Οπως ακριβώς οι ιδέες ενός φιλοσόφου δεν τοποθετούνται σε στενά καλούπια ή σε εύκολες ετικέτες για τον καθορισμό της «ταυτότητάς» τους, με παρόμοιο τρόπο και η πρόσληψή τους ή η όποια επεξεργασία τους δεν επιτελείται μέσω ενός και μόνου αγωγού. Η ακτινοβολία μάλιστα ενός πληθωρικού φιλοσόφου υπερβαίνει κάθε φορά τους επιμέρους εκθέτες των έργων του που ταξινομούνται με ορισμένο ιστορικοφιλοσοφικό και ιδεολογικό σχήμα. Αν λάβουμε ως παράδειγμα τον Φρειδερίκο Νίτσε θα διαπιστώσουμε τον τρόπο επαλήθευσης των αρχικών αυτών διαπιστώσεων.


Στη Γαλλία η αντιμετώπιση του Α. Μπερξόν έβαινε ευθέως ανάλογα προς τον τρόπο πρόσληψης του Νίτσε. Αλλοτε, για παράδειγμα, στο δίλημμα ποιος από τους δύο φιλοσόφους ανταποκρίνεται περισσότερο στη γαλλική διανόηση, η απερίφραστη απάντηση είναι ότι «προτιμούμε τον Μπερξόν». Αλλοτε συγκρίνεται ο «αντι-διανοητικισμός» και των δύο για να εξαρθεί η αξία της ελευθερίας από τον πρώτο και η «ντετερμινιστική βιολογία» του δευτέρου. Κάποτε, στη δεκαετία του ’20, αντιμετωπίζεται και η σκέψη των δύο ως το «φιλοσοφικό σύστημα που μπορεί να υπάρξει στην εποχή μας».


Στη χώρα μας οι αντιλήψεις του Νίτσε εισβάλλουν με εκκωφαντικό τρόπο, στο τέλος του 19ου αιώνα, όταν η ποιητική δημιουργία του Παλαμά ωθεί σε ένα πνεύμα «εθνικής αναγέννησης» και στην προσδοκία ενός «εκλεκτού αρχηγού» που θα επιτύχει αυτήν τη διαδικασία. Πρόκειται για ό,τι γενικόλογα ονομάστηκε «τραυματικό σύνδρομο του 1897» και για την ομόλογη ποιητική εικόνα του Δωδεκάλογου του γύφτου, σύμφωνα με την οποία ολοκληρώνεται ο κύκλος της «πτώσης» και αρχίζει η «ανάταση» που αναπόδραστα θα ξεκινήσει.


Μια άλλη αποτύπωση των διεργασιών πρόσληψης του Νίτσε σκιαγραφεί ο Ευγένιος Ο’ Νηλ στο έργο του: Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα (τα παραθέματα που ακολουθούν, χωρίς να αποδίδουν με ακρίβεια το αγγλικό κείμενο, είναι από τη μετάφραση του Νίκου Γκάτσου, Αθήνα 2004). Το δράμα, αν και γράφεται κατά την έναρξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, ανακαλεί το βιωματικό υπόβαθρο του 1912, όταν δηλαδή ο θεατρικός συγγραφέας είχε στραφεί προς τη μελέτη της νεωτερικής λογοτεχνίας και των έργων του Σοπενάουερ και του Νίτσε, ενώ τον ελκύουν συνάμα οι αναρχικές και οι σοσιαλιστικές ιδέες.


Ως προς τον Νίτσε, ειδικότερα, το Ταξίδι της οικογένειας του συγγραφέα αρχίζει με την περιγραφή της βιβλιοθήκης που διαθέτει το καλοκαιρινό σπίτι των Ταϊρόν, όπου τα έργα του Γερμανού φιλοσόφου τοποθετούνται δίπλα από τον Μαρξ και τον Στίρνερ ή από τον Ζολά και τον Γουάιλντ. Εμφανίζονται, στο σύνολό τους, ως βιβλία που «φαίνονται να έχουν διαβαστεί και ξαναδιαβαστεί». Αυτός που τα έχει ξεσκονίσει είναι ο Εντμοντ, δευτερότοκος γιος που κατά τον πατέρα του ενδιαφέρεται για τις «σοσιαλιστικές παρλαπίπες», μια και ανώδυνα αποστρέφεται τους «πλουτοκράτες», ιδίως αυτούς που κληρονομούν τις περιουσίες τους.


