Στην κοινοβουλευτική δημοκρατία η εξουσία είναι μοιρασμένη. Το μεγαλύτερο μέρος της το έχει φυσικά η κυβέρνηση, η οποία ελέγχει τα υπουργεία, εφόσον απολαμβάνει πλειοψηφία στην Βουλή. Και η αντιπολίτευση όμως έχει κάποια εξουσία, αφού μπορεί να παίρνει τον λόγο και να ασκεί όποια κριτική θέλει. Οι κρατούντες λογοδοτούν προσωπικώς μέσα στην αίθουσα του Κοινοβουλίου ενώ η κριτική και η απάντηση δημοσιεύονται στον Τύπο και στην τηλεόραση.


Η σοφία του κοινοβουλευτικού συστήματος βρίσκεται ακριβώς σε αυτήν τη διπλή λογοδοσία της εξουσίας, τη μυστική και τη δημόσια. Ο μυστικός έλεγχος είναι η περιοδική δοκιμασία των εκλογών. Ο δημόσιος είναι η διαρκής και προσωπική δοκιμασία των κρατούντων μέσα στον δημόσιο χώρο της Βουλής, ενώπιον όλων των συμμετεχόντων στην εξουσία.


Και στις δύο μεθόδους λογοδοσίας βοηθά το οργανωμένο κόμμα. Στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, σε αντίθεση με το προεδρικό, κανείς δεν μπορεί να εκλεγεί ή να κυβερνήσει μόνος του. Ούτε και μπορεί να επιχειρηματολογήσει αποτελεσματικά μέσα στη Βουλή. Η ακριβής πληροφόρηση, η ενημέρωση για τις κοινοβουλευτικές πρακτικές και παραδόσεις απαιτούν συλλογική μνήμη και συνεργασία.


* Κόμμα και ηγεσία


Οι ώριμες δημοκρατίες έχουν ιστορικά κόμματα, τα οποία είναι τμήματα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Η μακροχρόνια ιστορία του Συντηρητικού Κόμματος στη Βρετανία (περίπου από το 1780) αλλά και η πιο σύντομη ιστορία του Εργατικού Κόμματος (ιδρυθέντος μόλις το 1900) βασίζονται στο έργο τους ως εξαιρετικών ερευνητικών και διοικητικών κέντρων. Και εδώ ξεκινάει η κρίση ηγεσίας της σημερινής αντιπολίτευσης αλλά και της κυβέρνησης (κομμάτων που έχουν μόνο τρεις δεκαετίες ιστορία).


Το ΠαΣοΚ δυστυχώς ποτέ δεν υπήρξε κόμμα με σοβαρή υποδομή ή σοβαρή καλλιέργεια πολιτικής σκέψης. Από τα ιδρυτικά στελέχη του ξεχωριστή θέση είχε πάντα ο Ανδρέας Παπανδρέου. Τα διάφορα σχήματα που δημιούργησε ως δεξαμενές σκέψης ποτέ δεν έπαιξαν σοβαρά τον ρόλο τους. Τα συνέδριά του ήταν και παραμένουν πεδία αναμέτρησης προσωπικών φιλοδοξιών και συσχετισμών.


Η κυβέρνηση Σημίτη ήταν η εξαίρεση στον κανόνα. Αλλά τα εξαιρετικά στελέχη που εργάστηκαν στην κυβέρνηση της περιόδου Σημίτη ήταν περισσότερο παράγωγα της προσωπικότητας του τότε πρωθυπουργού και της έλξης που ασκούσε σε επιτυχημένους ανθρώπους οι οποίοι άφησαν τις καριέρες τους για δημόσιες θέσεις (Διαμαντούρος, Καρατζάς, Γιαννίτσης, Παπαδήμος, Ροζάκης κ.ά.), παρά αποτέλεσμα του έργου του ΠαΣοΚ ως κόμματος. Μετά την αλλαγή ηγεσίας στο ΠαΣοΚ επιστρέψαμε στην προ του 1996 κατάσταση.


Το ίδιο πρόβλημα έχει και η Νέα Δημοκρατία. Το πρόβλημα εδώ είναι κατά κύριο λόγο ο ασυγκράτητος νεποτισμός των οικογενειών που συναποτελούν τον ηγετικό πυρήνα του κόμματος και η έλλειψη επαγγελματισμού τους. Παρά τις καλές προθέσεις και τις φωτεινές εξαιρέσεις, το έλλειμμα σχεδιασμού, γνώσεων και διοικητικής εμπειρίας φαίνεται δυστυχώς κάθε μέρα στη διακυβέρνηση της χώρας (πρόβλημα που ανέδειξε ανάγλυφα η τραγική ιστορία του Χρήστου Ζαχόπουλου).


* Θα επιβιώσει το ΠαΣοΚ;


Η εκλογή αρχηγού είναι πάντα μια στιγμή κρίσης. Στα ισχυρά και καλά οργανωμένα κόμματα όμως η αλλαγή ηγεσίας δεν αλλάζει τον κορμό και την κουλτούρα του οργανισμού στο σύνολό του. Το Συντηρητικό Κόμμα, για παράδειγμα, έχει αλλάξει αρχηγό τέσσερις φορές τα τελευταία έντεκα χρόνια, αλλά ο χαρακτήρας του δεν αμφισβητείται. Το Εργατικό Κόμμα άλλαξε αρχηγό πέρυσι το καλοκαίρι, και παραμένει ακριβώς το ίδιο.


Στην περίπτωση του ΠαΣοΚ όμως η εκλογή αρχηγού σήμαινε κάτι πολύ σημαντικότερο. Επειδή το κόμμα δεν έχει σημαντικό κορμό, ο ηγέτης του έχει δυσανάλογη εξουσία. Ο ηγέτης καθορίζει το κόμμα. Στη διαμάχη Παπανδρέου και Βενιζέλου οι δύο διεκδικητές της προσωπικής αυτής υπερεξουσίας ξέχασαν ότι ανήκουν στο ίδιο κόμμα. Η απογοήτευση του εκλογικού σώματος για την ανευθυνότητα της ηγεσίας του ΠαΣοΚ φαίνεται τώρα στις δημοσκοπήσεις.


Το κοινοβουλευτικό πολίτευμα χρειάζεται δύο κύρια κόμματα που να εναλλάσσονται στην εξουσία και να βελτιώνουν το ένα το άλλο. Το ΠαΣοΚ θα συνεχίσει να παίζει το ρόλο αυτό μόνο αν οι εκλογείς συνεχίσουν να το βλέπουν ως σοβαρό και υπεύθυνο διεκδικητή της εξουσίας. Για να το πετύχει, θα πρέπει να κτίσει έναν κορμό έρευνας, γνώσης και διοικητικής ικανότητας που θα στηρίζει και θα συμβουλεύει τον αρχηγό, όποιος και αν είναι αυτός. Το ίδιο οφείλει να κάνει και η Νέα Δημοκρατία.


Η επιβίωσή τους ως κομμάτων εξουσίας εξαρτάται από το αν θα γίνουν λιγότερο αρχηγικά, πιο επαγγελματικά και πιο κοινοβουλευτικά. Νομίζω ότι οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι σε αυτό το θέμα το εκλογικό σώμα είναι πολύ πιο μπροστά από τους πολιτικούς μας.


Ο κ. Παύλος Ελευθεριάδης διδάσκει στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.