«Εστω η κορασίς γυμνή, αλλ’ ας φορέσει τουλάχιστον έναν στηθόδεσμο»: έτσι μοιάζουν οι επιδιωκόμενοι από εμάς προσδιορισμοί «Ανω» ή «Βόρεια» στην ονομασία της γείτονος πΓΔΜ, καθότι το κεντρικό αντικείμενο του πόθου στην περίπτωση είναι ο όρος Μακεδονία και συνεπώς ο όποιος επένθετος προσδιορισμός είναι διακοσμητικός ή δευτερεύων, καθώς ούτε τη σκοπιανή προπαγάνδα μήτε τους υποβόσκοντες αλυτρωτισμούς πρόκειται να αναχαιτίσει. Με δεδομένην, ωστόσο, και πανθομολογούμενη την εκτίμηση ότι η σύσταση του κράτους της «Ανω» Μακεδονίας συστοιχίζεται με τα ελληνικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή, ας δούμε τι μας μένει να πράξουμε – αντί να ξεκατινιαζόμαστε με την ονοματοδοσία σαν απεχθείς νονοί.


Πρώτον, σύμφωνα με τα κρατούντα της Κοινωνίας των Εθνών οι γείτονες δικαιούνται να αυτεπονομασθούν απλοί ή σύνθετοι Μακεδόνες, σκέτοι Ινκας, Ροσονέρι ή όπως αλλιώς αποφάσισαν χωρίς να λογοδοτήσουν σε κανέναν: η μάχη του ονόματος είναι χαμένη από το 1945. Δεύτερον, η ονομασία ασφαλώς και είναι «όχημα του μακεδονικού αλυτρωτισμού», πλην όμως – και στο μέτρο που εκτιμούμε ότι η πΓΔΜ δεν πρόκειται να ενσωματωθεί σε μια Μεγάλη Βουλγαρία – ο αλυτρωτισμός αυτός δεν έχει σοβαρές περγαμηνές και με σύγχρονους πολιτικοκοινωνικούς όρους φαίνεται μάλλον ως γραφικό, νοσταλγικό απολειφάδι των εθνικιστικών εξάρσεων του βαλκανικού παρελθόντος, κατάλληλο για τοπικούς και υπερατλαντικούς χρήστες της τρίτης ηλικίας και για νεαρούς ακροδεξιούς της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της πΓΔΜ. Σε κάθε περίπτωση, ο αλυτρωτισμός των Σκοπίων θα εξακολουθήσει να καλλιεργείται, όπως και αν ονομασθεί τελικά η γείτων χώρα, για λόγους που αφορούν την εσωτερική συνοχή της, αλλά δεν θα έχει τύχη στην ελληνική πλευρά της Μακεδονίας για πολλούς και ποικίλους λόγους, από τους οποίους κυριότερος είναι η κοινωνικοοικονομική μας υπερτέρηση.


Αν ξεπεράσουμε το εθνικό σύγκρυο που μας προκαλεί ο μακεδονικός αλυτρωτισμός των Σκοπίων, απομένει τελευταίο μαχητό το πεδίο της Ιστορίας, όπου η πολιτική και κρατική προπαγάνδα της «Ανω» Μακεδονίας επιδιώκει συστηματικά να ιδιοποιηθεί την αρχαία Μακεδονία – στην εκπαίδευση μα και μέσω των ΜΜΕ και άλλων φορέων: ο Φίλιππος και ο υιός Αλέξανδρος παρουσιάζονται ως εθνο-πρόγονοι των σημερινών (σλαβο-)Μακεδόνων. Κατά τη σκοπιανή προπαγάνδα, οι μελλοντικές αρχαιολογικές ανασκαφές θα φέρουν στο φως τα μνημεία και τον πολιτισμό της φυρομιανής φαντασιώσεως· ο Αλέξανδρος «ανεβόα μακεδονιστί καλών τους πελταστάς» σημαίνει ότι ο στρατηλάτης ομιλούσε πλην της αρχαιοελληνικής και τη σλαβομακεδονική τοιαύτη: η «γείτων, ξανθή, λευκοχίτων» φαντασίωση δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική. Για όσον καιρό θα υπάρχουν το λεξικό μακεδονικών λέξεων του Ησυχίου, η Οξφόρδη και το Χάρβαρντ, μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι, η ιστορία μας δεν κινδυνεύει· η αρχαία Μακεδονία, εκείνη τουλάχιστον, θα μείνει ακραιφνώς και παντελώς αρχαία ελληνική.


Τούτο όμως δεν συνεπάγεται ότι εμείς οι σύγχρονοι Ελληνες δικαιολογούμαστε να συμπεριφερόμαστε ως υστερικοί μικροϊδιοκτήτες υφαρπαγέντος αγροτεμαχίου. Η αρχαία μακεδονική και συνολικά η αρχαιοελληνική κληρονομία συνιστά κτήμα της οικουμένης και δεν είναι το χωράφι του παππού ώστε να τη θεωρήσουμε ατομική ιδιοκτησία μας. Αν ήξερε μάλιστα ο Φίλιππος ότι θα διεκδικούσαν την αποκλειστική αντιπροσώπευσή του κάποιοι σημερινοί ελληναράδες, είναι βέβαιον ότι θα είχε πηδήσει ως άλλος ΓΓ από τον βασιλικό εξώστη και θα κούτσαινε και από το καλό του πόδι: «Για δες, φωνασκούν σαν «γυφτο-σκοπιανοί» εθνικιστές αντί να στρωθούν και να εκδώσουν κάποτε έναν (έστω έναν!) αρχαίο έλληνα συγγραφέα, που σε διακόσια χρόνια ελεύθερο ελληνικό κράτος δεν το έχουν αξιωθεί»· ή «αντί να μάθουν να προστατεύουν την Ολυμπία από τις πυρκαϊές, οι άχρηστοι…» θα σκεφτόταν ο κουρασμένος πλην σοβαρός βασιλεύς.


Εφόσον λοιπόν οι (σλαβο-)μακεδόνες γείτονες επιθυμούν να προσοικειωθούν το γόητρο της αρχαίας Μακεδονίας, εμείς οφείλουμε να αποδειχθούμε γαλαντόμοι απόγονοι των ενδόξων προγόνων και όχι τσιφούτηδες μικροκληρονόμοι: να δώσουμε στους γείτονες πληροφορίες και υλικό. Αν εκείνοι έστησαν τον ανδριάντα του στρατηλάτη στα Σκόπια, εμείς να στείλουμε και δικούς μας γλύπτες να φιλοτεχνήσουν και στη Ρέσνα και στο Πρίλεπ και αλλαχού. Δηλαδή, όχι απλώς να αποδεχθούμε παρά και να επιζητήσουμε την ένταξη των νεο-Μακεδόνων στη χορεία των δικαιούχων της αρχαίας μακεδονικής ιστορίας. Είναι, άλλωστε, κληρονόμοι και αυτοί εν τοις πράγμασιν καθώς, εκτός του εδάφους, πολλών κοινών εθίμων κ.λπ., το σημερινό (σλαβο-)μακεδονικό λεξιλόγιο έχει στοιχειοθετηθεί με εκατοντάδες ελληνικές λέξεις, που δεν είναι περιθωριακές παρά συνέχουν τον συστατικό πυρήνα αυτής της γλώσσας (πολύ πριν από τις προσχωθείσες εκ των βυζαντινών και οθωμανικών υστέρων)· παραθέτω ελάχιστα μόνο δείγματα: «ους» λέγουν το αφτί οι επίδοξοι Μακεδόνες, «ους – ωτός» είναι το αφτί στ’ αρχαία ελληνικά· «Σο πράις» λέγεται στη σλαβομακεδονική, όπου η φράση ουδόλως απέχει ηχητικά και σημασιολογικά από το «Τι πράττεις»· «σμ’ ρδεν» είναι αυτός που αποπνέει τη δυσωδία των στάβλων της γείτονος, ενώ το «σμερδνόν βοόων» είναι η μπόχα των ζώων στον Ομηρο. Επιπλέον και η γραμματική δομή της γλώσσας είναι από τη φτιαξιά της αμάλγαμα ελληνο-λατινικό, π.χ. «άμο – άμας – άματ / αμάμους – αμάτις – άμαντ» κλίνεται ο ενεστώς του ρήματος στα λατινικά, «σάκαμ – σάκας – σάκα / σάκαμε – σάκατε – σάκατ» το ρήμα στα «γυφτο-σκοπιανά».


Είναι εξόφθαλμο ότι οι γείτονές μας μετέχουν της ελληνικής παιδείας πολύ περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε και νομίζουν. Αλλά εφόσον θα τους ενισχύαμε να συναρμοσθούν περαιτέρω με την αρχαία ελληνική μακεδονική κληρονομιά, αν επικουρούσαμε ώστε να νοιώσουν – και αυτοί! – απόγονοι (αν όχι ισότιμοι, άντε, ψυχοπαίδια) του πολυπολιτισμικού Μεγάλου Αλεξάνδρου, στο εγγύς μέλλον θα συνορεύαμε προς Βορράν με μια Μακεδονία φιλική και οικεία, με ένα όψιμο «μακεδονικό βασίλειο» ελληνιστικού τύπου (τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών). Διότι ο ιστορικός συντελεστής είναι μακροπρόθεσμα πολύ πιο δραστικός από τις μεσοβραχυπρόθεσμες, μικροϊδιοκτησιακού χαρακτήρα και στενόμυαλες, εθνικιστικές προπαγάνδες ημών και των άλλων: όταν προσποιείσαι τον αναντάν-μπαμπαντάμ Μακεδόνα επί μακρόν, παθαίνεις ό,τι η πετούμενη αγριόπαπια του Ιμπσεν: σε αφομοιώνουν οι επιδαπέδιες μακεδονικές πάπιες της όλης ιστορίας.


Τέως βλαχαλβανόσποροι, τουρκόσποροι, βενετόσποροι, σαρακηνόσποροι κ.λπ. είμαστε οι περισσότεροι, διατί να το κρύψωμεν άλλωστε: τα επώνυμα Καρατζαφέρης, Καραμανλής, Παπανδρέου, Τσίπρας, Παπαρήγα, Ψωμιάδης, Τζίμας, Κιλτίδης, Σαμαράς, ουχ ήττον δε και Καβάφης, Σολωμός, Κάλβος μόνον αρχαιοελληνικά δεν είναι. Η μαγική δύναμη του Ελληνισμού έγκειται ωστόσο στην ελκτική γοητεία και στη μεταπρατική προσαρμοστικότητά του ανά τους αιώνες. Τις «φυλές» και τα «αίματα» ας τα χαρίσουμε στους ρατσιστές και στους φασίστες.


Ο κ. Μίμης Σουλιώτης είναι καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας.