Φαίνεται ότι εμπιστευόμαστε ευκολότερα μια «γραμμική» αποτύπωση της ιστορίας των ιδεών. Μια τέτοια παράσταση, που καταγράφει την «ομαλή» ή «συνήθη» πορεία από το άλφα στο σίγμα ή, πολύ περισσότερο, στο ωμέγα αποφεύγει τους σκοπέλους που επιφυλάσσουν οι «τομές» και οι «ρήξεις» ή έστω τα «απρόοπτα» και οι βραχύβιες «παρεκκλίσεις». Δηλαδή δεν υπολογίζεται ένα σύνολο κρίσιμων επιλογών, στις οποίες ωθείται σειρά διανοουμένων, με ιδιαίτερο εκθέτη κάθε φορά, άσχετα από την κατοπινή απόπειρα αποσιώπησης ή διόγκωσης της σημασίας τέτοιων περιόδων για τη συνολική επακρίβωση της σταδιοδρομίας τους. Θα σχολιάσω εδώ δύο περιπτώσεις, τον «ύστερο» Σικελιανό και τον «πρώιμο» Καρύδη, δηλαδή μια περισσότερο γνωστή υπόθεση και μια εντελώς αγνοημένη.


Στην ύστερη φάση της πνευματικής πορείας του Σικελιανού δεν υπονοείται ότι έχουν εγκαταλειφθεί οι αποσκευές της προηγούμενης θητείας, κυρίως σε ό,τι αφορά την κατάφαση της ποιητικής δημιουργίας ως πρωτοπορίας και την κριτική του δυτικού πολιτισμού. Η «πνευματική ηγετική πρωτοπορία» αποτιμάται βέβαια ως «όργανο της ιστορικής προαγωγής» του ελληνικού λαού «προς τους νέους του φωτεινούς προορισμούς», ενώ ως προς την ιδιοσυστασία του πολιτισμού της Δύσης εξακολουθεί να ισχύει η επισήμανση της «εγωιστικής και συμφεροντολογικής Αρχής», ο Καθολικισμός να ξεχωρίζει απόλυτα από την Ορθοδοξία και μάλιστα να χρεώνεται την «τερατογονία» του φασισμού, από την οποία όμως έχει εκλείψει πια ο κίνδυνος να «φραγκέψει» ο ελληνικός λαός.


Ο Σικελιανός στα Ελεύθερα Γράμματα διαβεβαιώνει ότι τα «πνευματικά άτομα» και ο «λαός» προχωρούν «αχώριστα μαζί», ενώ ανάμεσά τους συνωθείται η «φοβερή τάξη των «διανοουμένων»». Πρόκειται για τους «παραδοσιακούς διανοούμενους» που βρίσκουν καταφύγιο «στα βιβλία, στις θεωρίες, στα θλιμμένα απομεινάρια κάποιων ένδοξων σπιτιών που δεν εγκρεμίστηκαν εντελώς ακόμα, στη διατύπωση ευχών, σχεδίων, συνταγών, ελπίδων. Το πνεύμα της συνοχής τους λείπει, η οργανική παράδοση πολύ περισσότερον ακόμα». Μια εικοσαετία νωρίτερα ο Σικελιανός, εγκαινιάζοντας τις δελφικές γιορτές, έψεγε τους «διανοητικούς μετανάστες» και τους «μετριοκράτες», τους πρώτους για τη «χρυσή οδοντοστοιχία των ξένων θεωριών που τους βοηθούσε οπωσδήποτε στο να μασάν» και τους δεύτερους για τον εφησυχασμό σε μια «σπιτική πολιτική», ενώ κατά την υπεράσπιση της «Δελφικής Προσπάθειας» θα ξιφουλκήσει εναντίον των «αυτοκαλούμενων «διανοουμένων» που πότε αναζητούν καταφύγιο «εις μόνα τα βιβλία» και πότε προσαρτώνται «εις τας τρέχουσας θεωρίας», αρκούμενοι σε «συνταγάς, ευχάς, ελπίδας»». Τη σειρά πάντως αυτών των εκτιμήσεων διατρέχει ένας κυμαινόμενος τόνος πρωτοπορίας που φαίνεται να επιτρέπει στους «εκλεκτούς» να αντιμάχονται με την ιστορία ως «διαρκές και πάντοτε αυξανόμενο παρόν».


Τώρα όμως που συνειδητοποιείται η «προκάτοχη κριτική ανεπάρκεια» στην αντιμετώπιση των «ιστορικών προβλημάτων» και συνάμα καταυγάζεται ο πλούτος της «κοινωνικής αισθαντικότητας» θα στοιχηθεί ο ποιητής με όσους συγκλονίζονται από την «ιερή δημιουργική Αγωνία» για την εξασφάλιση των «πολιτειακών εκείνων προϋποθέσεων» που θα καταστήσουν εφικτό το «Σχέδιο» ανασύνταξης της χώρας. Κατά την ώρα της Απελευθέρωσης ο Σικελιανός διέκρινε ότι έφτασε η ώρα για την υπογραφή του «νέου Συμβόλαιου με την Ιστορία», για το οποίο πίεζε η «νέα λαϊκή μας θέληση» με φλάμπουρο τις αρχές της «Ισότητας και της Δικαιοσύνης», ή ευκρινέστερα, μιας «υπεύθυνης κι ουσιαστικής Λαοκρατίας». Σ’ αυτό το προσκλητήριο επιτυγχάνεται μια διαφορετική συζυγία «πνευματικών ατόμων» και «λαού» με ενιαίο πεδίο δράσης τη μόνη ιστορία, την «κοινωνική», και με γνώμονα το «κοσμοθεωρητικό κριτήριο» του Μαρξισμού, του οποίου η «δυναμικότητά του σφύζει ξέχειλη ολοένα μες στις αρτηρίες ολόκληρης της σύγχρονής μας Ιστορίας» χωρίς ωστόσο να αποκλείει τη δυνατότητα να ολισθήσει σε «θεοποιημένο, απολυτοποιημένο Γράμμα και Δόγμα».


Στα Ελεύθερα Γράμματα, που εμφανίσθηκαν τον Μάιο του 1945 με την πρόθεση να αγωνισθούν για την εγκαθίδρυση της «προοδευτικής και ολοκληρωμένης δημοκρατίας», συνεχίζοντας τη συσπείρωση των λογοτεχνών της ευρύτερης Αριστεράς που είχαν γαλουχηθεί στο πνεύμα και στη δράση της εαμικής Αντίστασης, ο Νίκος Καρύδης δημοσιεύει συνήθως βιβλιοκριτικά κείμενα. Για παράδειγμα παρουσιάζει την Προδομένη Γαλλία του Θράσου Καστανάκη, ενώ με αφορμή το μελέτημα του Ελύτη για την ποίηση του Lorca επιτίθεται κατευθείαν στον Ελύτη, γιατί δεν απέκτησε το ίδιο «βιωματικό αντίκρισμα» με τον Ισπανό ομότεχνό του, εφόσον δεν συμμετείχε στην Αντίσταση. Οι κατοπινές σχέσεις εκδότη και ποιητή είναι μάλλον γνωστές, σε οικείους και μη…


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.