Ο νεαρός φυματικός μνημονεύει το Τάδε έφη Ζαρατούστρα, απαγγέλλοντας το: «Ο Θεός πέθανε: από τη λύπη Του για τον άνθρωπο πέθανε ο Θεός». Στέλνει στο διάβολο τη λογική, μια και «είμαστε όλοι μας τρελοί», και δηλώνει ότι είναι ερωτευμένος «λιγάκι με το θάνατο». Κι αν η «ζωή κρύβεται από τον ίδιο τον εαυτό της» δεν μπορεί να νιώθει συνεπαρμένος με τους «δύσκολους δρόμους», μ’ αυτούς που σε «πάνε γρηγορότερα στο πουθενά».


Η διαβεβαίωση αυτή ανήκει στον μεγαλύτερο αδελφό του Τζέιμι που δεν αγνοεί τον φιλόσοφο με το «δύσκολο όνομα», τον Νίτσε, αν και τον χαρακτηρίζει «μπαρούφα». Παρόμοια και ο πατέρας τους, από την οπτική γωνία του αγωνιζόμενου Ιρλανδού να ορθοποδήσει στις Ενωμένες Πολιτείες, αντιτίθεται στα «αρρωστημένα πράγματα» που πρεσβεύουν οι «αναρχικοί» και οι «άθεοι» που σπέρνουν «απελπισία και απαισιοδοξία». Κι αν η «καταραμένη βιβλιοθήκη τα φταίει», τι μπορεί να αντιπαραθέσει στις «νοσηρές ιδέες» που κυκλοφορούν και στο σπίτι τους; Τα έργα του Σαίξπηρ που μετατρέπεται μάλιστα σε Ιρλανδό καθολικό για να υπερέχει έτσι από κάθε «παρακατιανό» συγγραφέα, μια και ως φιλόδοξος ηθοποιός τον μελετούσε «όπως άλλοι μελετάνε τη Βίβλο».


Η μητέρα τους η Μαίρη, μορφινομανής από καιρό, καταφάσκει σε ό,τι της επιφυλάσσει η ζωή – «κανείς δεν μπορεί ν’ αλλάξει ό,τι του ‘ρχεται στη ζωή». Ετσι προτιμά την ομίχλη που «σε κρύβει από τον κόσμο και από σένα» τον ίδιο. Για τούτο μόνον εκεί «νιώθεις πως όλα έχουν αλλάξει». Ακόμη κι έτσι βέβαια δεν μπορεί να αποφύγει την αναμέτρηση με το παρελθόν, εφόσον το «παρελθόν είναι το παρόν», «είναι το μέλλον». Η «ζωή δε μας αφήνει» να απαλλαγούμε απ’ αυτό.


Στο κείμενο αυτό του Ο’ Νηλ μας επαναφέρει το «Φάσμα/Απλό Θέατρο», με τη σκηνοθετική επιμέλεια του Αντώνη Αντύπα και τη διακριτική μουσική επένδυση της Ελένης Καραΐνδρου. Δηλαδή με την υποκριτική δεινότητα του Δημήτρη Καταλειφού (Τζέιμς Ταϊρόν) και της Ράνιας Οικονομίδου (Μαίρη), αλλά και των Αλκη Κούρκουλου (Τζέιμι), Κώστα Βασαρδάνη (Εντμοντ) και Σοφίας Καλεμκερίδου. Η τελευταία ως η οικιακή βοηθός Κάθλιν θυμόσοφα αποφαίνεται ότι «καλύτεροι είν’ αυτοί που πίνουνε από κείνους που δεν πίνουν. Βράζει το αίμα τους». Αν επιμένω στην ονοματολογία αυτή, είναι γιατί το Υπουργείο Πολιτισμού κατά τα τελευταία χρόνια μεριμνά και τυρβάζει για άλλα πράγματα και όχι για την έγκαιρη επιχορήγηση θεατρικών σκηνών όπως το «Απλό Θέατρο»…


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.