Εδώ και δύο δεκαετίες εισήγαγα τον όρο «πολιτική αγοραφoβία». Επιδιώκω έτσι να προσδιορίσω το είδος της χειραγώγησης – και συναφώς να καθορίσω τα αίτιά της – που υφίσταται η προσωπική ζωή μέσω των μηχανισμών υποβολής της εξουσίας. Η συμβολική βία που ασκείται επιμερίζεται σε δύο αλληλένδετες διεργασίες. Από τη μία αφορά την αδυναμία μας να βγούμε μόνοι μας στον δρόμο και επομένως να βρούμε μόνοι μας τον δρόμο. Από την άλλη αφορά την ανάγκη, εφόσον ο συνεχής εγκλεισμός εγκυμονεί απροσδόκητους κινδύνους, ενός οδηγού στα βήματά μας, με τα οποία δημοσιοποιούμε στάσεις και αποφάσεις.


Η «αγορά», που είναι το κομβικό σημείο αναφοράς, και η απουσία πρόσβασης στους εξουσιαστικούς της μηχανισμούς, δεν εξυπονοεί απλώς τη σύμπτυξη οικονομικού και πολιτικού πεδίου. Επίσης συνέλκει τις σημαίνουσες πρακτικές της συμπεριφοράς των μετόχων της που με ποικίλες διασταυρώσεις επικοινωνούν. Στα παραδείγματα τέτοιων πλεγμάτων αναστολών και συνάμα χειραγωγήσεων ανήκει η πολιτική αντιμετώπιση του ανθρώπινου σώματος, η εκπαίδευση ως διαδικασία κοινωνικής ένταξης, οι σχέσεις των δύο φύλων, η τριβή της κομματικής ένταξης, η επιβολή των «ειδικών» της επιστημονικής γνώσης κτλ.


Η διάχυση αυτού του «αγοραφοβικού» πλαισίου της συμπεριφοράς δεν συνεπάγεται την υποκατάσταση της κρατικής εξουσίας αλλά την ενίσχυσή της. Γιατί συχνά θεωρητικοί της εξουσίας βαυκαλίζονται με την ιδέα ότι μπορούν να περιορίζονται, στις αναλύσεις τους, σε ό,τι φαίνεται να διακρίνουν εκτός του πεδίου της εξουσίας. Μάλιστα με αυτόν τον τρόπο θεώρησης των πολιτικών πραγμάτων αφήνουν ανέγγιχτο τον καθαυτό πυρήνα και τις εξακτινώσεις του κράτους, δηλαδή το μονοπώλιο της έννομης τάξης και τις συναφείς κύριες λειτουργίες του. Με την ψευδαίσθηση μάλιστα ότι τα σύγχρονα κράτη έχουν καταστεί «πορώδη», δηλαδή «μπάζουν» από πολλές τρύπες, παρακάμπτονται οι συγκεκριμένοι εξουσιαστικοί τους μηχανισμοί, στο όνομα μιας διαχεόμενης, εκ των κάτω, αθέατης εξουσίας που θα μπορούσε να εκληφθεί και ως «παραεξουσία».


Πώς τέμνεται η «τηλεξουσία», ως «τέταρτη» δήθεν εξουσία, με την υπάρχουσα κρατική εξουσία; Από μια άποψη η «τηλεξουσία» αποτελεί πια τον κυριότερο μηχανισμό διάχυσης της αγοραφοβικής πολιτικής του σημερινού κράτους. Με την ιδιοτυπία του «μέσου» υποβάλλεται η εικόνα του μονοπωλίου των κριτηρίων αρμοδιότητας για το σύνολο των ζητημάτων της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Από αυτή την πρακτική προκύπτει η βεβαιότητα της αυθυπαρξίας του «μέσου» που φαίνεται να διαθέτει την ικανότητα μετατροπής του «φαινομένου» στην οθόνη σε «ουσία» των πραγμάτων και το αντίστροφο.


Για τους ιδιοκτήτες μιας τηλεοπτικής οθόνης και για κάποιους από τους «αστέρες» της, που μετρούν το ύψος τους με την τηλεθέαση, επιδιώκεται να αναχθούν σε «εθνικό» τηλεοπτικό εγχειρίδιο και συνακόλουθα σε ιδιόνομο μηχανισμό πολιτισμικής ηγεμονίας. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το σημείο τριβής και ενδεχόμενης «συναλλαγής» με την κρατική εξουσία. Δηλαδή μπορεί να αναπτυχθεί ένα δούναι-λαβείν αμοιβαία επωφελές. Ποιο είναι το όπλο της «τηλεξουσίας» που καθιστά περισσότερο τελεσφόρο από την πλευρά της τη συναλλαγή; Ο,τι θα ονόμαζα «τηλεοπτική αγοραφοβία».


Ειδικότερα, κατά τις τελευταίες δεκαετίες η διάδοση των «μέσων μαζικής επικοινωνίας» και πρωτίστως της τηλεόρασης, που εισχώρησε σε όλα τα σπίτια και τα καφενεία του πιο μικρού χωριού, μορφοποίησε νέους κώδικες συμπεριφοράς, ισχυροποίησε στερεότυπα και καθόρισε στάσεις, με αναλώσιμα συμβολικά αγαθά που παράγονται στους κόλπους του υπάρχοντος καταναλωτικού καπιταλισμού. Ετσι η «τηλεξουσία» εξελίχθηκε σε νέο δραστικό κέντρο των αναστολών και των χειραγωγήσεων. Για τούτο άλλωστε η τηλεοπτική βιομηχανία δεν δυσκολεύτηκε πολύ για να «πείσει» Ινστιτούτα Γενετικής Συμπεριφοράς να αποφανθούν ότι οι συνθήκες τηλεθέασης είναι εγγεγραμμένες στα ανθρώπινα γονίδια…


Τι θα μπορούσε να προκαλεί, ως προς τους εκπροσώπους της κρατικής εξουσίας, τον φόβο της «αγοράς» και της δημοσίευσης που θα ενείχε γνωρίσματα ανοιχτής διαπόμπευσης; Η «διπλή» τους ζωή, είτε με την «κανονικότητα» είτε με την «ιδιαιτερότητα» του φύλου. Επομένως ό,τι θα φαινόταν να αντιστρατεύεται τον «κοινό νου» και τον «μέσο πολίτη» που είναι ο παραλήπτης των εκπομπών ενός «εθνικού» τηλεοπτικού εγχειριδίου. Ο εκβιασμός λοιπόν αφορά τη θραύση της «πανοπλίας» που περιέβαλλε όσους και όσες υποκρίνονται ρόλους που δεν διαθέτουν. Δηλαδή μέσα σε μία στιγμή να χάσουν το πέπλο που επιμελώς απέκρυπτε την ιδιόλεκτο της προσωπικότητάς τους. Κοντολογίς, ό,τι συνιστούσε «προσωπικό δεδομένο» και δεν αποτελούσε αντικείμενο των διαχειριστών της «κοινής γνώμης» και της «ηθικής» της.


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.