Στις 17 Φεβρουαρίου 2008 το «νεότερο κράτος του κόσμου» γεννήθηκε στα Βαλκάνια. Το ίδιο κιόλας βράδυ στην ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια Wikipedia, στο λήμμα «Κόσοβο», υπήρχαν όλα τα εθνικά σύμβολα και τα στοιχεία που επικύρωναν την ύπαρξη του νέου έθνους-κράτους: σημαία και εθνόσημο, γεωγραφική έκταση, πληθυσμός, ομιλούμενες γλώσσες, το εθνικό όνομα των κατοίκων.


* Ασταθής πραγματικότητα


Δεν είναι βέβαιο ότι η ανεξαρτησία του Κοσόβου αποτελεί την τελευταία πράξη της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ως συνέπεια της κατάρρευσης των κομμουνιστικών καθεστώτων της Α. Ευρώπης. Παρ’ όλο που, στο πλαίσιο της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, το Κόσοβο αναγνωριζόταν ως αυτόνομη επαρχία και όχι ως ομόσπονδη δημοκρατία, είναι προφανές ότι, με την ευρέως καθιερωμένη αντίληψη περί εθνικής ταυτότητας, οι Αλβανοί του Κοσόβου είχαν πολύ περισσότερες διαφορές με τους Σέρβους από ό,τι οι Μαυροβούνιοι, π.χ., που απέκτησαν δικό τους κράτος το 2006. Με ποια κριτήρια, λοιπόν, θα αναρωτιόταν ένας εξωτερικός παρατηρητής, οι ορθόδοξοι, σλάβοι Μαυροβούνιοι, που μιλούν σερβικά, έχουν το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, της αυτοδιάθεσης και της ανεξαρτησίας από τη Σερβία, ενώ δεν έχουν το αντίστοιχο δικαίωμα οι μουσουλμάνοι, αλβανόφωνοι του Κοσόβου; Εξάλλου, αν το όνειρο της ένωσης των Νότιων Σλάβων εκφράστηκε αρκετές φορές στην Ιστορία με πολιτικά προγράμματα και κρατικούς σχηματισμούς – μεταξύ των οποίων και η Γιουγκοσλαβία -, δεν συνέβη κάτι παρόμοιο με τη σχέση Σλάβων και Αλβανών, που υπήρξε ιστορικά συγκρουσιακή. Στην ευαίσθητη περιοχή των Βαλκανίων πολλά μεγαλοϊδεατικά προγράμματα αναμετρήθηκαν, όπως εκείνα της «Μεγάλης Σερβίας» και της «Μεγάλης Αλβανίας».


Είναι κατανοητός ο ενθουσιασμός των Κοσοβάρων για την ανεξαρτησία τους, όπως θα πανηγύριζε κάθε λαός που από μειονότητα σε ένα πολυεθνικό κράτος γίνεται κυρίαρχη πλειονότητα στο δικό του κράτος. Εξάλλου την πορεία αυτή την έχουμε παρακολουθήσει ήδη από τον 19ο αιώνα, όταν δημιουργήθηκαν τα εθνικά βαλκανικά κράτη μέσα από την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με παρόμοια επιχειρήματα και με τη στήριξη ξένων δυνάμεων. Εν τούτοις, η συνεχής αναδιάταξη του χάρτη των Βαλκανίων και η προσθήκη εκατοντάδων χιλιομέτρων νέων συνόρων δημιουργούν μια περιφερειακή πραγματικότητα εξαιρετικά ασταθή, η οποία βρίσκεται σε αντίφαση με το ιδεώδες της σταθερότητας που οι διεθνείς παράγοντες ευαγγελίζονται για τα Βαλκάνια. Θα εθελοτυφλούσαμε αν δεν συνειδητοποιούσαμε ότι συντελείται μια νέα «βαλκανοποίηση» των Βαλκανίων.


* Εθνικισμός και Βαλκάνια


Ο όρος «βαλκανοποίηση», όπως έχει δείξει η Μαρία Τοντόροβα στις μελέτες της, πλάστηκε αμέσως μετά τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο για να περιγράψει τη νέα πολιτική πραγματικότητα στην Ευρώπη λόγω της διάλυσης της Αυστροουγγαρίας, παρ’ όλο που δεν σχετιζόταν άμεσα με τα Βαλκάνια. Τα βαλκανικά εθνικά κράτη είχαν δημιουργηθεί ήδη πριν από τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο (από το ελληνικό κράτος το 1830 ως το αλβανικό το 1914). Εκτοτε, παρά την ιστορική του ανακρίβεια, ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για να δηλώσει τον κατακερματισμό μιας γεωγραφικής και πολιτικής ενότητας σε νέα, μικρά και προβληματικής βιωσιμότητας κράτη.


