Η μακρά διαδικασία ανάδειξης των υποψηφίων για τις επόμενες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ συνεχίζεται δυναμικά. Αλλοτε αναμενόμενα και άλλοτε ανατρεπτικά, τα αποτελέσματα των αναμετρήσεων μεταξύ των υποψηφίων του κόμματος των Δημοκρατικών δίνουν αφορμή για έναν ευρύτερο αναστοχασμό γύρω από τις ιδεολογικές συνιστώσες, τα πολιτισμικά γνωρίσματα και τις ιστορικές αναφορές του πολιτικού χώρου που εκφράζεται μέσω των υποψηφιοτήτων της Χίλαρι Κλίντον και του Μπάρακ Ομπάμα. Αν και τόσο οι δύο υποψήφιοι όσο και τα επικοινωνιακά επιτελεία τους έχουν προσπαθήσει να διαφυλάξουν τον οικουμενικό χαρακτήρα της πολιτικής τους πλατφόρμας, γεγονός παραμένει ότι η πιθανή νίκη ενός από τους δύο στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου θα σημάνει την ανάδειξη της πρώτης γυναίκας ή του πρώτου μαύρου προέδρου στην ιστορία των ΗΠΑ. Πέρα από επικοινωνιακές τεχνικές επίκλησης της οικουμενικότητας, η τεράστια συμβολική βαρύτητα αυτής της πιθανότητας αποτυπώνεται, άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα, στις ιστορικές αναφορές της προεκλογικής εκστρατείας, αγγίζοντας έτσι τον ίδιο τον πυρήνα του κεντρικού πολιτικού μηνύματος των Δημοκρατικών στις εκλογές του Νοεμβρίου του 2008: ελπίδα και αλλαγή.


Το βαρύ συμβολικό φορτίο της αναμέτρησης αποτυπώνεται και στις θεματικές που αναδεικνύονται στον πολιτικό λόγο των δύο υποψηφίων, αλλά κυρίως στο οπτικοακουστικό υλικό που χρησιμοποιείται στις εκστρατείες τους. Το πρώτο τηλεοπτικό σποτ της εκστρατείας του Μπάρακ Ομπάμα έφερε τον τίτλο «Ας πιστέψουμε πάλι» και ξεκινούσε με τον υπότιτλο «Ο Μπάρακ προς το μέλλον». Σε αυτό το σποτ ο υποψήφιος δηλώνει την επιθυμία του οι ιστορικοί του μέλλοντος να αποτιμήσουν το 2008 όχι ως μια περίοδο στάσης και απουσίας δυναμικών εξελίξεων, αλλά ως την ιστορική στιγμή όπου οι ΗΠΑ επανεκτίμησαν την ιστορική πορεία του έθνους και στράφηκαν δυναμικά προς το μέλλον. Ποιο μέλλον όμως; Μα φυσικά το μέλλον που είχε προδιαγραφεί από τους ιστορικούς πατέρες του έθνους, τουλάχιστον από εκείνους που ο Μπάρακ Ομπάμα επικαλείται ως πηγή έμπνευσης αλλά και ιστορικής νομιμοποίησης. Στο σποτ παρουσιάζονται, μέσω της προβολής αρχειακού κινηματογραφικού υλικού, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και ο Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι, ο οποίος με τη σειρά του επικαλείται τον ίδιο τον Αβραάμ Λίνκολν, παρουσιάζοντας έτσι τον Μπάρακ Ομπάμα ως τον φυσικό συνεχιστή μιας συγκεκριμένης ιστορικής παράδοσης.


Αντίστοιχα, κεντρικό σύνθημα στο πρώτο τηλεοπτικό σποτ της εκστρατείας της Χίλαρι Κλίντον ήταν η δυνατότητα και η ικανότητα της υποψήφιας να οδηγήσει τη χώρα σε κοινωνική αλλαγή φέρνοντας στο προσκήνιο του ενδιαφέροντος κατηγορίες πολιτών που παραμένουν αθέατοι στην παρούσα μορφή διακυβέρνησης: γυναίκες, οικογένειες, ανύπαντρες μητέρες και ηλικιωμένοι. Η ιστορία που ανακαλείται από τα τηλεοπτικά μηνύματα της εκστρατείας της Χίλαρι Κλίντον αφορά την προσωπική της διαδρομή, την εμπειρία της, την «εκπαίδευσή» της στην αντιμετώπιση του κοινωνικού και πολιτικού συντηρητισμού.


Οπως πρόσφατα παρατήρησε ένας σχολιαστής στους «New York Times», ανεξάρτητα από τις προθέσεις των πρωταγωνιστών οι δύο υποψηφιότητες είναι βαθιά εμποτισμένες από την ιστορία καθώς αντιπροσωπεύουν έμμεσα και διαθλαστικά δύο από τα σημαντικότερα πολιτικοκοινωνικά κινήματα της σύγχρονης αμερικανικής ιστορίας: το γυναικείο κίνημα και το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων (Mark Leibivich, «Rights vs Rights: An Improbable Collision Course», «The New York Times», 17.1.2008). Είναι πραγματικά αδύνατον να κατανοήσουμε τη σύγχρονη ιστορία των ΗΠΑ χωρίς να λάβουμε υπόψη τις πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες που διαμόρφωσαν αλλά και διαμορφώθηκαν από τα δύο αυτά σημαντικά κινήματα. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι πολλά από τα στοιχεία της έννοιας της αμερικανικότητας, όπως αυτή διαμορφώθηκε σε πολιτισμικό επίπεδο στο εσωτερικό των ΗΠΑ από τις αρχές του 20ού αιώνα ως και τη δεκαετία του 1970, ζυμώθηκαν στο εσωτερικό αυτών των δύο σημαντικών πολιτικών κινημάτων.


Η ιστορική πλαισίωση της εκλογικής αναμέτρησης για το χρίσμα των Δημοκρατικών συνεπάγεται ότι η νίκη του ενός από τους δύο πρωτεύοντες υποψηφίους, πέρα και έξω από τις προθέσεις και τις προσωπικές τους πολιτικές θέσεις, φέρει εκ των προτέρων ένα σημαντικό ιστορικό φορτίο. Το πολιτικό εγχείρημα της ανάδειξης μιας γυναίκας ή ενός μαύρου Αμερικανού στη θέση του προέδρου των ΗΠΑ φέρει ένα ιστορικά διαμορφωμένο απόθεμα ελπίδων και προσδοκιών της αμερικανικής κοινωνίας που ξεπερνά τα ίδια τα πρόσωπα και τις πολιτικές τους. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι κεντρικά συνθήματα των Δημοκρατικών για τις επερχόμενες προεδρικές εκλογές είναι η «ελπίδα» και η «αλλαγή».


«Θέλουμε να συμμετέχουμε στην πολιτική του κυνισμού ή στην πολιτική της ελπίδας;» είναι το δίλημμα που θέτει ο Μπάρακ Ομπάμα στους Αμερικανούς. Την απάντηση θα έχουν δώσει οι ίδιοι ως τον Νοέμβριο του 2008. Πέρα όμως από τις εκλογικές αναμετρήσεις και τα αποτελέσματά τους, φαίνεται ότι η «πολιτική της ελπίδας» επιστρέφει σταδιακά στο ιδεολογικό λεξιλόγιο αλλά και στον συμβολικό διάκοσμο της πολιτικής σκηνής των ΗΠΑ. Θα ήταν ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε αν αυτή η τάση θα διαπεράσει τον Ατλαντικό Ωκεανό. Θα υπάρξει άραγε χώρος για «πολιτικές της ελπίδας» στο σύγχρονο ευρωπαϊκό περιβάλλον των πολιτικών και εκλογικών αναμετρήσεων του κοντινού μέλλοντος;


Η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι επίκουρη καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.