ΤΟΚΙΟ, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ.


Πουθενά αλλού δεν συνοψίζεται πιο δυναμικά η αντίληψη της μητρόπολης ως συστήματος μετακινήσεων και επικοινωνίας. Αυτός ο απέραντος μητροπολιτικός οργανισμός, με τα νεότερα σε ηλικία κτίρια από οποιαδήποτε άλλη πόλη στον κόσμο, αναπτύσσεται σε μια σειρά επίγειων και υπόγειων αξόνων μεταφοράς, περιλαμβανομένου του πιο σύνθετου, πολύπλοκου και ολοκληρωμένου δικτύου μετρό διεθνώς. Ωστόσο κατά παράδοξο τρόπο, με δεδομένη την τερατώδη έκταση και τη φαινομενικά ακατάληπτη δομή του αστικού τοπίου, η εξερεύνηση και η κατανόηση του Τόκιο είναι τόσο αποτελεσματική όσο γίνεται με το περπάτημα και την πεζοπορία, ανάμεσα σε μέτωπα ουρανοξυστών που βλέπουν σε πολυώροφους εναέριους άξονες ταχείας κυκλοφορίας και σε μικρά σπίτια αμέσως από πίσω, πάνω σε μικρούς, στενούς και αθέατους σε πρώτη όψη δρόμους. Η πρόκληση είναι μεγάλη, αλλά δεν είναι απολύτως ουτοπικό το εγχείρημα της αποκρυπτογράφησης των μυστικών αυτού του μετα-αστικού ρευστού, υβριδικού, λαβυρινθώδους και επαμφοτερίζοντος «συγχρονικού όλου» που αυτοπροσδιορίζεται αενάως ως ένα γιγαντιαίο κολλοειδές.


Το Τόκιο (μαζί με τη Γιοκοχάμα), μητρόπολη 35 εκατομμυρίων κατοίκων εξ ορισμού υπερμοντέρνα, είναι σήμερα η πιο εκπληκτική και απροσδόκητη βιτρίνα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Μια βιτρίνα ψηφιακή, εικονική, υπνωτική και εκτυφλωτική σαν πολύχρωμο night-club. Εντούτοις η αρχιτεκτονική αυτή, όσο και αν είναι πρωτότυπη, απίθανη ή μεγάλη, εμφανίζεται ανίσχυρη: υποκύπτει ολοκληρωτικά στην ακατανίκητη δύναμη της πόλης. Δεν είναι εύκολη η ανεύρεση της αρχιτεκτονικής ποιότητας μέσα στον χαώδη και αχανή αστικό ιστό, τεμαχισμένο από τη βίαιη εισβολή των υποδομών: αυτό που επιβάλλεται είναι όχι η ποιότητα του κτιρίου αλλά η πολύφωτη ηλεκτρονική επιδερμίδα που το επενδύει εξολοκλήρου και η οποία παράγει το διαφημιστικό ηχοθέαμα. Η διασταύρωση των οπτικοακουστικών θορύβων σε ένα συγκεκριμένο σημείο εντατικής αστικής πύκνωσης είναι σχεδόν παραισθησιακή. Η επίσκεψη στο Τόκιο είναι μια επίσκεψη στο μέλλον;


* Η τέχνη ως μαγνήτης


Οι πειθαρχημένοι επισκέπτες αποθαυμάζουν, για λίγα δευτερόλεπτα, τον διάσημο πίνακα «Η γαλατού» του Jan Vermeer, που έρχεται μαζί με πολλά άλλα έργα από το Rijksmuseum του Αμστερνταμ. Αν κάποιος ρέκτης αφαιρεθεί μπροστά στον πίνακα, ο εντεταλμένος φρουρός τού θυμίζει επακριβώς ότι επιβάλλεται η αδιάκοπη ροή της ατέρμονης ουράς που αναμένει τα δικά της δευτερόλεπτα τέχνης. Στη συνέχεια όλο αυτό το πλήθος ξεχύνεται στο πωλητήριο του ολοκαίνουργιου Εθνικού Κέντρου Τέχνης του Kisho Kurokawa στο Roppongi, όπου διατίθεται ένα απίθανο πλήθος αντικειμένων και ενθυμίων που έχουν παραχθεί αποκλειστικά για την έκθεση του ολλανδικού έργου στο Τόκιο. Οπως συνέβη πριν από λίγους μήνες, με τον αντίστοιχα διάσημο «Ευαγγελισμό της Θεοτόκου» του Λεονάρντο ντα Βίντσι που μεταφέρθηκε από το Ουφίτσι της Φλωρεντίας στο Εθνικό Μουσείο του Τόκιο, έτσι και τώρα αρκεί ένα και μόνο αριστούργημα-«μαγνήτης» του Vermeer για να δημιουργήσει για τους διψασμένους για Ευρώπη Ιάπωνες όχι μόνο πολιτισμικό γεγονός, αλλά και μία ακόμη πιο ισχυρή και μαζική καταναλωτική ευκαιρία. Δεν είναι κακό, έτσι διοικούνται – και επιβιώνουν χωρίς κρατικούς πόρους – σήμερα τα μουσεία διεθνώς.


