Με ποικίλες αντιδράσεις έγινε δεκτή από το στελεχικό δυναμικό των κομμάτων η πρωτοβουλία του κ. Αλ. Αλαβάνου να ανοίξει ο ίδιος τον δρόμο της διαδοχής του και να παραδώσει τη σκυτάλη στη νεότερη γενιά της παράταξής του. Οι αντιδράσεις για την επιλογή του να προτείνει ως αντικαταστάτη του στην ηγεσία του Συνασπισμού τον 33χρονο κ. Αλ. Τσίπρα, ο οποίος δεν είναι καν βουλευτής, δεν περιορίζονται μόνο στον δικό του πολιτικό χώρο, αλλά διατρέχουν οριζοντίως όλο το πολιτικό σύστημα. Ο διάλογος για «ανανέωση» έχει ανοίξει. Δεν είναι μάλιστα λίγοι εκείνοι που, επικαλούμενοι πολλά ιστορικά προηγούμενα, πρόσφατα και παλαιότερα, διεθνή αλλά και εγχώρια, επισημαίνουν ότι η ηλικιακή ανανέωση της ηγεσίας ενός κόμματος παρασύρει και τους άλλους πολιτικούς σχηματισμούς προς αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο το ερώτημα αν το νέο στην πολιτική συμβαδίζει με την ηλικία του πολιτικού και μόνον υφίσταται καθώς η «μάχη των γενεών» για την είσοδο στο Κοινοβούλιο έχει αρχίσει.


Οι νέοι, ως ψηφοφόροι, θα παίξουν μακρόχρονα κεντρικό ρόλο στην αλλαγή του πολιτικού συστήματος στη χώρα μας. Ωστόσο οι νέοι πολιτικοί, δηλαδή αυτοί που έχουν ενταχθεί πρόσφατα στο κομματικό σύστημα, ανεξαρτήτως ιδεολογίας, παίζουν και θα εξακολουθούν να παίζουν συντηρητικό παρά μεταρρυθμιστικό ρόλο. Και αυτό γιατί η δομή και ο τρόπος ένταξής τους σε αυτό το σύστημα τούς καθιστά μέρος του πολιτικού status quo, μέρος του προβλήματος της πολιτικής αλλαγής. Συγκεκριμένα, υπάρχουν τρία δομικά χαρακτηριστικά του πολιτικού συστήματος που εμποδίζουν τους νέους πολιτικούς (ή/και τους πολιτικούς που είναι νέοι στην ηλικία) να αλλάξουν τα πολιτικά πράγματα.


* Το εκλογικό σύστημα


Για την εκλογή του ο νέος πολιτικός, ιδίως στις μεγάλες εκλογικές περιφέρειες, εξαρτάται άμεσα από την τηλεόραση. Οπως είναι γνωστό, η αγορά τηλεοπτικού χρόνου είναι πανάκριβη. Αρα μια βασική προϋπόθεση για να αποκτήσει ένας νέος υποψήφιος πολιτικό κεφάλαιο είναι η πρωθύστερη απόκτηση οικονομικού κεφαλαίου. Σε μια εποχή όπου οι γόνοι εύπορων οικογενειών, λόγω της γενικευμένης απαξίωσης της πολιτικής, τείνουν να αποφεύγουν την πολιτική καριέρα, ο επίδοξος πολιτευτής είναι αναγκασμένος, για την απόκτηση πόρων, να απευθυνθεί σε ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες. Και, βέβαια, οι τελευταίοι αποκτούν συγκεκριμένα ανταλλάγματα. Με αυτόν τον τρόπο τα πλουτοκρατικά και συγχρόνως έντονα πελατειακά χαρακτηριστικά του πολιτικού συστήματος αναπαράγονται.


* Η σχέση κόμματος – κοινωνίας


Λόγω της καχεκτικής κοινωνίας πολιτών στη χώρα μας τα κόμματα εξουσίας παίζουν κυρίαρχο ρόλο όχι μόνο στο πολιτικό σύστημα αλλά και σε όλους τους άλλους χώρους της ελληνικής κοινωνίας. Από το πανεπιστήμιο και τα επαγγέλματα ως την τέχνη και τα σπορ, η κομματική λογική διεισδύει και υποσκάπτει τις αυτόνομες λογικές και αξίες όλων των άλλων θεσμών. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο δεν υπάρχουν σοβαρά αντίβαρα στην κομματικοκρατία. Το κομματικό συμφέρον, κατά συστηματικό τρόπο, υπερισχύει του γενικού συμφέροντος – αφού τα πάντα θυσιάζονται στον βωμό της ψηφοθηρίας και της λογικής του «πολιτικού κόστους». Υπ’ αυτές τις συνθήκες μπορούν οι νέοι πολιτικοί να αλλάξουν το πολιτικό σύστημα; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα πρέπει να εξετάσουμε πώς η εσωτερική δομή των κομμάτων εξουσίας συνδέεται με το πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι.


