Το ότι οι διάφορες κυβερνήσεις λόγω του πολιτικού κόστους έχουν αποφύγει να λύσουν το ασφαλιστικό πρόβλημα δεν σημαίνει ότι αυτή η παθητική στάση μπορεί να διαιωνιστεί. Και αυτό γιατί, όσο η σοβαρή αντιμετώπιση του προβλήματος αναβάλλεται, τόσο η κατάσταση χειροτερεύει. Ετσι είναι προφανές ότι, λόγω κυρίως της γήρανσης του πληθυσμού και του πολλαπλασιασμού των αναγκών για ποιοτική δημόσια υγεία και για έναν αξιοπρεπή τρόπο ζωής στα γηρατειά, κάποια στιγμή το ισχύον σύστημα θα καταρρεύσει. Οσο για τις αλλαγές που η κυβέρνηση της ΝΔ προσπαθεί να επιβάλει, αυτές είναι και διακοσμητικές και κοινωνικά άδικες.


Πέρα από τον φόβο του πολιτικού κόστους και τις γνωστές αγκυλώσεις του συστήματος (πληθώρα Ταμείων, φοροδιαφυγή κτλ.), ένας άλλος βασικός λόγος που κάνει τη λύση του Ασφαλιστικού εξαιρετικά δύσκολη είναι ότι όλες οι ως σήμερα προτεινόμενες λύσεις (από αυτή του Σπράου ως την τωρινή) είχαν έναν καθαρά τεχνοκρατικό χαρακτήρα. Τεχνοκρατικό με την έννοια ότι, ακόμη και όταν προτείνονται εναλλακτικές λύσεις, αυτές βασίζονται πάντα σε δύο ανεκδήλωτες θέσεις.


Πρώτη θέση: Οι προτεινόμενες λύσεις δεν θα πρέπει να θίξουν το κυρίαρχο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργεί και εξελίσσεται το ασφαλιστικό σύστημα. Ετσι, για παράδειγμα, οι αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες δεν λαμβάνονται υπόψη όταν διαμορφώνονται οι διάφορες προτάσεις λύσης. Μ’ άλλα λόγια, οι προτάσεις παίρνουν το ευρύτερο κοινωνικό status quo όχι ως μέρος του προβλήματος αλλά ως μια εξωτερική, αμετάβλητη παράμετρο του ασφαλιστικού συστήματος. Δεύτερη θέση: Οι προτεινόμενες λύσεις βασίζονται πάντα στην ιδέα ότι όλες οι εμπλεκόμενες ομάδες ή κοινωνικές κατηγορίες φταίνε στον ίδιο βαθμό για το αδιέξοδο που έχει δημιουργηθεί. Αρα και οι θυσίες πρέπει να κατανεμηθούν κατά έναν «αντικειμενικό», αναλογικό τρόπο.



Είναι ακριβώς οι δύο παραπάνω υπονοούμενες θέσεις που καθιστούν τη λύση του Ασφαλιστικού τόσο δύσκολη. Συγκεκριμένα, για να αναφερθώ στη σημερινή κατάσταση, η κυβέρνηση της ΝΔ από τη μία μεριά απαιτεί από τους χαμηλόμισθους ασφαλισμένους σημαντικές θυσίες, ενώ από την άλλη μεριά, μέσω της ριζικής μείωσης/σχεδόν κατάργησης του φόρου κληρονομιάς προσφέρει ένα θαυμάσιο δώρο στους έχοντες και κατέχοντες. Μέσα σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, όπου καθαρά ταξικά μέτρα εντείνουν τις ήδη κραυγαλέες ανισότητες μεταξύ φτωχών και πλουσίων, η κυβερνητική απαίτηση θυσιών απ’ όλους δεν γίνεται βέβαια αποδεκτή.


Οσο για τη δεύτερη υπονοούμενη θέση, εδώ η κυβέρνηση αγνοεί παντελώς ότι δεν «φταίνε όλοι» το ίδιο για την τωρινή κατάντια του συστήματος. Φταίει, αν όχι αποκλειστικά, σίγουρα κυρίως οι διάφορες πολιτικές ηγεσίες που ακόμη και πριν από τη Μεταπολίτευση λεηλάτησαν τους πόρους των ασφαλιστικών ταμείων χρησιμοποιώντας τους για σκοπούς που δεν είχαν άμεση σχέση με τα συμφέροντα των ασφαλισμένων. Φταίνε επίσης οι διάφορες κυβερνήσεις που κατά συστηματικό τρόπο τοποθετούσαν άσχετους ή και άκρως διεφθαρμένους «ημετέρους» σε θέσεις σχετικές με τη διαχείριση των ασφαλιστικών πόρων. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, είναι προφανές ότι οι χαμηλόμισθοι ασφαλισμένοι είναι θύματα ενός κοινωνικού συστήματος που, ιδίως στη σημερινή συγκυρία, παίρνει από τους μη έχοντες και δίνει πλουσιοπάροχα στους έχοντες.


Συμπέρασμα: Η κυβέρνηση στην προσπάθειά της να μεταρρυθμίσει το ασφαλιστικό σύστημα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη της και το γενικότερο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτό το σύστημα εντάσσεται και το προφανές γεγονός πως δεν φταίνε όλοι το ίδιο για τη δημιουργία του σημερινού αδιεξόδου. Αν δεχθούμε τα παραπάνω, τότε η κυβέρνηση πρέπει να βγάλει τις παρωπίδες. Η μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού πρέπει να γίνει κατά τρόπο που να μειώνει και όχι ν’ αυξάνει τις ραγδαία εντεινόμενες ανισότητες. Μ’ άλλα λόγια, το Ασφαλιστικό πρέπει να είναι ένα εργαλείο όχι επιδείνωσης αλλά άμβλυνσης των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων της ελληνικής κοινωνίας.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη LSE.