Στην αρχή το θέμα ήταν σύνθετο: αφορούσε τον αλυτρωτισμό των εθνικιστών της πΓΔΜ, τις απειλές κατά της Ελλάδας, καθώς και τη χρήση ελληνικών εθνικών συμβόλων. Μετά την ενδιάμεση συμφωνία του 1995 το ζήτημα που διχάζει σήμερα είναι το όνομα. Γιατί όμως αντιδρά η Ελλάδα στον αυτοπροσδιορισμό της πΓΔΜ ως «Δημοκρατίας της Μακεδονίας»; Ποιο εθνικό της συμφέρον βλάπτεται; Κινδυνεύουν η πολιτιστική μας κληρονομιά και τα εθνικά μας σύμβολα να «αλωθούν» από τους γείτονες Σκοπιανούς ή μήπως η πολιτική που ακολουθεί η ελληνική κυβέρνηση στο θέμα της ονομασίας χαϊδεύει το εύκολο πάθος και τον εθνικισμό – μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης – αλλά αγνοεί το εθνικό συμφέρον; Τα συλλαλητήρια την περασμένη Τετάρτη – και άλλες παρομοίου περιεχομένου εκδηλώσεις – περιεγράφησαν περισσότερο με όρους «εθνικιστικού παραληρήματος» παρά πατριωτικής έξαρσης. Ποια είναι λοιπόν η εννοιολογική διαφορά μεταξύ πατριωτισμού και εθνικισμού; Είμαστε, εν κατακλείδι, εθνικιστές ή πατριώτες;


Στην έξοδό του από το Προεδρικό Μέγαρο, την περασμένη Τρίτη, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας μίλησε για την ανάγκη ενός «νέου πατριωτισμού» που θα ορίζεται με διαφορετικά κριτήρια, φέρνοντας ως παραδείγματα τη μη συμμετοχή ελλήνων στρατιωτών σε αποστολές σε ξένες χώρες και τη μη εκχώρηση της εκμετάλλευσης εθνικών πόρων σε αυτό που θα ονομάζαμε «ξένα συμφέροντα». Μέσα στη συγκυρία της κρίσης του «μακεδονικού» ζητήματος, ο «νέος πατριωτισμός» φαινόταν να αντιπαρατίθεται, έστω και υπόρρητα, προς έναν «παλαιό πατριωτισμό», εκείνον που θα εξέφραζε το συλλαλητήριο της επόμενης μέρας. Ή μήπως θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για έναν «αριστερό πατριωτισμό» έναντι ενός «δεξιού εθνικισμού»; Γιατί βεβαίως το συλλαλητήριο της Τετάρτης και εκείνα των αρχών της δεκαετίας του ’90 περιγράφηκαν περισσότερο με όρους «εθνικιστικού παραληρήματος» παρά πατριωτικής έξαρσης. Ωστόσο ποια είναι η εννοιολογική διαφορά μεταξύ πατριωτισμού και εθνικισμού; Είναι σωστή η διάκριση ανάμεσα σε έναν «καλό» εθνικισμό, που ονομάζεται «πατριωτισμός», και έναν «κακό» εθνικισμό, που έχει πολλές ποικιλίες, με κυρίαρχες εκείνες του ρατσισμού και του σωβινισμού;


Είναι γνωστή η ρήση του Ντε Γκωλ, που φαίνεται να απαντά σε αυτό το ερώτημα: «Πατριωτισμός είναι όταν βάζεις πάνω απ’ όλα την αγάπη για τη χώρα σου. Εθνικισμός είναι όταν βάζεις πάνω απ’ όλα το μίσος για τις άλλες». Είναι γνωστό επίσης ότι ο όρος «σωβινισμός» σημαίνει τον υπερβολικό, πολεμοχαρή και φανατικό εθνικισμό και προέρχεται από τον γραφικό, ξεχασμένο ήδη στην εποχή του, γάλλο στρατιώτη της εποχής του Ναπολέοντα, τον Nicolas Chauvin.


Εν τούτοις σήμερα ο όρος «εθνικισμός» χρησιμοποιείται ως συνώνυμος του όρου «σωβινισμός», κάτι που δεν είναι ακριβές. Ο εθνικισμός είναι μια σύγχρονη ιδεολογία που συνδέεται με τη νεωτερικότητα, δηλαδή με όλους τους ιστορικούς μετασχηματισμούς που συνέβησαν στη Δ. Ευρώπη από τον 16ο ως τον 18ο αι. – προτεσταντισμός, καπιταλισμός, διαφωτισμός, εκβιομηχάνιση. Οι εθνικισμοί μεταξύ 1820 και 1920 άλλαξαν τη μορφή του Παλαιού Κόσμου στο δυτικό ημισφαίριο, επιβάλλοντας μάλιστα τον τρόπο που σήμερα αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Σύμφωνα με έναν από τους γνωστότερους μελετητές του εθνικισμού, τον Elie Kedourie, «η θεωρία αυτή υποστηρίζει ότι η ανθρωπότητα εκ φύσεως συγκροτείται από έθνη, πως τα έθνη χαρακτηρίζονται από γνωρίσματα συγκεκριμένα και εμπειρικά διαπιστώσιμα και πως, πέρα από την εθνική αυτοδιάθεση, δεν νομιμοποιείται κανένας άλλος τύπος διακυβέρνησης». Το εντυπωσιακότερο με τον εθνικισμό είναι ότι, σε αντίθεση με άλλες ιδεολογίες, απέκτησε καθολική και παγκόσμια ισχύ, και συνδυάστηκε, λόγω της χαμαιλεόντειας προσαρμοστικότητάς του, με άλλες, αντιφατικές μεταξύ τους ιδεολογίες, όπως ο φασισμός, ο φιλελευθερισμός και ο κομμουνισμός.


