Τον Νοέμβριο του 1991 είχα δημοσιεύσει σε αυτή τη στήλη αποσπάσματα από ένα κείμενο του μεγάλου Εμμανουήλ Ροΐδη. Σε αυτό, πριν από 150 χρόνια, ανέτεμνε ανελέητα την αυτοπαγίδευση των εκάστοτε πολιτικών μας στην κομματική πελατεία τους – με την οποία έχουν φορτώσει μονίμως το Δημόσιο και τα ρετιρέ των ΔΕΚΟ. Του παραχωρώ τον λόγο και όσοι γονείς θυμούνται ακόμη την καθαρεύουσα, ας κάνουν τη μετάφραση στους γλωσσικά απογυμνωμένους ημιαγγλόγλωσσους γόνους τους.


* «Αλλαχού, τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουν άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.


* Αν υπήρχε λεξικόν της νεοελληνικής γλώσσης νομίζομεν ότι ο ορισμός της λέξεως «κόμμα» ήθελεν είναι ο ακόλουθος: Ομάς ανθρώπων ειδότων να αναγιγνώσκωσι και να ανορθογράφωσιν οίτινες ενούμενοι υπό έναν οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι να αναβιβάσωσιν αυτόν διά παντός μέσου εις την έδραν του πρωθυπουργού ίνα παράσχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι.


* Ο ελληνικός λαός αναλίσκει τον χρόνο του εις αγόνους συζητήσεις περί κομμάτων και κομματαρχών και άπαν το χρήμα του δαπανά εις συντήρησιν κοπαδίου κομματικών κηφήνων, χάριν των οποίων στέργει την πενίαν, την κακοπραγίαν, την ασημότητα και τους εμπαιγμούς του κόσμου όλου.


* Οι ημέτεροι φατριάρχαι, προς σχηματισμόν ή ενίσχυσιν κόμματος, στρατολογούν εκ των τριόδων μισθοφόρους, τους πληρώνουν διά δημοσίων χρημάτων, ήτοι διά θέσεων περιττών. Των τοιούτων μισθοφόρων επί τοσούτων επολλαπλασιάσθη, προϊόντος του χρόνου, ο αριθμός και το θράσος, ώστε κατέστησαν σήμερον η μόνη αξιόμαχος δύναμις της Ελλάδος, προ της οποίας (…) και κυβέρνησις και Βουλή και ολόκληρον το έθνος κύπτουν γόνυ μετά τρόμου.


* Οι κομματάρχαι μας εδημιούργησαν (ούτω) συμμορίας, των οποίων όμως αντί να είναι αρχηγοί, κατήντησαν απλοί μεσίται, διά των οποίων οι συμμορίαι αυταί διαπραγματεύονται προς το έθνος τα λύτρα, ανθ’ ων συγκατανεύουσι να παραχωρήσωσιν αυτώ ασφάλειαν ζωής και περιουσίας. Τα λύτρα ταύτα καλούνται κατ’ ευφημισμόν προϋπολογισμός. Απόδειξις όμως του αληθούς αυτών χαρακτήρος είναι η δουλική ευπείθεια, μεθ’ ης ολόκληρος η Βουλή, σιγώσης της (εκάστοτε) αντιπολιτεύσεως, σπεύδει να καταβάλη άνευ συζητήσεως τα λύτρα εις τον εισπράκτορα της κατισχυούσης συμμορίας, καλώς γνωρίζουσα ότι πάσα αντίστασις ή απόπειρα ελαττώσεως αυτών ήθελε τιμωρηθή δι’ αναστατώσεως την επιούσαν.


* Το δε όντως λυπηρόν είναι ότι και υποτασσόμενοι εις πάσαν ταπείνωσιν και κακουχίαν, στέργοντες να μένωμεν άοπλοι και εις πάσαν ύβριν εκτεθειμένοι, πάλιν δεν κατορθούμεν να πληρώνωμεν ολοσχερώς τα κατ’ έτος εξογκούμενα ημών λύτρα, αναγκαζόμενοι να δανειζώμεθα ακαταπαύστως. (…) Η επιστήμη υποδεικνύει τας οικονομίας ως την μόνην σωτηρίας οδόν (διά να αποφύγωμεν την χρεωκοπίαν). Προς ταύτην όμως ουδείς πολιτευόμενος τολμά να τραπή, όχι εξ ελλείψεως πατριωτισμού, αλλά διότι καλώς γνωρίζει ότι αδύνατον είναι να προχωρήσει επ’ αυτής, χωρίς να προσκρούση ανά παν βήμα εις συμφέροντα προσωπικά αίτινα θέλουσιν ορθωθή κατ’ αυτού ως έχιδναι φαρμακεραί, των οποίων επατήθη η ουρά».


Τα ίδια περίπου θα έγραφε ο Ροΐδης αν ζούσε σήμερα, προσθέτοντας στον «στρατό κατοχής» – όπως τους λέω εγώ – τους αγνώστους τότε συνδικαλιστές και τους κουκουλοφόρους υπερασπιστές των ρετιρέ. Είναι προφανές ότι πατήθηκε η ουρά των φαρμακερών εχιδνών του δημοσίου τομέα επειδή, λόγω χρεοκοπίας του Ασφαλιστικού, των ελλειμμάτων και του τεράστιου δημοσίου χρέους, δεν υπάρχουν λεφτά για να πληρώσουμε τα λύτρα.