Στο πλαίσιο τού έτους τού διαπολιτισμικού διαλόγου που είναι το 2008 για την Ευρώπη υποβλήθηκε για την προσεχή Συνάντηση των Υπουργών Πολιτισμού ένα πολύ σημαντικό πόρισμα «Ομάδας Διανοουμένων για τον Διαπολιτισμικό Διάλογο» που συγκροτήθηκε από τον Πρόεδρο τής Ευρωπαϊκής Επιτροπής José Barroso και τον Ρουμάνο επίτροπο Leonard Orban, αρμόδιο για την πολυγλωσσία. Αντικείμενο τού πορίσματος υπήρξε η διατήρηση και προαγωγή τής γλωσσικής πολυμορφίας σε σχέση με τον πολιτισμό τής Ευρώπης. Το πόρισμα τής Επιτροπής φέρει τον τίτλο «Μια θετική πρόκληση» (Α rewarding challenge) και τον χαρακτηριστικό υπότιτλο «Πώς η πολυγλωσσία (multiplicity of languages) μπορεί να ενδυναμώσει την Ευρώπη».


Η Ομάδα των Ευρωπαίων Διανοουμένων, χωρίς να παραγνωρίζει τα πρακτικά εμπόδια που προκαλεί η γλωσσική πολλαπλότητα στην Ευρώπη («επιβαρύνει τη λειτουργία των ευρωπαϊκών οργάνων και έχει κόστος από άποψη χρήματος και χρόνου») και χωρίς να υποτιμά τον πειρασμό «να αφήσουμε να παγιωθεί μια εκ των πραγμάτων κατάσταση όπου μία μόνον γλώσσα, τα Αγγλικά, θα αποκτούσε υπεροχή στις εργασίες των Ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, ενώ δύο ή τρεις άλλες γλώσσες θα κατάφερναν να διατηρήσουν για λίγο καιρό ακόμα μια φθίνουσα παρουσία», διατυπώνει συγκεκριμένες θέσεις και πρακτικές προτάσεις.


* Το στοίχημα της πολυγλωσσίας


Η βασική θέση που υποστηρίζεται είναι ότι «ο σεβασμός τής γλωσσικής μας πολυμορφίας […] είναι το ίδιο το θεμέλιο τής ευρωπαϊκής ιδέας, έτσι όπως αναδύθηκε από τα ερείπια των συγκρούσεων που σημάδεψαν τον 19ο και το α´ ήμισυ τού 20ού αιώνα. Εφόσον τα ευρωπαϊκά έθνη οικοδομήθηκαν με θεμέλιο τη γλώσσα που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος τής ταυτότητάς τους, η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν μπορεί παρά να θεμελιωθεί στη γλωσσική της πολυμορφία». Και το πιο σημαντικό: «Πιστεύουμε ότι προσεγγίζοντας [η Ευρώπη] σε βάθος τη γλωσσική πολυμορφία της, μπορεί να προσεγγίσει το ευαίσθητο θέμα τής ταυτότητάς της με έναν όσο το δυνατόν πιο εποικοδομητικό, πιο ψύχραιμο και πιο υγιή τρόπο».


Πώς όμως μπορεί να επιτευχθεί στην πράξη η πολυγλωσσία; Η ομάδα των Διανοουμένων, έχοντας συνείδηση ότι επιδιώκει έναν πολύ φιλόδοξο στόχο, προσπαθεί να αντιμετωπίσει το θέμα ρεαλιστικά και πρακτικά. Προτείνει να καθιερωθεί στις διμερείς σχέσεις των Ευρωπαίων η χρήση κατά προτεραιότητα των δύο γλωσσών των αντιστοίχων λαών «και όχι μια τρίτη γλώσσα». Αυτό θα οδηγήσει να υπάρχουν σε κάθε χώρα τής Ευρώπης καλοί γνώστες των διαφόρων ευρωπαϊκών γλωσσών σε αρκετά μεγάλο αριθμό «ώστε να μπορούν να ασχοληθούν με όλες τις πτυχές – οικονομικές, πολιτικές, πολιτιστικές κ.τ.λ. των διμερών σχέσεων ανάμεσα στις δύο ενδιαφερόμενες χώρες». Αυτό πάλι προϋποθέτει ότι σε κάθε χώρα θα προωθηθεί η έννοια τής προσωπικής γλωσσικής επιλογής (personal adoptive language). Συγκεκριμένα «κάθε Ευρωπαίος θα ενθαρρύνεται να επιλέξει ελεύθερα μια συγκεκριμένη γλώσσα, διαφορετική από την εθνική του γλώσσα, αλλά και από τη γλώσσα που χρησιμοποιεί για τη διεθνή επικοινωνία» (δηλ. διαφορετική από την Αγγλική κυρίως που χρησιμοποιείται ευρύτερα ως lingua franca, ως γλώσσα πρακτικής επικοινωνίας). Τη γλώσσα επιλογής θα πρέπει να τού δοθεί η δυνατότητα να την μάθει τόσο καλά, ώστε να του χρησιμεύει – έτσι ορίζεται – ως «μια δεύτερη μητρική γλώσσα».