* Κομματική δομή και πολιτική αλλαγή


Στον Μεσοπόλεμο η άνοδος των μεσαίων στρωμάτων και η είσοδος νέας γενιάς πολιτικών στην πολιτική αρένα αποδυνάμωσε τον «παλαιοκομματισμό», δηλαδή τον ολιγαρχικό χαρακτήρα του κοινοβουλευτισμού του 19ου αιώνα. Δεν άλλαξε όμως τα πελατειακά χαρακτηριστικά των κομμάτων. Απλώς το μεταπαραδοσιακό πελατειακό σύστημα έγινε πιο συγκεντρωτικό: ο έλεγχος των πελατειακών δικτύων πέρασε σταδιακά από τα χέρια τοπικών προυχόντων σε αυτά των εθνικής εμβέλειας ελίτ.


Οπως στον Μεσοπόλεμο έτσι και στη Μεταπολίτευση τα ανερχόμενα κοινωνικά στρώματα και η είσοδος νέων ανθρώπων στην ενεργό πολιτική άλλαξαν τη δομή των κομμάτων χωρίς όμως να αλλάξει τα πελατειακά τους χαρακτηριστικά, και αν το πελατειακό σύστημα στον Μεσοπόλεμο έγινε, σε σχέση με αυτό του 19ου αιώνα, πιο συγκεντρωτικό, στη Μεταπολίτευση έγινε πιο μαζικό. Διότι στη μεταπολιτευτική περίοδο τα κόμματα μαζικοποιήθηκαν χωρίς να εκδημοκρατισθούν, χωρίς δηλαδή να αμβλύνουν τα επιμεριστικά και λαϊκιστικά χαρακτηριστικά τους. Και όπως οι πόροι που ελέγχουν οι πολιτικές ελίτ αυξάνονται με ταχείς ρυθμούς, η διαφθορά «μαζικοποιείται». Το ρουσφέτι, το «λάδωμα», οι παράνομες σχέσεις πολιτικών – κρατικών λειτουργών – επιχειρηματιών διαχέονται από την κορυφή ως τη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Σε αυτό το πλαίσιο είναι δύσκολο αν όχι αδύνατον οι νέοι πολιτικοί να αλλάξουν τις κυρίαρχες πολιτικές πρακτικές και δομές.


Συμπέρασμα: ο τρόπος εκλογής των υποψηφίων, η κυριαρχία της κομματικοκρατικής λογικής και η πελατειακή δομή των κομμάτων εξουσίας συνιστούν εμπόδια τα οποία η νέα γενιά πολιτικών δεν μπορεί εύκολα να ξεπεράσει. Η ουσιαστική αλλαγή του πολιτικού συστήματος, αν και όταν επιτευχθεί, μάλλον θα προέλθει όχι εκ των έσω αλλά κυρίως από δυνάμεις και εξελίξεις εκτός του κομματικοκρατικού συστήματος: από την ανάπτυξη φορέων εντός της κοινωνίας των πολιτών, από την ενδυνάμωση των μέχρι σήμερα καχεκτικών «Ανεξάρτητων» Αρχών, από τα νέα κινήματα, από την αλλαγή της πολιτικής κουλτούρας που οι μεταϋλιστικές αξίες μιας μερίδας της νέας γενιάς ασπάζονται – καθώς και από τις εξωτερικές πιέσεις που η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση δημιουργεί. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, πως οι μεταρρυθμιστικά προσανατολισμένοι πολιτικοί δεν θα μπορέσουν να συνεισφέρουν σε έναν πιθανό εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος. Αλλά η συνεισφορά τους θα είναι αποτελεσματική μόνο αν συμμαχήσουν με ανερχόμενες κοινωνικές, εξωκομματικές δυνάμεις (π.χ. οικολογικές, φεμινιστικές, αντιρατσιστικές κλπ.).


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Economics (LSE).