Μια ολόκληρη περιοχή άλλωστε σήμερα στο Τόκιο, το Roppongi στο Minato-ku, αποτελεί ένα από τα πιο ελκυστικά νέα αστικά κέντρα της πόλης χάρη στη γιγαντιαία ιδιωτική επένδυση του Minoru Mori (ενός είδους Ροκφέλερ της Ιαπωνίας), ο οποίος δημιούργησε ένα συγκρότημα ουρανοξυστών γραφείων, μουσείων, ξενοδοχείων, ραδιοτηλεοπτικών σταθμών και συγκροτημάτων κατοικιών σχεδιασμένων μεταξύ άλλων από αρχιτέκτονες όπως oι Ιάπωνες Fumihiko Maki και Kenzo Kuma, αλλά και οι Αμερικανοί Cesar Pelli και Kohn Pedersen Fox. Αλλωστε η έκρηξη της σύγχρονης αρχιτεκτονικής στην πλουσιότερη χώρα του κόσμου δεν θα είχε σημειωθεί χωρίς την υποστήριξη των τεράστιων ιδιωτικών αποθεματικών που δημιουργήθηκαν εδώ μετά τη δεκαετία του 1960 (ενώ η κρίση της δεκαετίας του 1990 δεν φαίνεται να προκάλεσε ορατές συνέπειες).


* Μπιγκ μπανγκ αρχιτεκτονικής


Η αρχιτεκτονική στην Ιαπωνία είναι όχι μόνο αποτέλεσμα της οικονομικής ευμάρειας και της δυνατότητας επενδύσεων, αλλά αποτελεί απευθείας εργαλείο μάρκετιγκ, έκφραση μιας συγκεκριμένης εμπορικής και επιχειρηματικής φιλοσοφίας, διαμόρφωση ενός τρόπου ζωής. Δεν αποτελεί ίσως σύμπτωση ότι ακριβώς στον εκθεσιακό χώρο του Roppongi φιλοξενήθηκε πριν από λίγους μήνες μια πολύ ενδιαφέρουσα έκθεση, παραγωγή του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης του Λος Αντζελες (του MOCA, στην απέναντι όχθη του Ειρηνικού) με τίτλο «Fashion & Architecture». Πρόκειται για δύο δραστηριότητες κάποτε προφανώς ασύμβατες, οι οποίες ωστόσο παρουσιάζουν σήμερα όλο και πιο κοινή συμπτωματολογία.


Αλλά η έκρηξη της σύγχρονης αρχιτεκτονικής στην Ιαπωνία οφείλεται επίσης και στους ξένους αρχιτέκτονες, Ευρωπαίους και Αμερικανούς. Η εντόπια αρχιτεκτονική παράδοση, ιδίως μετά το 1945, εμφανίζεται ιδιαίτερα πλούσια (από τους Μεταβολιστές ως τους σύγχρονους ιδιοφυείς και τολμηρούς δημιουργούς, με προεξάρχοντα τον ιερατικό και ασκητικό μινιμαλισμό του Tadao Ando), αλλά δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί τη σύγχρονη ιαπωνική πραγματικότητα χωρίς τη συμβολή των διάσημων δυτικών αρχιτεκτόνων, οι οποίοι άλλωστε θεωρούν ένα είδος τελικής καταξίωσης την εξασφάλιση της ανάθεσης ενός μεγάλου έργου σε αυτή τη χώρα. Τούτο όμως λειτουργεί και αντίστροφα: με τον τρόπο αυτόν η Ιαπωνία επιτυγχάνει την αναγνωρισιμότητα και την ένταξη στον διεθνή αρχιτεκτονικό χάρτη.


