Σε σύγκριση με τη διεθνή οικονομική ύφεση του 2003, η σημερινή αναταραχή στις παγκόσμιες αγορές, οι φόβοι κατάρρευσης μεγάλων τραπεζών και οι πανικοβλημένοι επενδυτές θυμίζουν περισσότερο ασθένεια από την πολυφαγία παρά από στέρηση.


Πριν από πέντε χρόνια ο πόλεμος στο Ιράκ και η καθίζηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης (πλην Ιρλανδίας και Ελλάδας, για να μην ξεχνιόμαστε) είχαν οδηγήσει σε καθολική επενδυτική απραξία, η οποία με τη σειρά της βάθαινε την ύφεση και προκαλούσε νέα κύματα αβεβαιότητας και απόγνωσης. Η ενδεδειγμένη λύση την εποχή εκείνη ήταν φυσικά μια κεϊνσιανή δημοσιονομική επέκταση σε παραγωγικές υποδομές, οι οποίες και την απασχόληση θα αναθέρμαιναν, αλλά και ευνοϊκότερες συνθήκες ανταγωνιστικότητας θα δημιουργούσαν στις δυτικές οικονομίες απέναντι στη φρενήρη κούρσα της Κίνας. Χρειαζόταν ταυτόχρονα ένα σχέδιο αποτροπής της κατάρρευσης των αγορών με τη συρρίκνωση της ρευστότητας, όπως αυτό που ετοίμασε ο Γκόρντον Μπράουν για τη Βρετανία, ενώ παρόμοιες κινήσεις εφαρμόστηκαν στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες.


Οταν εκείνη η ύφεση ξεπεράστηκε και η παγκόσμια οικονομία άρχισε και πάλι την πορεία ανάπτυξης, παρατηρήθηκε ένα μαζικό κύμα «εσκεμμένης υπεραισιοδοξίας», όπου ο κάθε επενδυτής ή καταναλωτής μικρής ή μεγάλης χώρας ποντάριζε ανέμελα και εύκολα σε ένα ακόμη καλύτερο αύριο. Το πιο δραματικό σύμπτωμα της υπεραισιοδοξίας ήταν η άγρια κερδοσκοπία στις τιμές του πετρελαίου που εκμεταλλεύθηκε τους εκβιασμούς των πετρελαιοπαραγωγών χωρών και την καλπάζουσα ζήτηση της Κίνας για να επιφέρει πρωτοφανείς, ανεξήγητες και απειλητικές υπερτιμολογήσεις στο πετρέλαιο.


Ολοι όμως έπαιξαν περίπου το ίδιο αχαλίνωτο παιχνίδι: οι καταναλωτές φορτώθηκαν με δάνεια πολυτελούς διαβίωσης, τα νοικοκυριά ξανοίχτηκαν μανιωδώς στα στεγαστικά, οι επιχειρήσεις σε αλόγιστες δαπάνες και τα επενδυτικά κεφάλαια ακροβατούσαν σε ριψοκίνδυνους συνδυασμούς αποδόσεων για να κρατήσουν το κλίμα της υπερκατανάλωσης. Επειδή όμως το κύμα καλοπέρασης δεν στηριζόταν σε μια εξίσου θεαματική βελτίωση της παραγωγικότητας, αλλά κυρίως στον δανεισμό των νοικοκυριών, τέθηκε σε λειτουργία η «πιστωτική λαβίδα» που στριμώχνει τους δανειολήπτες, αποκαλύπτει τις ευάλωτες τράπεζες και προκαλεί το σύγκρυο της απειλής μιας διεθνούς χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης.


Απέναντι σε αυτή την πανικοβλημένη αντίδραση το φάρμακο δεν είναι οι απανωτές μειώσεις επιτοκίων, απλούστατα γιατί το παγκόσμιο σύστημα δεν πάσχει καθόλου από ρευστότητα, αλλά αντίθετα μάλλον κινδυνεύει από την ανεξάντλητη παροχή της γιατί μπορεί να οδηγήσει σε διαιώνιση των ριψοκίνδυνων συμπεριφορών. Ο κανόνας λέει ότι ποτέ δεν χρηματοδοτείς έναν χαρτοπαίκτη που χάνει. Ο πειρασμός είναι μεγάλος για να παρομοιάσει κανείς τη σημερινή υπερτροφοδότηση ρευστότητας με την πιστωτική πλημμυρίδα της δεκαετίας του 1930, αλλά δεν πρέπει να αφήσουμε να μας παρασύρει σε εξίσου καταστροφικά αποτελέσματα.


Αυτό που χρειάζεται σήμερα είναι και πάλι μια γενναία χρηματοδότηση μεγάλων έργων για την απασχόληση και την οικονομική ανάπτυξη και ταυτόχρονα μια δυναμική ρυθμιστική παρέμβαση στις αγορές για να περιοριστεί η αχαλίνωτη ροπή σε ριψοκίνδυνες χρηματοπιστωτικές τοποθετήσεις.


Η ευημερία του μέλλοντος δεν θα έρθει από τις κακόβουλα φουσκωμένες τεχνικές αναλύσεις των διεθνών αναλυτών, αλλά από τη στέρεη προικοδότηση της οικονομικής δυνατότητας και των ανεπτυγμένων και των φτωχών χωρών. Το μάθημα του 2003 είναι πολύ νωπό για να έχει ξεχαστεί τόσο εύκολα.


Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, πρώην υπουργός Οικονομίας.