Κάτι αλλάζει στο πολιτικό σκηνικό. Δεν είναι ότι η κυβέρνηση, πάντα αυτάρεσκη και επιθετική, παραπαίει – έρμαιο της δομικής διαφθοράς· ούτε ότι η αξιωματική αντιπολίτευση, εξακολουθητικά «χαμένη στη μετάφραση» των ευσεβών της πόθων, παραπαίει και αυτή – παγιδευμένη στην παρατεταμένη μεταμοντέρνα αδράνειά της. Δεν πρόκειται ούτε και για το «αβγό του φιδιού» (στις παλαιές και νεότερες εκδοχές του), που δυστυχώς συνεχίζει να επωάζεται. Η αλλαγή, που αποτυπώνεται όχι τόσο στα νούμερα όσο στη δυναμική των τελευταίων σφυγμομετρήσεων (όχι στη θέση αλλά στην κατεύθυνση της κοινής γνώμης), έγκειται στη διευρυνόμενη συνειδητοποίηση ότι… ο νεοφιλελεύθερος βασιλιάς είναι γυμνός. Συναφώς, και το μέχρι πρότινος δεσπόζον πολιτικό αφήγημα, με το οποίο ενέδυε και νομιμοποιούσε τις δράσεις του, αποκαλύπτεται και αυτό κίβδηλο και ψευδές· πως οι λύσεις στα οξυνόμενα κοινωνικά προβλήματα δεν θα προκύψουν με συρρίκνωση του δημόσιου χώρου και ιδιωτικοποιήσεις, μείωση των δημόσιων δαπανών και απορρύθμιση των αγορών, αλλά θα πρέπει να αναζητηθούν αλλού: στον εκδημοκρατισμό και στη λογοδοσία, στην επινόηση θεσμών οι οποίοι θα επιτρέπουν στην κοινωνία που συλλογικά παράγει να έχει και λόγο για το πού και πώς ο πλούτος αυτός διατίθεται.


Στην πολιτική βέβαια τίποτε δεν προκύπτει αυτόματα. Οπως και κάθε άλλη συνειδητοποίηση, έτσι και αυτή είναι προϊόν στρατηγικών παρεμβάσεων – πολιτικού λόγου και δράσεων – σε βάθος χρόνου σε πυκνή αλληλεπίδραση και αμοιβαία ανάδραση. Αν αυτού του είδους η επιτυχής παρέμβαση συνεχιστεί, η αποκαθήλωση του νεοφιλελεύθερου αφηγήματος, συνδυαστικά με την περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση εναλλακτικών, θα προχωρήσει, αλλιώς όχι. Τίποτε δεν είναι προδιαγεγραμμένο.


Η μελλοντολογική σεναριολογία που κατακλύζει τα ΜΜΕ, έντυπα και ηλεκτρονικά, αποτελεί βέβαια παρεπόμενο των πρόσφατων εξελίξεων, όχι όμως και πάρεργό τους. Ο τρόπος με τον οποίο αφηγούμαστε την «υποχώρηση των ποσοστών του δικομματισμού» διαμορφώνει και το πρίσμα μέσα από το οποίο την αντιλαμβανόμαστε και την επεξηγούμε. Πρόκειται για διαδικασία εξόχως δυναμική, με προεκτάσεις και σημασία σχεδόν ανάλογες του πολιτικού λόγου που εκπέμπουν οι άμεσα εμπλεκόμενοι πολιτικοί φορείς. Εκόντες άκοντες, οι αναλυτές δεν ερμηνεύουν απλώς τον κόσμο, τον αλλάζουν κιόλας.