* Εργαλείο ανταγωνισμού



Οπως γίνεται φανερό, με την καθιέρωση των γλωσσών επιλογήςεφόσον υιοθετηθεί, ενισχυθεί και επικρατήσει διευρύνεται αυτομάτως ο αριθμός των γλωσσών που θα χρησιμοποιούνται στην επικοινωνία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εξαλείφεται αυτομάτως και η χρήση μιας γλώσσας ως γλώσσας διεθνούς επικοινωνίας. Αυτό που θα συμβεί σταδιακώς είναι ότι θα μειωθεί η ανάγκη για αποκλειστική χρήση μίας και μόνο διεθνούς γλώσσας, αφού η συνεννόηση θα μπορεί να αναβαθμιστεί σε βαθύτερη κατανόηση από την επικοινωνία λ.χ. ενός Ελληνα κι ενός Πορτογάλου όχι σε μια ξένη και για τους δύο γλώσσα, την Αγγλική λ.χ., αλλά σε μία από τις δύο γλώσσες τους είτε ως εθνικής είτε ως γλώσσας προσωπικής επιλογής για ομάδες Ελλήνων ή Πορτογάλων που θα έχουν κάνει αντίστοιχες επιλογές (ο Ελληνας τής Πορτογαλικής ή ο Πορτογάλος τής Ελληνικής).


Βεβαίως αυτό προϋποθέτει ότι θα πρέπει να παρασχεθούν οι δυνατότητες εκμάθησης των γλωσσών προσωπικής επιλογής στις διάφορες χώρες και να ενθαρρυνθούν νέοι κυρίως άνθρωποι να τις μάθουν. Αυτό πάλι, με τη σειρά του, οδηγεί σε μια καλλιέργεια τής πολυγλωσσίας στην πράξη. Κάποια σχολεία, κάποια Πανεπιστήμια, κάποια εκπαιδευτικά ή γλωσσικά κέντρα, ακόμη και κάποιες περιοχές τής Τοπικής Αυτοδιοίκησης θα ενθαρρυνθούν να ασχοληθούν με περισσότερες γλώσσες, ανταποκρινόμενα στη ζήτηση. Ετσι θα δημιουργηθούν αριθμοί ομιλητών διαφόρων γλωσσών με παράλληλη ανάπτυξη ενδιαφέροντος για τον πολιτισμό, τη ζωή, την ιστορία, τους κατοίκους μιας χώρας που έχει αυτή ή εκείνη τη γλώσσα ως μητρική. Ετσι η γλώσσα γίνεται – ξαναγίνεται, για την ακρίβεια – όχημα γνωριμίας, συνάντησης, γνώσης, πολιτισμού. Οπότε μπορεί να συμβεί και το καταπληκτικό: «Η άπταιστη γνώση μιας σχετικά σπάνιας γλώσσας θα αποτελεί πλεονέκτημα ανάλογο με μια σπάνια εξειδίκευση σ’ έναν κλάδο αιχμής». Μπορεί μάλιστα υπ’ αυτές τις συνθήκες να συμβεί και το αντίθετο: ο Βρετανός λ.χ. που δεν θα προσχωρήσει τυχόν σε μια γλώσσα προσωπικής επιλογής θα εγκλωβιστεί στον κλοιό μιας μονογλωσσίας! Ετσι, «το πλεονέκτημα που διαθέτουν σήμερα όσοι μιλούν τα Αγγλικά ως μητρική γλώσσα θα χάσει γρήγορα τη σημασία του και η παγκοσμιοποίηση τής μητρικής τους γλώσσας θα έχει αρνητικές συνέπειες στην – ατομική και συλλογικήανταγωνιστικότητά τους. Αυτή η παράδοξη εξέλιξη υπογραμμίστηκε με αξιοσημείωτο τρόπο σε πρόσφατη μελέτη που πραγματοποιήθηκε ύστερα από αίτημα τού British Council».


Η «Ομάδα των Διανοουμένων» περνάει, προς τιμήν της, και σε πρακτικές υποδείξεις και εφαρμογές για το πώς θα μπορούσε να προχωρήσει στις διάφορες γλώσσες η πολυγλωσσία. Ο περιορισμένος χώρος δεν μας επιτρέπει να αναφερθούμε στις ιδέες-προτάσεις που διατυπώνονται. Δεν μπορούμε όμως να μη σταθούμε σε ορισμένες διαπιστώσεις, διατυπωμένες με ασυνήθιστη τόλμη και διορατικότητα: «Η Ευρώπη έχει συμφέρον να διαθέτει μεγάλες ομάδες ατόμων που να γνωρίζουν όλες τις γλώσσες του κόσμου […] Καμιά γλώσσα δεν πρέπει να παραμεληθεί γιατί καθεμιά ανοίγει επαγγελματικούς, πολιτιστικούς ή άλλους ορίζοντες στους πολίτες, στις χώρες, αλλά και στην Ευρώπη στο σύνολό της». Με κορύφωμα τη διακήρυξη: «Η διατήρηση όλων των γλωσσών της κληρονομιάς μας, συμπεριλαμβανομένων των προγονικών ευρωπαϊκών γλωσσών, όπως τα Λατινικά ή τα Αρχαία Ελληνικά, η προώθηση – ακόμα και για τις γλώσσες μας που ομιλούνται από πολύ λίγουςμιας κάποιας ανάπτυξης στην υπόλοιπη ευρωπαϊκή ήπειρο είναι αδιαχώριστες από την ίδια την ιδέα τής Ευρώπης ειρήνης, πολιτισμού, παγκοσμιοποίησης και ευημερίας».


Οι Ελληνες που μάθαιναν και μαθαίνουν εύκολα και καλά ξένες γλώσσες θα ωφεληθούν σημαντικά από μια ευρωπαϊκή πολιτική προώθησης τής πολυγλωσσίας, όπως θα ωφεληθεί σημαντικά και η ελληνική γλώσσα που – με το κύρος και την αίγλη της – είναι βέβαιο ότι θα προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών Ευρωπαίων ως γλώσσα προσωπικής επιλογής.


Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας, πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, τ. πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.