Η αρνητική χροιά του όρου συνδέεται με βασικές θέσεις των φιλελεύθερων εθνικιστών του 19ου αιώνα, που θεωρούσαν ότι κράτος δικαιούνται να αποκτήσουν μόνο τα έθνη που είναι «βιώσιμα» από πολιτισμική αλλά και οικονομική άποψη. Η επιβίωση ενός έθνους εκτιμώνταν κυρίως ως συνάρτηση του «μεγέθους» του. Υπήρχε ένα «κατώφλι» που ένα έθνος όφειλε να υπερβαίνει ώστε να διεκδικεί πολιτική ανεξαρτησία και κυριαρχία. Γι’ αυτόν τον λόγο o Ματσίνι υποστήριζε ότι οι Ιρλανδοί δεν μπορούσαν να αποκτήσουν ανεξάρτητο κράτος, ενώ ο γερμανικός όρος Kleinstaaterei (σύστημα μικρών κρατιδίων) υποδήλωνε τον εφιάλτη των γερμανών εθνικιστών, οι οποίοι στόχευαν στη δημιουργία ισχυρού «μεγάλου κράτους» (Grossstaat). Σύμφωνα με την ίδια αρχή του εθνικισμού του 19ου αιώνα, τα έθνη-κράτη θα έπρεπε να δημιουργηθούν μέσω της «ένωσης» ή της «επέκτασης» του έθνους και όχι βεβαίως μέσω της απόσχισης. Υπ’ αυτή την έννοια, ο όρος Kleinstaaterei υπήρξε πρόδρομος της βαλκανοποίησης και ανήκει στο ίδιο λεξιλόγιο πολιτικών όρων με αρνητικό σημαινόμενο.


Ωστόσο η βαλκανοποίηση απέκτησε ένα πολύ πιο αρνητικό περιεχόμενο επειδή συνδέθηκε με την αρνητική εικόνα των Βαλκανίων, όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα από μια οριενταλιστικού τύπου αντιμετώπισή τους. Είναι χαρακτηριστικός ο ορισμός που έδωσε το 1921 ο αμερικανός δημοσιογράφος Paul Scott Mowrer, ανταποκριτής στην Ευρώπη: «Βαλκανοποίηση είναι η δημιουργία σε μια περιοχή με φυλετικά ανάμεικτο πληθυσμό ενός αριθμού μικρών κρατών με λίγο-πολύ υπανάπτυκτους πληθυσμούς, οικονομικά ανίσχυρων, φοβισμένων, με έντονες επεκτατικές τάσεις σε βάρος των γειτόνων τους, μόνιμων θυμάτων των μηχανορραφιών των μεγάλων δυνάμεων και των βίαιων εκρήξεων των εσωτερικών τους παθών». Η περιγραφή του Mowrer μάς παραπέμπει αυτομάτως στην «επιτηρούμενη» ανεξαρτησία του Κοσόβου («supervised independence»), αλλά και στις καταγραφές της διαφθοράς, της ανεργίας και της εγκληματικότητας στο νέο κράτος. Οπως παρατηρούν κοσοβάροι σκεπτικιστές, αυτό που συντελέστηκε ήταν η απόσχιση από τη Σερβία και όχι η ανεξαρτησία του Κοσόβου. Η άποψη αυτή είναι βεβαίως μειοψηφική. Η κυρίαρχη άποψη είναι εκείνη που έκανε τους κατοίκους της Πρίστινα να πανηγυρίζουν στους δρόμους την ημέρα της ανεξαρτησίας με χορούς, πυροτεχνήματα και τραγούδια.


Η ανεξαρτησία του Κοσόβου αποτελεί ωστόσο ένα ακόμη βήμα προς τη βαλκανοποίηση των Βαλκανίων με το περιεχόμενο που έδωσε στον όρο η Δύση. Φαίνεται παράδοξο ότι η βαλκανοποίηση δεν καταπολεμήθηκε αλλά, αντίθετα, ενισχύθηκε από τη διεθνή επέμβαση στην περιοχή. Η διεθνής αναγνώριση της ανεξαρτησίας νέων, μικρών και αδύναμων βαλκανικών κρατών αφενός και η στρατιωτική επέμβαση σε αυτά τα κράτη (βομβαρδισμοί του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία, Βοσνία, Κόσοβο) αφετέρου αποτέλεσαν τους δύο βασικούς μοχλούς της βαλκανοποίησης.


* Αλλάζει και η ιστορία;


Σε συμβολικό επίπεδο, η δημιουργία νέων εθνών-κρατών οδήγησε εξάλλου σε βαλκανοποίηση της ιστορικής μνήμης της περιοχής. Αντίπαλες εθνικές ιστορίες αναδύθηκαν από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, που επιχείρησαν και επιχειρούν να προβάλουν τις μεταξύ τους διαφορές και συγκρούσεις ώστε να αποδείξουν τη δική τους «ιδιαιτερότητα». Το κοινό γιουγκοσλαβικό τους παρελθόν αποσιωπάται ή απαξιώνεται μαζί με μια σειρά ιστορικά γεγονότα, όπως π.χ. η κομμουνιστική αντίσταση στον ναζισμό. Μένει να δούμε αν η δημιουργία του ανεξάρτητου Κοσόβου θα σημάνει και τη δημιουργία μιας κοσοβάρικης εθνικής ιστορίας που θα διαφοροποιηθεί από την αλβανική εθνική ιστορία. Η επιλογή μιας σημαίας τελείως διαφορετικής από την αλβανική, που θυμίζει περισσότερο Ευρώπη και έχει ως βασικό εθνικό σύμβολο το έδαφος (τον χάρτη του Κοσόβου), είναι ίσως μια ένδειξη ως προς την κατεύθυνση που επιθυμεί να ακολουθήσει η εθνική ιδεολογία μετά την ανεξαρτησία. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι την ημέρα της ανεξαρτησίας ο πρόεδρος της κοσοβάρικης Βουλής δήλωσε με έμφαση: «Σήμερα η βαλκανική ιστορία αλλάζει»!


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.