Είμαστε θεατές, τα δύο τελευταία χρόνια, ενός θεάματος επιφανειακά ψυχαγωγικού – ως δημοφιλούς με όρους τηλεθέασης – αλλά κατ’ ουσίαν εξαιρετικά ανησυχητικού: της απαξίωσης βασικών αξιών της δημοκρατίας. Η πολιτική, η δικαιοσύνη, η δημόσια Παιδεία έχουν αποτελέσει, διαδοχικά και ταυτόχρονα, στόχους της δημοσιογραφικής κριτικής. Με κάθε μέσο, με κρυφές κάμερες, με διαστρεβλώσεις, με ηθικοπλαστικό ύφος, με αλαζονεία, με υποκρισία, μέρος της ελληνικής δημοσιογραφίας επιδόθηκε – στο όνομα του δικαιώματος του πολίτη για ενημέρωση – σε ισοπέδωση των αξιών και σε συστηματική υπονόμευση της αξιοπιστίας των θεσμών μιας δημοκρατικής πολιτείας. Η απαξίωση των θεσμών στηρίχτηκε στον χλευασμό των προσώπων και του ιδιωτικού τους βίου. Στην κλειδαρότρυπα της οθόνης το δημόσιο ήθος συγχεόταν με την ιδιωτική συμπεριφορά. Στις περισσότερες περιπτώσεις η κοινή γνώμη (όπως κι αν την ορίσουμε) χειραγωγούνταν με το συναίσθημα χωρίς να χαλιναγωγείται από τον ορθό λόγο. Η πρακτική αυτή αποδείχθηκε μπούμερανγκ. Ηλθε τώρα η σειρά των ίδιων των δημοσιογράφων να απαξιωθούν (ευτυχώς όχι όλων), προσφέροντας τον εαυτό τους θήραμα στον Μολώχ της τηλεόρασης.


Ολοι γνώριζαν βεβαίως ότι ο βασιλιάς ήταν γυμνός. Ολοι γνώριζαν ότι οι ιεροκήρυκες της ηθικής δεν ήταν άμεμπτοι οι ίδιοι και ότι τα ΜΜΕ είναι τεράστιες επιχειρήσεις με πολυσχιδή οικονομική δραστηριότητα, η οποία υπόκειται στους νόμους της αγοράς. Εξάλλου είχε γίνει προφανές ότι η πολιτική εξουσία διαπλεκόταν με την εξουσία των ΜΜΕ μέσα από αμφίδρομα δίκτυα συναλλαγής. Σήμερα όμως, για πρώτη φορά, ακούσαμε και τις καμπάνες να χτυπούν: καμπάνες πένθιμες ή καμπάνες συναγερμού;


Η δημοσιογραφία έθετε πάντα ως στόχο της τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας και τη διαφάνεια στην ενημέρωση των πολιτών. Ακριβώς αυτή της η λειτουργία εξάλλου ήταν που φόβιζε τα ολοκληρωτικά και δικτατορικά καθεστώτα που φίμωναν και λογόκριναν τον Τύπο. Στις δικτατορίες επικρατούσε πάντα η σιωπή και η πολιτική δράση καλυπτόταν από αδιαφανή πέπλα. Στη σύγχρονη δημοκρατία, όπως τη ζούμε σήμερα στην Ελλάδα, η διαφάνεια έχει πάψει να υπηρετεί τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας και έχει μετασχηματιστεί σε έναν οργουελιανό εφιάλτη. Ο έλεγχος και η παρακολούθηση όχι μόνο του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού βίου οδηγούν σε έναν νέο, άλλου τύπου, ολοκληρωτισμό.


Η καταγγελτική ενημέρωση καλλιεργεί εν τέλει την ανασφάλεια, τη δυσπιστία και την ακηδία των πολιτών, κυρίως των νέων. Οι νέες γενιές δεν προετοιμάζονται στο σχολείο για την «ανάγνωση» της τηλεόρασης, όπως προετοιμάζονται για την ανάγνωση και ερμηνεία κειμένων. Είναι συνεπώς πολύ πιο ευάλωτες σε μηνύματα που δεν μπορούν να επεξεργαστούν. Σε ένα καθεστώς γενικευμένης ανασφάλειας σχετικά με το μέλλον του, ποιο μήνυμα λαμβάνει σήμερα ένας νέος μπροστά στο δελτίο ειδήσεων; Οτι η διαπλοκή και η διαφθορά αποτελούν αυτονόητο δεδομένο της πολιτείας μας κι ότι δεν επιβραβεύεται η ικανότητα και ο μόχθος. Η αντίδρασή του μπορεί να παλινδρομήσει μεταξύ απάθειας και εξέγερσης, μεταξύ αδιαφορίας και διαμαρτυρίας. Εξαρτάται πώς θα ερμηνεύσει τον χτύπο της καμπάνας: πένθιμη ή συναγερμού;


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.