότητα συνδέεται με την επικινδυνότητα και η κατασταλτική λειτουργία της έννομης τάξης λειτουργεί σαν σωσίβιο σε θάλασσα μανιασμένη. Η τρομοκρατία πέτυχε έναν σίγουρο και πανίσχυρο σύμμαχο: την ψυχολογική τρομοκρατία.


Μέσα από τον δίαυλο του φόβου συντελείται επιτυχώς το πέρασμα από τη λογική στην παράνοια. Ενα πέρασμα που ευνοεί, όπως θα έλεγε ο Σιοράν, τις ιδεολογίες, τις θεωρίες και τις αιμοσταγείς φάρσες. Να θυμίσουμε εδώ ότι στη Βουλή των Αντιπροσώπων μία και μόνο μία φωνή, της Δημοκρατικής Μπάρμπαρα Λι, έναντι τετρακοσίων είκοσι(!), υποστήριξε ότι «η στρατιωτική δράση δεν θα εμποδίσει να διαπραχθούν και άλλες πράξεις διεθνούς τρομοκρατίας κατά των Ηνωμένων Πολιτειών».


Στο όνομα του φόβου θα συντελεσθούν όλα τα δεινά της επόμενης ημέρας. Είμαστε ήδη στην επόμενη ημέρα.


Στο όνομα του φόβου ο άνθρωπος συρρικνώνεται. Υψώνει τείχη ψευδο-προστασίας και αμπαρώνεται σε ένα κελί. Οτιδήποτε ξεφεύγει είναι επικίνδυνο.


Στο όνομα του φόβου οι πεινασμένοι και οι εξαθλιωμένοι ζουν υπό τη συνεχή απειλή μιας φυσικής πλέον εξόντωσης. Φοβούνται πως αύριο θα ξυπνήσουν και θα είναι νεκροί. Νεκρός είναι το αμέσως επόμενο στάδιο.


Στο όνομα του φόβου το «εμείς» αναγορεύεται σε υπέρτατη αξία και το «οι άλλοι» σε θανάσιμη απειλή.


Στο όνομα του φόβου οι αποχρώσεις χάνονται και ο κόσμος χωρίζεται σε απόλυτα καλά και απόλυτα κακά αντικείμενα. Η μισαλλοδοξία και το μίσος κατακλύζουν τον ψυχισμό. Ο άνθρωπος καταστρέφει για να μην καταστραφεί.


Στο όνομα του φόβου γίνεσαι μικρό παιδί Παλινδρομείς. Γυρνάς πίσω σε μακρινές εποχές. Τότε που η σκέψη σου ήταν παντοδύναμη. Αρκεί να επιθυμούσες κάτι για να πιστέψεις ότι θα γίνει. Γίνεσαι σαν εκείνο το μικρό παιδί που, τρέμοντας τα φαντάσματα, σκεπαζόταν με ένα σεντόνι και έκανε το φάντασμα για να καταπολεμήσει τον φόβο του.


Το μόνο που θες είναι αυτό που ανέκαθεν μυστικά επιθυμούσες. Να μην πεθάνεις ποτέ. Ολα όμως γύρω σου για θάνατο μιλούν. Και από εδώ είναι που ο φόβος αντλεί την πανίσχυρη δύναμή του. Το μόνο αντίδοτο στον φόβο είναι ο ίδιος ο φόβος. Η επίκληση του αφανισμού που επιφέρει η κυριαρχία του.


Η κυρία Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.