Στην Ελλάδα έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια μια παθολογική κατάσταση στον χώρο της δημοσιογραφίας. Η κατάσταση αυτή, που αδικεί τον χώρο και εκείνους τους, πολλούς, δημοσιογράφους που ασκούν το λειτούργημά τους τηρώντας τη δημοσιογραφική δεοντολογία, είναι καινοφανής. Εννοώ τις συμπεριφορές που υπό το κάλυμμα της δημοσιογραφίας εξυπηρετούν ιδιοτελείς σκοπούς. Χαρακτηριστικό τους είναι ο αδίστακτος τρόπος με τον οποίο ξεπερνιέται κάθε όριο που θέτουν οι νόμοι και η δημοσιογραφική δεοντολογία. Ακολουθείται η γραμμή, χωρίς οποιαδήποτε ηθική αναστολή, ότι τα πάντα επιτρέπονται.


Ετσι, πρώτο θύμα αυτής της συμπεριφοράς είναι η παραβίαση προσωπικών δεδομένων, ακόμη και των πιο ευαίσθητων (κρυφές κάμερες, δημοσίευση εικόνων από τις πιο προσωπικές, όπως οι ερωτικές, στιγμές κτλ.). Δεύτερο θύμα είναι η τιμή και υπόληψη του προσώπου. Το χρησιμοποιούμενο μέσο είναι ο διασυρμός. Χρησιμοποιείται ακόμη και η απειλή διασυρμού, με σκοπό να εξαναγκασθεί ο απειλούμενος, από τον φόβο της διαπόμπευσής του, να εξαγοράσει τη σιωπή του απειλούντος. Τα ποσά που ενθυλακώνουν όσοι εφαρμόζουν αυτή τη μέθοδο φυσικά δεν κατατίθενται σε τραπεζικούς λογαριασμούς που θα μπορούσαν κάποτε να αποκαλυφθούν. Δεν αρνούμαι ότι εκείνοι που εφαρμόζουν αυτές τις μεθόδους αποκαλύπτουν πολλές φορές και πραγματικά σκάνδαλα, γιατί σκάνδαλα ασφαλώς υπάρχουν. Αυτό όμως δεν είναι παρά το άλλοθι που τους χρειάζεται για να δημιουργήσουν την εντύπωση αξιοπιστίας.


Δυσάρεστο όμως είναι ότι υπάρχουν πολλοί επώνυμοι από την πολιτική, τη δικηγορία, τη δημοσιογραφία, τα πανεπιστήμια κτλ. που συμμετέχουν στις σχετικές εκπομπές. Οποια και αν είναι τα κίνητρα της συμμετοχής τους, τελικά νομιμοποιούν τις συμπεριφορές αυτές και τροφοδοτούν την ισχύ αυτής της υποτιθέμενης «δημοσιογραφίας». Δυσεξήγητη είναι επίσης η ανοχή και απραξία, μπροστά σ’ αυτό το φαινόμενο, της ΕΣΗΕΑ που κύριο μέλημα έπρεπε να έχει την προστασία του δημοσιογραφικού λειτουργήματος όχι μόνο από εξωτερικές επεμβάσεις, αλλά και από τις εσωτερικές υπονομεύσεις από δημοσιογραφούντες με αυτόν τον τρόπο. Σε άλλη χώρα δημοσιογράφοι βαρυνόμενοι με επανειλημμένη επίδειξη τέτοιας συμπεριφοράς θα αποβάλλονταν ή θα απομονώνονταν. Ανοχή, τέλος, δείχνει, πλην εξαιρέσεων, η κοινωνία που τηρεί παθητική στάση, χωρίς να προβάλλει την παραμικρή αντίσταση. Ας ελπίσουμε ότι τα τελευταία γεγονότα θα αποτελέσουν έναυσμα για αφύπνιση και αντίδραση στο παραπάνω φαινόμενο.


Ο κ. Μιχάλης Σταθόπουλος είναι καθηγητής του Αστικού Δικαίου, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης.