Πόσο δύσκολο να είσαι δημοσιογράφος σήμερα – αν ποτέ ήταν πολύ ευκολότερο και αν ποτέ υπήρξε αμέριμνο επάγγελμα. Μπορώ να μιλήσω κάπως για αυτό, γιατί και ο πατέρας μου και ο θείος μου, καθώς και φίλοι τους που γνώρισα, το υπηρετούσαν. Και βεβαίως δεν υπάρχει ευκολότερο πράγμα από τη νοσταλγία του χαμένου παράδεισου, ο οποίος βρίσκεται πάντοτε στο παρελθόν. Ας μου επιτραπεί να μην τον αναπολήσω, για λόγους μάλιστα πολιτικής σκοπιμότητας: πολλοί θα επιθυμούσαν σήμερα να δουν κατεστραμμένο και έρημο το τοπίο της δημοσιογραφίας και να καρφώσουν στη φαντασία μας την εικόνα του αλληλοσπαραγμού, της ευτέλειας, της ανομίας. Με αυτή τη δημοσιογραφία που θέλουν να κατοχυρώσουν, ο δημόσιος λόγος θα έχει υποστεί ένα ακόμη πλήγμα, καίριο αυτή τη φορά, ώστε οι ύαινες, ανενόχλητες, να κυκλοφορούν ανάμεσα στα κουφάρια. Τις γνωρίζουμε, κυρίως τώρα που έχουν επικίνδυνα πολλαπλασιαστεί. Ας αποφύγουμε, έστω και ψευδαισθητικά, τη δυσοσμία: μπορεί έτσι να εξοντωθούν μεταξύ τους για το καλό όλων μας.


Ολοι όμως ξέρουμε ότι υπάρχει και διαφορετική δημοσιογραφία που την υπηρετούν διαφορετικοί δημοσιογράφοι. Αυτοί όμως τις περισσότερες φορές μένουν σιωπηλοί. Οχι γιατί φοβούνται να μιλήσουν, αλλά γιατί δεν είναι καθόλου εύκολο να βρεις τον σωστό τόνο μέσα στον θόρυβο και τις κραυγές, κυρίως όταν γνωρίζεις καλά, εξ εμπειρίας, ότι είσαι μόνος σου. Ο πολιτικός που χτες, προτού εκλεγεί, εκλιπαρούσε με το μειλίχιο ύφος του επαίτη, σήμερα, μετά την εκλογή του, στέκεται κορδωμένος στα δυο του πόδια και σε ατενίζει βλοσυρός, με ύφος Ναπολέοντα, μετά τον θρίαμβο στο Αούστερλιτς. Ο άλλος, του οποίου το κόμμα υποστήριζες με ευθύνη, ρίσκο, θάρρος και κόστος, μόλις τολμήσεις να του ασκήσεις κριτική, ανήκεις στο υπηρετικό προσωπικό των συμφερόντων που θέλουν να ποδηγετήσουν την παράταξή του και να την καταστήσουν υποχείριο των σκοτεινών τους σχεδίων. Εσύ, ως δημοσιογράφος, οφείλεις να μείνεις ψύχραιμος και να συνεχίσεις να υποδεικνύεις στον ανερμάτιστο τους κινδύνους της συμπεριφοράς του.



Οι ειδήσεις δεν σταματούν ούτε στιγμή στα δημοσιογραφικά γραφεία. Οι πιο επικίνδυνες είναι συνήθως οι πληροφορίες που έρχονται με τρόπο πλάγιο και σαγηνευτικό. Πολλοί είναι οι καλοθελητές και ακόμη περισσότερες οι πηγές. Εσύ πρέπει να κρατήσεις το μυαλό σου καθαρό, να περιορίσεις τα συναισθήματά σου, να ξεχάσεις τις προτιμήσεις σου. Γνωρίζεις ότι δεν πρέπει να αποκρύψεις την αλήθεια, αλλά γνωρίζεις εξίσου καλά ότι πρέπει να την ανακαλύψεις μέσα στα πλουμιστά πέπλα που τη σκεπάζουν. Αισθάνεσαι υποχρεωμένος, για να είσαι επαρκής στο επάγγελμα που διάλεξες, να μετρήσεις το αποτέλεσμα της πληροφορίας που κατέχεις ώστε να μην καταλήξει δηλητήριο στα μάτια και τα αφτιά του αναγνώστη. Ξέρεις ότι πολλές φορές έχεις πάρει την ευθύνη να μετριάσεις τη σκληρή όψη της πραγματικότητας, γιατί αυτό που σε αφορά περισσότερο είναι η πληροφόρηση του κοινού και όχι η εξαγρίωσή του. Αλήθεια, μόλις τελειώσει και πάρει τον δρόμο για το σπίτι του, ποιος θα πει με ακρίβεια και δικαιοσύνη πόση αγωνία κυκλοφορεί στο μυαλό του καλού δημοσιογράφου; Ισως η ανταμοιβή του είναι ότι κατάφερε, για μία ακόμη φορά, να εξημερώσει το ανήμερο θηρίο της επικαιρότητας.


Υπάρχουν όμως και οι «υλατζήδες», όπως τους λένε. Αυτοί που φτιάχνουν την εφημερίδα. Διαβάζουν τα κείμενα – και των άλλων και τα δικά μας -, πολλές φορές τα διορθώνουν και φροντίζουν να τα παρουσιάζουν με γούστο στη σελίδα που στήνουν. Τις περισσότερες φορές, μαζί με τους διορθωτές, μένουν ανώνυμοι. Ο πολύς κόσμος δεν τους γνωρίζει, αλλά χωρίς αυτούς εφημερίδα δεν μπορεί να υπάρξει. Τέλος, υπάρχει ο μεγάλος χορός των νεκρών. Αυτών που μόλις πρόλαβαν να γυρίσουν το κεφάλι και να δουν – γιατί την άλλη στιγμή είχαν πια φύγει. Ετσι απλά και απόλυτα. Χωρίς φωνές και μόνοι.


Εδώ στη Γη άγγελοι δεν υπάρχουν. Ο καθένας μπορεί εύκολα να κάνει τον λογαριασμό και να διαλέξει. Το δίλημμα είναι: δημοσιογραφικός λόγος ή ερημία;


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.