Θα ήταν ωστόσο λάθος να αποδοθεί στους Ιάπωνες ένα σύμπτωμα αθεράπευτης δυτικολαγνείας. Επιβιώνει ως σήμερα ο παραδοσιακός διχασμός μεταξύ τοπικού και διεθνούς, μεταξύ της αναζήτησης τόσο των ευρωπαϊκών πολιτισμικών πηγών και της αμερικανικής έννοιας της προόδου, όσο και ενός ιδιότυπου και δικαιολογημένου πολιτισμικού σοβινισμού που θεμελιώνεται βαθιά στο παρελθόν. Εργαλείο άμυνας και διαχείρισης αυτής της συγκρουσιακής σχέσης είναι το απροσπέλαστο τείχος της γλώσσας, στην προφορική και στη γραπτή μορφή (η τελευταία είναι ωστόσο εικαστικά υπέροχη). Πρόκειται για μια γλώσσα τόσο απροσπέλαστη και διαφορετική που, ιδιαιτέρως ύστερα από κάποιο διάστημα επιτόπιας καθημερινής επαφής, οδηγεί στην υποψία ότι αποτελεί τη βάση ενός ριζικά διαφορετικού εννοιολογικού συστήματος και ενός διαφορετικού τρόπου σκέψης.


* Μια αταξινόμητη πόλη


«Οι δρόμοι του Τόκιο δεν έχουν όνομα. Αυτή η πόλη θυμίζει στον επισκέπτη από τη Δύση ότι ο ορθολογισμός δεν είναι παρά ένα σύστημα μεταξύ άλλων. Η μεγαλύτερη πόλη του κόσμου είναι στην ουσία αταξινόμητη, οι χώροι που τη συναπαρτίζουν ανομολόγητοι. Δεν μπορούμε να τη γνωρίσουμε παρά με μια προσέγγιση εθνογραφικού τύπου: θα πρέπει να προσανατολιζόμαστε με τη φυσική επαφή, με τη συνήθεια, με την εμπειρία» σημειώνει ο Roland Barthes στο περίφημο δοκίμιο Η αυτοκρατορία των σημείων (1970).


Το Τόκιο, η πιο σημαντική σήμερα μητρόπολη του πλανήτη, παρουσιάζει εκ πρώτης όψεως για τον επισκέπτη μια εικόνα τραυματική. Ελλείπει η forma urbis, το ορατό τέλος, ενώ το σύνολο εμφανίζεται εξαιρετικά πυκνοχτισμένο, υπερβολικά πολυπληθές, εξουθενωτικό, ετερογενές, απροσπέλαστο, κατακερματισμένο, χωρίς σημεία αναφοράς. Αν για την ευρωπαϊκή ιστορική πόλη το κέντρο με τον ναό ή την αγορά αποτελεί τον κεντρομόλο πόλο έλξης, γεωγραφικά ενιαίο και ιεραρχικά αναγνωρίσιμο, το Τόκιο περιστρέφεται γύρω από τον παραδοσιακό του ιστορικό πυρήνα, δηλαδή γύρω από έναν τεράστιο κήπο με υδάτινες τάφρους που στο εσωτερικό του φιλοξενεί ένα αθέατο κτιριακό σύνολο, το αυτοκρατορικό ανάκτορο.


Η πόλη δηλαδή περιστρέφεται γύρω από το αθέατο κενό, ενώ οι αστικοί πυκνωτές, οι «καθεδρικοί» και οι πλατείες της πόλης είναι στο Τόκιο οι αποκεντρωμένοι κόμβοι των δικτύων, οι πολυάνθρωποι και δαιδαλώδεις σταθμοί του μετρό και των σιδηροδρόμων (μερικοί από αυτούς διαθέτουν ως και 60 εξόδους σε διαφορετικά επίπεδα: η έννοια του «ισογείου» είναι άλλωστε ανύπαρκτη σε χώρους σύνθετων δημόσιων λειτουργιών). Απουσιάζουν τα οργανωτικά σχήματα και τα αστικά «γεγονότα» που στοιχειοθετούν την αναγνωρισιμότητα της ευρωπαϊκής πόλης, ενώ κυριαρχεί η οπτική αβεβαιότητα και η απουσία ενός ειρμού. Η πόλη γίνεται αντιληπτή ως προϊόν μιας προσθετικής διαδικασίας, ως αποτέλεσμα μιας ανάπτυξης χωρίς προφανή σχεδιασμό και συνολική σύλληψη.


Εδώ ωστόσο βρίσκεται η γοητεία αυτής της global city. Η πόλη, φαίνεται απίστευτο, έχει αναπτυχθεί με βάση τον παραδοσιακό της ιστορικό πυρήνα και τους οδικούς άξονες της εποχής Edo, σε μια ισομερή κατανομή επτά λόφων και στο εσωτερικό του σημερινού περιφερειακού της σιδηροδρομικού δικτύου επιφάνειας της Yamanote (JR) Line. Μπορεί ο γιγαντισμός των μεταπολεμικών αρχιτεκτονικών φαινομένων να οφείλεται σε ακραίες εκδηλώσεις της υστεροκαπιταλιστικής κοινωνίας, εντούτοις η ανάπτυξη αυτή οδήγησε σε μια απολύτως ευέλικτη και ανανεώσιμη μορφή της πόλης.


* Η γεωμετρία της αστάθειας


Το Τόκιο προσαρμόστηκε βαθμιαία στις νέες ανάγκες του 19ου και του 20ού αιώνα χωρίς να υποστεί τις χειρουργικές παρεμβάσεις ευρωπαϊκών πόλεων, όπως για παράδειγμα το Παρίσι, με αποτέλεσμα την ακαμψία της αστικής μορφής. Τόσο στο αρχιτεκτονικό όσο και στο πολεοδομικό επίπεδο το Τόκιο αποτελεί έκφραση ενός κατά τα άλλα ανεξιχνίαστου ανατολικού ρασιοναλισμού, μιας «γεωμετρίας της αστάθειας» η οποία δεν προβλέπει προοπτικούς άξονες, μνημειακές πλατείες, προδιαγεγραμμένες ιεραρχήσεις ή αξονικά σημεία φυγής.


Πρόκειται για μια μορφή της πόλης δημοκρατική, η οποία στο μεγαλύτερό της μέρος καταφέρνει ακόμη και σήμερα να ενθαρρύνει τον χαρακτήρα της «γειτονιάς» πίσω από τις απειλητικές μεγάλες όψεις των κεντρικών αρτηριών. Ας μη σκεφτεί, όμως, κανείς να την εκλάβει ως μοντέλο: η διαχείριση και η λειτουργικότητα αυτής της εξαιρετικά πολύπλοκης αστικής μηχανής προϋποθέτει παραδειγματική ακρίβεια, εγγενή πειθαρχία, μαζοχιστικό αλληλοσεβασμό, περιοδική συντήρηση και φροντίδα, καθώς και καθημερινή καθαριότητα των δημοσίων κυρίως χώρων, πράγμα που αποτελεί κάτι περισσότερο από εμμονή για αυτόν τον εξαιρετικά διακριτικό και ευγενή λαό: προϋποθέτει δηλαδή μια υψηλού επιπέδου αστική παιδεία και δυνατότητα αυτοοργάνωσης.


* Το «τέλος των στυλ»


Μετά τις μελέτες του Kenzo Tange και του Kisho Kurokawa για την επέκταση της πόλης στον όρμο του Τόκιο, τα τελευταία χρόνια εγκαταλείφθηκαν οι προσπάθειες ρυθμίσεων μεγάλης κλίμακας, ενώ έγινε κατανοητό ότι η πόλη, η πόλη γενικώς, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συνολικού σχεδιασμού. Αλλωστε η νεότερη πολεοδομική ιστορία του Τόκιο θα μπορούσε να είναι η ιστορία των σιδηροδρομικών συνδέσεων και των υποδομών του. Η αποτυχία του «τεχνοκρατικού ουτοπισμού» συνόδευσε την εγκατάλειψη των αρχών του μοντέρνου κινήματος που μεταδόθηκαν στην Ιαπωνία χάρη κυρίως σε μερικούς ένθερμους μαθητές του Λε Κορμπυζιέ και κυρίως στον Kunio Maekawa, στον οποίον οφείλεται και η υλοποίηση του Μουσείου Δυτικής Τέχνης του ελβετού δασκάλου στο πάρκο Ueno το 1957.


Η εξέλιξη της σύγχρονης αρχιτεκτονικής στην Ιαπωνία εκφράζει με παγερή συνέπεια το «τέλος των στυλ» μερικές δεκαετίες νωρίτερα απ’ ό,τι συνέβη στον υπόλοιπο κόσμο. Βασικά της χαρακτηριστικά είναι η αποσπασματικότητα, η αποδέσμευση του κτιρίου από το αστικό συμβάν, η επιδίωξη κάθε έργου να συγκεφαλαιώσει την κρίση της μητρόπολης περισσότερο από το να συνδιαλλαγεί με αυτήν. Κάθε έργο αναφέρεται στον εργοδότη του: αν πρόκειται για ιδιώτη, στον χαρακτήρα και στις επιδιώξεις της εμπορικής φίρμας. Αν πρόκειται για δημόσιο κτίριο, στην όλο και εντονότερη επικοινωνιακή παρουσία της εξουσίας στην πόλη (βλ., για παράδειγμα, τον κυβερνητικό πύργο του Tange στο Shinjuku). Ο επισκέπτης, λοιπόν, δεν θα συναντήσει στο Τόκιο ενιαία και συνεχή αστικά μέτωπα ευρωπαϊκών προδιαγραφών, δεν θα πιστοποιήσει δεσμούς μεταξύ αρχιτεκτονικής δημιουργίας και αστικής πραγματικότητας. Η αρχιτεκτονική αυτή «δεν βλέπει στον δρόμο» αλλά στον πεζό καταναλωτή, είναι κατά κάποιον τρόπο διαφημιστική, αντιαστική και αυτοαναφορική.


Ιδιαίτερα μετά το 1961, όταν απελευθερώνονται τα ύψη των κτιρίων (ως τότε οι πύργοι μπορούσαν να φθάσουν μόλις τα 31 μ.), αρχίζει να εντείνεται η εναλλαγή ψηλών και χαμηλών κτιρίων, με ουρανοξύστες ανάμεσα σε ολιγώροφες οικοδομές, πράγμα που χαρακτηρίζει σήμερα το σύνολο του αστικού συγκροτήματος. Το ίδιο παρατηρείται ακόμη και σε περιοχές υψηλής οικονομικής επένδυσης και πρόσφατης ανάπτυξης, όπως η εξαιρετικά εμπορική Omotesando (ένα από τα πιο προσφιλή καταφύγια των «fashion victims»), με κτίρια των MVRDV, Sejima, Ando, Ito, Aoki, Bofill και άλλων, φυτεμένα ανάμεσα σε αδιάφορες ως και κακόγουστες οικοδομές που πιθανότατα περιμένουν και αυτές το πλήρωμα του χρόνου.


Παρ’ όλα αυτά το μέγεθος και οι αντιφάσεις της μητρόπολης δεν οδηγούν στην απώθηση, αλλά σε μια βαθμιαία αυξανόμενη ευφορία και στην επίγνωση μιας πρωτοφανούς εμπειρίας. Επικρατεί η ερεθιστική γεύση μιας κοινωνίας που αναζητεί τον πειραματισμό και το νέο ως απόλυτη αξία χωρίς να διακόπτει τους δεσμούς με το παρελθόν. Το Τόκιο τελικά δεν διαθέτει την επισημότητα της δυτικής μητρόπολης αλλά την οικειότητα και την ασφάλεια μιας παραδοσιακής ανατολίτικης εστίας. Τα εμπορικά και επιχειρηματικά του κέντρα δεν ερημώνουν το βράδυ, όπως στις δυτικές μεγαλουπόλεις, αλλά συνεχίζουν να σφύζουν από ζωή και να προσφέρουν ένα φανταστικό νυχτερινό πανόραμα. Ισως ο τυπικός επισκέπτης να αναζητεί στην Ιαπωνία κάτι σαν τους αρχαίους ναούς που βρίσκονται στο Κιότο. Οσο, όμως, ανικανοποίητη και να είναι η περιέργεια ενός «μητροπολιτικού εξερευνητή», το Τόκιο είναι το σωστό μέρος για να ικανοποιήσει κάθε του αναζήτηση. Και δεν υπάρχει τίποτε πιο μεθυστικό από τον περίπατο στη δύση του ήλιου, πάνω στον παραλιακό τερματικό σταθμό των Foreign Office Architects στη Γιοκοχάμα ή τη νυχτερινή περιδιάβαση στη Rainbow Bridge του Τόκιο, απέναντι από τον ονειρικό θαλάσσιο γαλαξία του λαμπυρίζοντα αστικού μετώπου. Οδύσσεια του Διαστήματος!


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι αναπληρωτής καθηγητής της Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.