Οπως έχω υποστηρίξει πολλές φορές από αυτές τις στήλες, η κοινωνία πολιτών είναι μια έννοια που παίζει κεντρικό ρόλο σήμερα και στο επίπεδο της πολιτικής πρακτικής και σε αυτό του θεωρητικού λόγου. Και στα δύο επίπεδα υπάρχουν και οι ένθερμοι υποστηρικτές της αλλά και οι μαχητικοί επικριτές της. Αυτό που κάνει συνήθως τη διαμάχη νεφελώδη είναι πως ο όρος κοινωνία πολιτών (ΚΠ), όπως σχεδόν όλες οι βασικές έννοιες στις κοινωνικές επιστήμες, είναι πολυσημικός. Ο όρος δηλαδή έχει διαφορετικό νόημα ανάλογα με το θεωρητικό και ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσεται. Από αυτή τη σκοπιά μπορεί κανείς να ξεχωρίσει τρεις βασικές εκδοχές του όρου.


Πρώτον, η μαρξιστική εκδοχή. Αυτή συνδέεται με έναν προβληματισμό πάνω στη σχέση του κράτους με τις κοινωνικές τάξεις, με τα οικονομικά συμφέροντα. Ετσι, όταν ο Μαρξ υποστηρίζει πως το κράτος στον καπιταλισμό είναι εργαλείο της άρχουσας τάξης, η τελευταία αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο στον χώρο της ΚΠ.


Ενας δεύτερος βασικός ορισμός της ΚΠ εστιάζεται λιγότερο στη σχέση κράτος – οικονομία και περισσότερο στη σχέση κυβερνώντων – κυβερνωμένων. Από αυτή τη σκοπιά ο όρος αναφέρεται στα «ενδιάμεσα στρώματα» μεταξύ πολιτικών ελίτ και λαού (Τοκβίλ). Οταν η ΚΠ είναι ισχυρή, λειτουργεί από τη μία μεριά σαν αντίβαρο στον αυταρχισμό και την αυθαιρεσία των πολιτικών, ενώ από την άλλη προστατεύει τις πολιτικές ελίτ από λαϊκιστικές πιέσεις από κάτω (Kornhauser). Για παράδειγμα, πολλοί στοχαστές (από τον Μ. Weber μέχρι τον Μ. Mann) έχουν δείξει πως οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί λειτουργούν πολύ πιο δημοκρατικά στη Δύση επειδή τα δυτικά κράτη-έθνη, από πολύ νωρίς, ανέπτυξαν ισχυρά ενδιάμεσα στρώματα (δηλαδή μια ισχυρή κοινωνία πολιτών) μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων.


Τέλος, ένας τρίτος ορισμός, ο κυρίαρχος σήμερα, βλέπει την ΚΠ σαν έναν τρίτο χώρο μεταξύ κράτους και αγοράς. Αυτός ο χώρος, δυνητικά τουλάχιστον, δεν βασίζεται ούτε στην κομματικοκρατική λογική ούτε σε αυτήν της αγοράς (για την πιο θεωρητικά επεξεργασμένη ανάπτυξη αυτής της τρίτης εκδοχής βλ. το κλασικό έργο των Α. Arato και J. Cohen).


Τρεις είναι οι βασικές ενστάσεις εναντίον της ΚΠ.


Η πρώτη και η πιο βασική χρησιμοποιεί τον μαρξιστικό ορισμό του όρου: ως κάθε μόρφωμα μη κρατικό. Ετσι τα οικονομικά συμφέροντα είναι το κύριο στοιχείο στον χώρο της ΚΠ. Με βάση αυτόν τον ορισμό οι επικριτές της έννοιας βλέπουν τη σημερινή ευρεία αποδοχή του όρου σαν μια «μόδα» ή μάλλον σαν μια ιδεολογία, μια νεοφιλελεύθερη στρατηγική που προσπαθεί να συρρικνώσει το κράτος (ιδίως το κοινωνικό κράτος) και να περάσει πολλές από τις λειτουργίες του από τον δημόσιο στον ιδιωτικό χώρο. Με άλλα λόγια, η ανάπτυξη της ΚΠ, σαν ιδέα και σαν πρακτική, νομιμοποιεί τη βαρβαρότητα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και αμβλύνει την ταξική πάλη.