Σε γενικές γραμμές, το αναλυτικό αφήγημα που αναδύεται έχει ως εξής: στη ζωή των σύγχρονων δημοκρατιών ο δικομματισμός αρχίζει, από ένα σημείο και μετά, να κουράζει τους πολίτες – να τους «μπουχτίζει», όπως γράφτηκε χαρακτηριστικά. Ως αποτέλεσμα, αναπτύσσονται αντικομματικές και αντιπολιτικές στάσεις (οι δύο όροι χρησιμοποιούνται εναλλακτικά και αδιαφοροποίητα) και οι ψηφοφόροι, ως κακομαθημένα και σκανδαλιάρικα παιδιά που ταλαιπωρούν τους γονείς τους (τον «κατεστημένο δικομματισμό»), αναζητούν εναλλακτικές λύσεις, φυσικά με το αζημίωτο (χωρίς κόστος για τους ίδιους). Ολα αυτά ούτε ιδιαίτερα είναι ούτε συγκεκριμένες πολιτικές αφετηρίες φαίνεται να έχουν. Είναι σχεδόν φυσικά φαινόμενα με κυκλική περιοδικότητα, προϊόντα είτε κάποιας γενικής παθολογίας του κομματικού συστήματος είτε κάποιων έκτακτων γεγονότων (όπως τα πρόσφατα σκάνδαλα), χωρίς δομικές καταβολές και προεκτάσεις. Τονίζεται επίσης ότι το φαινόμενο δεν είναι πρωτοφανές. Στην Ελλάδα, λ.χ., δεν είχαμε ανάλογης έκτασης μείωση στην επιρροή των δύο μεγάλων κομμάτων το 1989 και το 1996; Εμμέσως πλην σαφώς, το συμπέρασμα είναι πως ακόμη και με ένα άλλο, μη αυστηρά δικομματικό, σκηνικό η πολιτική ουσία της διακυβέρνησης θα παραμείνει ως έχει.


Πρόκειται για πολιτικές αναλύσεις που όμως λογαριάζουν χωρίς την πολιτική. Παρ’ ότι επαγγέλλονται μια δυνατότητα πρόβλεψης του μέλλοντος, παραμένουν δέσμιες του παρελθόντος και γι’ αυτό διαπνέονται από μια πρωθύστερη νοσταλγία για τα πολιτικά αποτελέσματα του δικομματισμού που χάνεται. Η ενατένιση του αύριο με βάση τα δεδομένα του χθες δεν χαρτογραφεί αμερόληπτα το μέλλον αλλά ενδόμυχα κατατείνει στην ακύρωσή του. Αξίζουν τρεις επιγραμματικές ανασκευές.


Ι. Ο δικομματισμός και το νεοφιλελεύθερο αφήγημα που τον διέπει δεν μπαίνουν σε κρίση αφ’ εαυτού τους (επειδή απλώς οι πολίτες αναζητούν ποικιλία) αλλά επειδή κάποια ειδική πολιτική παρέμβαση επιτυγχάνει – λόγω – να αναδείξει τα ελλείμματά του και – έργω – να προβάλει περισσότερο ή λιγότερο επεξεργασμένες εναλλακτικές.


ΙΙ. Για πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση η Αριστερά ούτε αντιδικεί ούτε συμπλέει με την ηγεσία του ΠαΣοΚ αλλά, καλώντας την σε συγκεκριμένες κοινές δράσεις, τη θέτει αποφασιστικά ενώπιον των ευθυνών της. Το ότι με τον τρόπο αυτόν η ηγεσία του ΠαΣοΚ εκτίθεται είναι δική της ευθύνη, που όμως καθόλου δεν βλάπτει την προοδευτική παράταξη. Οπως δήλωσε ο νέος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, κανείς δεν «εμποδίζει τον κ. Παπανδρέου να κάνει και αυτός αντιπολίτευση. Αν θέλει, μπορεί».


ΙΙΙ. Η κατάσταση αυτή εγκαθιστά στο πολιτικό τοπίο μια ποιοτικά νέα δυναμική που, ανάλογα με τις στρατηγικές κινήσεις των κρίσιμων δρώντων (τόσο τις επιτυχείς όσο και τις εσφαλμένες), είναι δυνατόν να προσλάβει ακόμη και τα χαρακτηριστικά χιονοστιβάδας. Για να είναι όμως παραγωγικές οι αναλύσεις που επιχειρούμε πρέπει να εγκαταλείψουν τη μηχανιστική σεναριολογία και να εστιαστούν στην καταγραφή της ζωντανής αιτιώδους αλληλουχίας που διαμορφώνεται. Οι εκβάσεις είναι ανοιχτές. Πρόκειται για στιγμή όπου η πολιτική μπαίνει και πάλι επιτακτικά στο προσκήνιο.


Ο κ. Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Visiting Fellow στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (Clare Hall).