Εκείνο το μεσημέρι του Φεβρουαρίου 2000, λίγους μήνες μετά τη νατοϊκή επέμβαση του 1999 στο Κοσυφοπέδιο, το συνέδριο στην Πρίστινα κυλούσε ομαλά, σχεδόν πληκτικά. Θέμα του συνεδρίου ήταν η πολιτική και οικονομική κατάσταση στα Βαλκάνια. Ξαφνικά, μόλις έκανε την εμφάνισή του ο αμερικανός ομιλητής, πρώην εκπρόσωπος της Συμμαχίας η οποία είχε κάνει την επέμβαση, η αίθουσα του συνεδρίου σείστηκε από τα χειροκροτήματα. Οι αλβανοί Κοσοβάροι τον υποδέχθηκαν ως απελευθερωτή. Το ίδιο ένθερμοι ήσαν και με τον βρετανό ιστορικό ο οποίος είχε εκδώσει μια ιστορία του Κοσυφοπεδίου, καθ’ όλα νομιμοποιητική του αλυτρωτισμού τους. Ο,τι στα μάτια λίγων συνέδρων υποδαύλιζε τον καταστροφικό για τα Βαλκάνια εθνικισμό, για τους περισσότερους συνέδρους, οι οποίοι προέρχονταν από την αλβανόφωνη πλειοψηφία, ήταν ένα κλείσιμο τού ματιού υπέρ του δικαιώματος της εθνικής ανεξαρτησίας. Οπως και σήμερα, οκτώ χρόνια μετά το περιστατικό αυτό, έτσι και τότε, στο τέλος του αιώνα κατά τον οποίο ηγεμόνευσε η ιδέα του κράτους-έθνους ως μορφής πολιτειακής οργάνωσης, ήταν δύσκολο να αρνηθεί κανείς το ότι η εθνική ανεξαρτησία είναι δικαίωμα. Ενώ όμως η άσκηση του δικαιώματος έχει σαφείς αποδέκτες, δηλαδή τους διεθνείς οργανισμούς και τα ανεξάρτητα κράτη, δεν προσδιορίζεται ο φορέας του δικαιώματος. Στο Κοσυφοπέδιο σήμερα έχουν άραγε οι Σέρβοι, οι οποίοι αποτελούν την πλειονότητα στον θύλακα της Βόρειας Μιτρόβιτσα, το δικαίωμα να κηρύξουν ανεξαρτησία ή να αποσχιστούν από το νέο κράτος και να ενωθούν με τη Σερβία;


* Ανεξαρτησία με παρελθόν


Η απάντηση δεν βρίσκεται στο δεοντολογικό επίπεδο αλλά σε εκείνο της ιστορίας μιας περιοχής, του κυρίαρχου λόγου για το καθεστώς της και του διεθνούς και τοπικού συσχετισμού δυνάμεων. Η ανεξαρτητοποίηση του Κοσυφοπεδίου ήταν αναμενόμενη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επί δεκαετίες οι ίδιοι οι Σέρβοι φρόντιζαν να συντηρούν τις προϋποθέσεις εξαιτίας των οποίων για την πλειονότητα των Κοσοβάρων η ανεξαρτησία ήταν η μόνη λύση. Μαζί με την πολιτική καταπίεση του αλβανόφωνου πληθυσμού, η οποία μεταμορφώθηκε σε στρατιωτική κατοχή μετά το 1987 με την άνοδο του Μιλόσεβιτς στην εξουσία, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε την οικονομική υπανάπτυξη της περιοχής: το Κοσυφοπέδιο ήταν η φτωχότερη περιφέρεια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (ΟΔΓ). Το 1960 το δικό της κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν πέντε φορές μικρότερο του αντίστοιχου της Σλοβενίας. Οι ανισότητες είχαν εθνικό χαρακτήρα. Μια μελέτη του 1984 είχε δείξει ότι, ενώ οι Σέρβοι αποτελούσαν το 15% του πληθυσμού του Κοσυφοπεδίου, κατείχαν το 30% των θέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα της επαρχίας.