Η παραπάνω κριτική όμως απλά αγνοεί πως και στο επίπεδο του θεωρητικού λόγου και σε αυτό της πολιτικής πρακτικής η ΚΠ σήμερα εννοιολογείται όχι σαν ένας χώρος που εμπεριέχει την αγορά αλλά, όπως ήδη ελέχθη, σαν ένας τρίτος χώρος που αντιδρά και στα δημοκρατικά ελλείμματα του κομματικοκρατικού συστήματος και στη νεοφιλελεύθερη απορρύθμιση της αγοράς. Για να δώσω ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, οι διάφορες ΜΚΟ που ασχολούνται με τα ανθρώπινα δικαιώματα ή με τη διαφάνεια δεν θέλουν, όπως οι ζηλωτές του νεοφιλελευθερισμού, λιγότερο κράτος αλλά ένα κράτος πιο δημοκρατικό και λιγότερο διεφθαρμένο. Δεύτερο παράδειγμα, οι περιβαλλοντικές ΜΚΟ δεν προσπαθούν να αποσπάσουν από το κράτος την ευθύνη για την προστασία του περιβάλλοντος. Αντίθετα, προσπαθούν να πιέσουν την εκάστοτε κυβέρνηση να παρέμβει πιο δυναμικά στον χώρο της περιβαλλοντικής προστασίας.


Από την άλλη μεριά οι ΜΚΟ που έχουν σαν στόχο την προστασία των καταναλωτών από τις μονοπωλιακές πρακτικές των επιχειρήσεων δεν είναι «όργανα του κεφαλαίου». Αντίθετα, (όπως το κίνημα του Nader στις ΗΠΑ) αποτελούν έναν πόλο κριτικής και μαχητικής κινητοποίησης εναντίον της κερδοσκοπίας και της εκμετάλλευσης των καταναλωτών. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε πως τα νέα κινήματα τύπου Σιάτλ και Γένοβας, κινήματα που έχουν μεγάλη απήχηση στη νέα γενιά, είτε είναι ευθέως αντικαπιταλιστικά είτε είναι εναντίον του «καπιταλισμού καζίνο».


Αν έτσι έχουν τα πράγματα, από μια δημοκρατική προοπτική, τα πολιτικά κόμματα και τα συνδικάτα, που οι απλοί πολίτες όλο και περισσότερο απαξιώνουν, πρέπει να προσπαθήσουν όχι να «καπελώσουν» αλλά να συνεργαστούν επί ίσοις όροις με τις νέες δυνάμεις που αναδύονται στον χώρο της ΚΠ (ΜΚΟ, νέα κινήματα, δίκτυα κτλ.). Μόνο έτσι θα μπορέσουν να αναζωογονήσουν τις απαρχαιωμένες δομές και νοοτροπίες τους.


Με βάση τα παραπάνω γίνεται προφανές πως η ΚΠ σαν τρίτος χώρος με κανέναν τρόπο δεν λειτουργεί σαν εναλλακτική εξουσία εναντίον αυτής του κράτους. Λειτουργεί κυρίως σαν μια δύναμη που προσπαθεί να καταστήσει το κράτος πιο περιβαλλοντικά υπεύθυνο, τα κόμματα λιγότερο πελατειακά και τη δημόσια διοίκηση λιγότερο διεφθαρμένη. Τίποτε από τα παραπάνω δεν οδηγούν σε κρατική συρρίκνωση.


Η σκοτεινή πλευρά


Μια δεύτερη επιχειρηματολογία εναντίον της ΚΠ είναι πως οι θαυμαστές της την εξιδανικεύουν. Δεν λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους πως ο χώρος της ΚΠ, ακόμη και όταν δεν συμπεριλάβουμε σε αυτόν την αγορά, εμπεριέχει οργανώσεις που κάθε άλλο παρά δημοκρατικές, ανθρωπιστικές αξίες προωθούν. Για παράδειγμα, οργανώσεις όπως η Χρυσή Αυγή μπορεί να μην αντιπροσωπεύουν καπιταλιστικά συμφέροντα, αλλά προωθούν ρατσιστικές αξίες και νοοτροπίες. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η ΚΠ σαν μια κανονιστική κατηγορία, σαν ένα ουτοπικό όραμα για τη σταδιακή πραγμάτωση του οποίου πρέπει ο πολίτης να μάχεται, αφήνει έξω τη σκοτεινή πλευρά της. Από την άλλη μεριά όταν περνάμε από το κανονιστικό/ουτοπικό στο πραγματικό/συγκεκριμένο δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς πως η ΚΠ, σαν τρίτος χώρος, εμπεριέχει και ΜΚΟ με καθολικές, ανθρωπιστικές αξίες αλλά και ΜΚΟ με επιμεριστικά, αυταρχικά, αντικοινωνικά χαρακτηριστικά. Αλλά σε αυτή την περίπτωση το διακύβευμα δεν είναι η απόρριψη/απαξίωση της ΚΠ στο σύνολό της. Το διακύβευμα είναι να βρεθούν τρόποι ενδυνάμωσης των οργανώσεων και κινημάτων που έχουν δημοκρατικά, ανθρωπιστικά χαρακτηριστικά. Οπως η ύπαρξη ρατσιστικών κομμάτων στον πολιτικό χώρο δεν πρέπει να οδηγήσει στην απαξίωση του κοινοβουλευτισμού, έτσι και στον χώρο της ΚΠ η ύπαρξη ΜΚΟ με επιμεριστικούς, εγωιστικά τοπικιστικούς και ξενοφοβικούς προσανατολισμούς δεν πρέπει να οδηγήσει στην απαξίωση της ΚΠ.


Δημοκρατική νομιμοποίηση


Μια τρίτη ένσταση εναντίον της ΚΠ είναι πως οι ΜΚΟ, ακόμα και όταν λειτουργούν δημοκρατικά στο εσωτερικό τους, έχουν ηγέτες που δεν εκλέγονται από τον λαό. Από αυτή την άποψη, δεν εκπροσωπούν κανέναν εκτός από τον εαυτό τους. Αυτό είναι μεν σωστό, αλλά κανείς σοβαρός αναλυτής των δημοκρατικών θεσμών δεν πρεσβεύει πως ο μόνος τρόπος συμμετοχής στις πολιτικές διαδικασίες πρέπει να είναι αποκλειστικά μέσω των κομμάτων ή μέσω δημοψηφισμάτων. Μόνο ο ημιφασιστικός κορπορατισμός τύπου Φράνκο και Σαλαζάρ αποκλείει από τον πολιτικό χώρο κάθε οργάνωση που προσπαθεί να δράσει αυτόνομα, εκτός του κορπορατιστικού συστήματος.


Επιπλέον, αν κοιτάξει κανείς το παραπάνω πρόβλημα από μια μακρο-ιστορική και συγκριτική σκοπιά, είναι τα έθνη-κράτη που είχαν μια ισχυρή ΚΠ (όχι με τη μαρξιστική αλλά με την τοκβιλιανή έννοια του όρου) που ανέπτυξαν γερά ριζωμένους κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Από την άλλη μεριά, εθνικά κράτη που αναδύθηκαν μέσα από την κατάρρευση δεσποτικών πολιτικών σχηματισμών, σχηματισμών όπου η κοινωνία πολιτών είναι αδύνατη – όπου δηλαδή δεν υπάρχουν ισχυρά, αυτόνομα στρώματα μεταξύ του «δεσπότη» (σουλτάνου, τσάρου κτλ.) και του λαού – που χαρακτηρίζονται από σαθρούς δημοκρατικούς θεσμούς. Και είναι ακριβώς σε τέτοιες περιπτώσεις (στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η χώρα μας) που η ισχυροποίηση της ΚΠ μπορεί να αμβλύνει τα ελλείμματα του δημοκρατικού πολιτεύματος.


Συμπέρασμα


Η ΚΠ δεν αποτελεί μαγική φόρμουλα, ικανή να λύσει όλα τα προβλήματα των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών. Αποτελεί όμως έναν χώρο ικανό να αμβλύνει τον αυταρχισμό και τη διαφθορά του κομματικοκρατικού συστήματος από τη μία μεριά και την αρπακτικότητα και ασυδοσία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού από την άλλη. Επιπλέον, σαν αναλυτική κατηγορία, ήδη από τον 19ο αιώνα η έννοια της ΚΠ αποτελούσε – και εξακολουθεί να αποτελεί – ένα χρήσιμο εργαλείο στη μελέτη της συγκρότησης, αναπαραγωγής και μετασχηματισμού των δημοκρατικών θεσμών.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στην LSE.