Η συζήτηση για τον ρόλο και την προσδοκώμενη συμβολή της νέας γενιάς στα κοινά είναι παλαιά όσο και η ίδια η πολιτική. Ομως ο επιτακτικός, συχνά αγωνιώδης, χαρακτήρας που η αναζήτηση του «νέου» προσλαμβάνει στις μέρες μας κατοπτρίζει ελλείμματα αντιπροσώπευσης και, εν τέλει, δημοκρατίας. Είναι προφανές πως το αίτημα για ηλικιακή ανανέωση υποκρύπτει ένα αίτημα ανανέωσης της πολιτικής· όμως, αν και συναφείς, οι δύο μορφές ανανέωσης – η πολιτική και η ηλικιακή – δεν ταυτίζονται. Απαιτείται επακριβής προσδιορισμός της μεταξύ τους σχέσης, αλλιώς ελλοχεύει ο κίνδυνος ανεπίγνωστων μεταθέσεων και αντιστροφών.


* Γιάπηδες και διαφθορά


Τη δεκαετία του ’90 στην Ελλάδα και διεθνώς η πολιτική ανανέωση προβλήθηκε ως έννοια συνώνυμη με την περίφημη γενιά των σαραντάρηδων. Ομως σχεδόν κατά κανόνα (και ασφαλώς όχι τυχαία) οι «σαραντάρηδες» βρέθηκαν να ηγούνται εγχειρημάτων ιδεολογικής αναπαλαίωσης. Μαζί με το εκλεκτικιστικά επιστημονικοφανές του περιτύλιγμα, το τρίπτυχο ιδιωτικοποίηση – απορρύθμιση – ατομισμός επιδίωξε – και σε μεγάλο βαθμό επέτυχε – να ενδυθεί έναν φανταχτερό μανδύα ηλικιακής νεότητας. Σε δραματική αντίθεση με τις μεγαλόστομες επαγγελίες τους, όμως, οι γιάπηδες της πολιτικής όχι μόνο διαρκείς και ρηξικέλευθες λύσεις στα προβλήματα των καιρών δεν επέτυχαν, αλλά το ακριβώς αντίθετο: έφεραν κυνισμό, κοινωνικά αδιέξοδα και δομική διαφθορά (που στις ημέρες μας τείνει να προσλάβει τις διαστάσεις χιονοστιβάδας). Η Naomi Klein μάς υπενθύμισε πρόσφατα (The Shock Doctrine: The Rise of Disaster Capitalism, Λονδίνο, Allen Lane, 2007, σ. 445-47) ότι μακρά σειρά επιφανών ιδεολόγων του επιθετικού νεοφιλελευθερισμού, που τις προηγούμενες δύο δεκαετίες δέσποσε στον πολιτικό, επιχειρηματικό και ακαδημαϊκό κόσμο, βρίσκονται σήμερα στη φυλακή ή αντιμέτωποι με βαριές κατηγορίες. Στις ημέρες της δόξας τους οι περισσότεροι εξ αυτών κράδαιναν την ηλικιακή τους νεότητα ως τεκμήριο πολιτικής ορθότητας. Το ότι «η ηλικία δεν κάνει το πρόγραμμα» αποτελεί, συνεπώς, βιωμένο συμπέρασμα της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας που δεν επιτρέπεται να ξεχνούμε.


* Φόρμα και περιεχόμενο


Το φαινόμενο είναι ενδεικτικό της περιπλοκότητας που διέπει τη σχέση μεταξύ του εκάστοτε προγραμματικού πολιτικού λόγου και των επικοινωνιακών κωδίκων που μετέρχεται προκειμένου να διαδοθεί. Ενδέχεται ένας πραγματικά νέος προγραμματικός λόγος να πέφτει εξακολουθητικό θύμα της επικοινωνιακής του αβελτηρίας, όπως και το αντίστροφο (που είναι και το πιο πιθανό): το προγραμματικά κοινότοπο (ή και αντιδραστικό) μπορεί να δημοσιοποιείται με τροπισμούς ελκυστικά καινοφανείς. Σε κάθε περίπτωση, η ηλικιακή νεότητα δεν μπορεί να θεωρείται ταυτόσημη της πολιτικής· η σχέση τους δεν αποτελεί δεδομένο, αλλά ζητούμενο.


Ομως αυτό δεν σημαίνει ότι η ηλικία δεν παίζει ρόλο. Η τάση να προσεγγίζουμε την ηλικιακή ανανέωση ως σύντμηση ή – ακόμη χειρότερα – ως υποκατάστατο της προγραμματικής (ως να είναι ποτέ δυνατόν να επέλθει πολιτική ανανέωση χωρίς την πολιτική) όχι μόνο δεν αναδεικνύει τη σημασία του ηλικιακού παράγοντα αλλά απειλεί να τον καταβαραθρώσει. Ο κίνδυνος δεν είναι διόλου αμελητέος αν αναλογιστούμε ότι η εκφορά των νεότερων ηλικιών αναδεικνύει όψεις των κοινωνικών προβλημάτων (και των απαιτούμενων πολιτικών δράσεων) που οι παλαίμαχοι πολιτικοί συχνά αδυνατούν να συλλάβουν. Εστω έμμεσα ή μερικά, η ματιά των νεότερων είναι προϊόν μιας πιο μακροπρόθεσμης ενατένισης του πολιτικού σύμπαντος: όπως και οι κοινωνίες, έτσι και οι νέοι έχουν τη ζωή «μπροστά τους».


Η ηλικία έχει λοιπόν τη σημασία της, όμως είναι μια σημασία ενισχυτική και επικουρική του προγραμματικού πολιτικού λόγου που καλείται να εκφράσει. Ενας ανεπαρκής πολιτικός λόγος παραμένει ανεπαρκής ακόμη και όταν εξωραΐζεται από έναν ηλικιακά νέο πολιτικό. Προσδοκάται βέβαια το αντίστροφο: θεσμικοί διακανονισμοί, μέριμνες και παρεμβάσεις που θα επιτρέψουν στη νέα γενιά να προωθήσει δυναμικά ό,τι πληροί τα εχέγγυα μιας γνήσιας πολιτικής ανανέωσης.


Ο κ. Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Visiting Fellow στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (Clare Hall).