* Εφικτή ουτοπία


Για τους αλβανόφωνους Κοσοβάρους η ανεξαρτησία μεταμορφώθηκε από ουτοπία σε εφικτή προοπτική χάρη σε ορισμένα μαθήματα που πήραν κατά τη διάλυση της ΟΔΓ. Η άμεση αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Κροατίας και της Σλοβενίας το 1991 από ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη και η νατοϊκή επέμβαση του 1999 χωρίς τη συγκατάθεση του ΟΗΕ τούς δίδαξαν ότι μπορεί κανείς να παρακάμψει τους θεσμούς της διεθνούς κοινότητας. Η χρήση βίας από πολλές πλευρές έδειξε τα όρια εφαρμογής των διεθνών συνθηκών. Η επιλεκτική ευαισθησία της διεθνούς κοινότητας για τις μειονότητες έδωσε την εντύπωση ότι η τύχη των μειονοτήτων του Κοσυφοπεδίου είναι δευτερεύον θέμα σε σύγκριση με την ανεξαρτησία του (ενώ θα έπρεπε να είναι εξίσου σημαντικό). Η απόσχιση του Μαυροβουνίου από την ομοσπονδία «Σερβία-Μαυροβούνιο» έδωσε το πράσινο φως για την ανεξαρτησία. Τέλος, στο επιχείρημα ότι από οικονομική άποψη το Κοσυφοπέδιο δεν είναι βιώσιμο, οι υπερασπιστές της ανεξαρτησίας θα απαντούσαν δείχνοντας το πλήθος των μικρών, φτωχών, αλλά ανεξάρτητων κρατών. Ετσι στο Κοσυφοπέδιο η άσκηση του δικαιώματος στην ανεξαρτησία έγινε απόλυτη προτεραιότητα, υποσκελίζοντας το κράτος δικαίου, τον εκδημοκρατισμό και τη διασφάλιση των μειονοτήτων. Το πολυπολιτισμικό μοντέλο δεν έπεισε, γιατί δεν υποστηρίχθηκε ειλικρινά από κανέναν. Οι εναλλακτικές λύσεις για το τελικό καθεστώς του Κοσυφοπεδίου, όπως «ανεξαρτησία υπό όρους», έπεσαν στο κενό.


* Αναπάντητα ερωτήματα


Είναι ασαφές γιατί ορισμένες δυτικές χώρες έδωσαν στους Κοσοβάρους τη συναίνεσή τους να κηρύξουν την ανεξαρτησία τώρα. Στο μέλλον πάντως είναι φανερό ότι η κήρυξη εθνικής ανεξαρτησίας δεν μπορεί να προκύπτει κάθε φορά που συμπίπτουν, όπως στην περίπτωση του Κοσυφοπεδίου, η παρατεταμένη διεθνής αμηχανία με την αδυναμία ενός κυρίαρχου κράτους να επιβληθεί σε μια δική του περιοχή. Το δικαίωμα στην ανεξαρτησία θα πρέπει να συναρτάται με απαντήσεις σε ερωτήματα όπως το αν η ανεξαρτησία προάγει ή υπονομεύει τη διεθνή ειρήνη, αν προσφέρεται ή όχι στο νέο κράτος η δυνατότητα ίσης πολιτικής συμμετοχής σε όλους τους πολίτες και αν η ανεξαρτητοποίηση συντελεί ή όχι στην κοινωνική ενσωμάτωση των λιγότερο ευνοημένων στρωμάτων. Η ανεξαρτητοποίηση του Κοσυφοπεδίου, εφόσον τελικά γίνει γενικά αποδεκτή, θα έχει συντελεστεί χωρίς απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα. Η περιφερειακή ολοκλήρωση, με τη συναρμογή ορισμένων κρατών (π.χ. στην Ευρωπαϊκή Ενωση), βαίνει παράλληλα με την κονιορτοποίηση άλλων κρατών, όπως η παλιά Γιουγκοσλαβία. Ποιος έχει σειρά να κηρύξει εθνική ανεξαρτησία;


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.