Το ερώτημα που τίθεται επίσης σχετικά με τον εθνικισμό είναι πώς οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τη ζωή τους για μια «φαντασιακή κοινότητα» όπως το έθνος. Το έθνος εμπνέει πράγματι αγάπη που μπορεί να οδηγήσει στην αυτοθυσία. Και μάλιστα η θυσία αυτή αποκτά ακόμη μεγαλύτερη ηθική βαρύτητα αν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι η πατρίδα δεν είναι ζήτημα ατομικής επιλογής. Στο λεξιλόγιο του εθνικισμού το «ανήκειν» σε ένα έθνος αποτελεί «φυσική» ιδιότητα και τα μέλη του έθνους συνδέονται μεταξύ τους με ένα είδος συγγενικού δεσμού, νιώθουν μεταξύ τους αδέλφια, χωρίς να χρειαστεί να συναντήσει ποτέ ο ένας τον άλλον. Μέσα από μια υπερταξική αλληλεγγύη, που παραβλέπει τις ανισότητες και την εκμετάλλευση που υπάρχουν σε όλες τις κοινωνίες, τα μέλη του έθνους αυτοπροσδιορίζονται ως μια μεγάλη οικογένεια. Γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε, παρά την πολιτισμική και πολιτική συγκρότηση των εθνών, η έμφαση, τουλάχιστον σε ρητορικό και φαντασιακό επίπεδο, τοποθετείται στους «δεσμούς αίματος».


Θεωρούμε ότι η αγάπη προς το έθνος, την πατρίδα, συνιστά τον πατριωτισμό. Η προφανής αυτή ερμηνεία μάς κάνει εν τούτοις να ξεχνάμε ότι ο σύγχρονος πατριωτισμός συνδέεται πρωτίστως με το νεωτερικό, συγκεντρωτικό κράτος και ότι η πρωτότυπη ιδέα του γεννήθηκε κατά την ιστορική στιγμή της μετατροπής των υπηκόων σε πολίτες, στη μετάβαση από το απολυταρχικό Παλαιό Καθεστώς στη νεωτερική δημοκρατική πολιτεία. Θα μπορούσαμε βεβαίως να αποδεχθούμε ότι ο πατριωτισμός, ως αγάπη για την πατρίδα και ζήλος για την υπεράσπισή της, αποτελεί διαχρονικό και οικουμενικό συναίσθημα. Το περιεχόμενό του ωστόσο και το ποιος θεωρείται πατριώτης σε κάθε ιστορική περίοδο διαφοροποιούνται. Ο ελληνο-ρωμαϊκός πατριωτισμός της «πατρίδος» και της «patria» ήταν η πίστη στην πόλη και όχι στο έθνος. Ο γιακωβινικός, λαϊκός πατριωτισμός, που δημιουργήθηκε στη Γαλλική Επανάσταση, είχε πολιτική και όχι πολιτισμική βάση. Στη συνέχεια ο εκδημοκρατισμός της πολιτικής ενίσχυσε, και συχνά δημιούργησε, τον κρατικό πατριωτισμό. Στο νέο σύστημα των εθνών-κρατών που οικοδομούνται τον 19ο και 20ό αιώνα, οι κυβερνήσεις ζητούν από τους πολίτες τους ενεργό πατριωτισμό, ο οποίος εξασφαλίζεται ακριβώς μέσω της προσήλωσης στο έθνος. Η αφοσίωση στο έθνος μεταφράζεται συνεπώς σε νομιμοφροσύνη προς το κράτος. Τα κράτη άλλωστε έχουν κάθε συμφέρον να επιτύχουν την κοινωνική συνοχή, ενισχύοντας τα συναισθήματα και τα σύμβολα της εθνικής κοινότητας και ενδυναμώνοντας τον κρατικό πατριωτισμό.


Σήμερα εξάλλου όλο και συχνότερα τα όρια του πατριωτισμού προσδιορίζονται από τα κρατικά σύνορα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πατρίδα έχει εδαφικότητα. Αυτό όμως που αξίζει να επισημανθεί είναι ότι η ιστορικότητα προσαρμόζεται στην κρατική εδαφικότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι μεταξύ των επιχειρημάτων στη σύγχρονη «μακεδονική διαμάχη» συγκαταλέγονται και εκείνα που προσδιορίζουν αν τα κέντρα της αρχαίας Μακεδονίας βρίσκονταν εκτός ή εντός των σημερινών ελληνικών συνόρων. Η ίδια επιχειρηματολογία ωστόσο αναφέρεται σε πολιτισμική συνέχεια, η οποία προφανώς δεν ταυτίζεται με κρατικά σύνορα. Οι ποικίλες αντιφάσεις που παρατηρούνται στη σημερινή συγκυρία οφείλονται, μεταξύ άλλων, και στο γεγονός ότι η διευρυμένη αντίληψη του έθνους που είχε παραδοσιακά ο ελληνικός εθνικισμός (διασπορά, ομογένεια, αλύτρωτες περιοχές) συγκρούεται με τον πραγματιστικό κρατικό πατριωτισμό του σύγχρονου ελληνικού έθνους-κράτους.


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.