Κάθε θάνατος είναι κάτι περισσότερο από μια προσωπική απώλεια, είναι ένα δράμα. Η δολοφονία της Μπεναζίρ Μπούτο είναι και τραγωδία, απρόβλεπτη όχι τόσο η ίδια, όσο οι συνέπειές της. Δυστυχώς ανήκω σε εκείνους που είχαν υπαινιχθεί την εξέλιξη αυτή σε πρόσφατη συνέντευξή μου στην ΕΤ1. Η διατύπωση ενός τέτοιου φόβου δεν απαιτούσε ειδική πληροφόρηση, αλλά κοινή λογική, σε συνδυασμό με λίγες ιστορικές γνώσεις.


Μολονότι αυτή τη στιγμή οι περισσότεροι αποδίδουν τον θάνατο της Μπούτο σε όσους αντιτίθενται στην πακιστανική κίνηση για ένα μετριοπαθές κέντρο, τα πράγματα είναι σοβαρότερα. Πρόσφατα εξέφρασα ανησυχίες για τον κίνδυνο να αποσταθεροποιηθεί το Πακιστάν, σε μια κρίσιμη μάλιστα στιγμή για τον πόλεμο στο Αφγανιστάν. Το έκανα, επειδή διεπίστωσα ότι οι Αμερικανοί επαναλαμβάνουν το ίδιο σφάλμα που διέπραξαν όταν αποσταθεροποιούσαν το καθεστώς του Σάχη: τότε ο Μπρεζίνσκι στήριζε το καθεστώς· ο Αντι Γιανγκ, πρέσβης των ΗΠΑ στα Ηνωμένα Εθνη, το υπέσκαπτε, ενώ ο ίδιος ο Κάρτερ αμφιταλαντευόταν.


Το ίδιο επέπρωτο να γίνει και στο Πακιστάν. Οι ΗΠΑ πίεζαν για εκλογές, καθώς και υπέρ της δικής τους εκδοχής περί δημοκρατίας, δηλαδή μιας δημοκρατίας που «επιβάλλεται άνωθεν» και της οποίας ηγείται, κατά προτίμηση, κάποιο πρόσωπο αρεστό στις ΗΠΑ. Συχνά μάλιστα η προσπάθεια αυτή συνδυαζόταν και με υπονόμευση μιας κυβέρνησης που τους παρείχε σημαντική στήριξη τα τελευταία επτά χρόνια… Βεβαίως όλα αυτά πηγάζουν από το δόγμα Μπους, ότι μόνον η Αμερική μπορεί να φέρει τη δημοκρατία στον κόσμο.


Παρ’ όλα αυτά, η εκ των άνω επιβολή της δημοκρατίας δεν επιτυγχάνεται. Το επεχείρησαν οι ΗΠΑ στον Λίβανο και το χάος είναι προφανές σε όλους. Το ίδιο συνέβη και στο Αφγανιστάν, αλλά η επιτυχία, από πλευράς στρατιωτικής και πολιτικής, είναι ορατή μόνον σε εκείνους που δεν βλέπουν την πραγματικότητα. Ακόμη και στη Γάζα η προσπάθεια να χρηματοδοτήσουν και να οργανώσουν εκλογές απέτυχε, αφού τελικά ενίσχυσε τους αντιπάλους των ΗΠΑ. Η δημοκρατία δεν επιβάλλεται· μεγαλώνει μόνον οργανικά, με σεβασμό στις ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής.


Το Πακιστάν δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση· αλλά όσοι χαράσσουν την αμερικανική εξωτερική πολιτική αγνόησαν τα μαθήματα του παρελθόντος. «Γενηθήτω φως» είπε ο Θεός· και εγένετο φως. Ωστόσο τα πράγματα δεν λειτουργούν έτσι, όταν «δημιουργός» είναι ο πρόεδρος των ΗΠΑ. Η αναγέννηση του τοπικού εξτρεμισμού ήταν αναπόφευκτη, μόλις χαλάρωσαν τα μέτρα ασφαλείας.


Τι ακολουθεί όμως μετά τον θάνατο μιας γενναίας γυναίκας – η οποία, σημειωτέον, κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας της δεν απέφυγε σοβαρές κατηγορίες περί οικονομικών ατασθαλιών;


Η υπονόμευση του Μουσάραφ μπορεί, προς το παρόν, να σταματήσει, χωρίς να αποκλείεται ωστόσο να αντικατασταθεί (από κάποιον σκληρότερο στρατιωτικό) ή και να δολοφονηθεί. Πάντως ελεύθερες εκλογές τον Ιανουάριο είναι πλέον προβληματικές. Αλλ’ ακόμη κι αν επιβληθεί εκ νέου στρατιωτικός νόμος, μπορεί το Πακιστάν να αποφύγει τον κίνδυνο να παραδοθεί στα χέρια των τρομοκρατών; Προς το παρόν, ίσως ναι· αλλά το κρίσιμο ερώτημα είναι για πόσο καιρό.


Δύναται ο αμερικανός πρόεδρος να σταματήσει τον κατήφορο; Θεωρητικά, ναι· πρακτικά όμως είναι απίθανο να παρεκκλίνει μιας πολιτικής που μετέτρεψε τη δικαιολογημένη παγκόσμια επιχείρηση κατά της τρομοκρατίας σε αγώνα επέκτασης της αμερικανικής πολιτικής και οικονομικής επιρροής, υπό τον μανδύα ψευδών, προσχηματικών λόγων.


Η αλλαγή πλεύσης που εισηγούμαι βασίζεται πρωτίστως σε μια κατανόηση της άδικης μεταχείρισης των Παλαιστινίων, παράλληλα πάντα με την αναγνώριση του θεμελιώδους δικαιώματος υπάρξεως του Ισραήλ. Η αλλαγή αυτή πλεύσης σημαίνει και εγκατάλειψη της ιδέας ότι οι «διαπολιτισμικές συγκρούσεις» μπορούν να αντιμετωπιστούν με εισβολές, «έξυπνους» βομβαρδισμούς ή «χολιγουντιανές» τελετές, όπως αυτή της Αννάπολης. Προεχόντως χρειάζεται σύνθεση απόψεων, πνεύμα συμβιβασμού και προσαρμογή στα νέα δεδομένα, όχι όμως επιδίωξη ολοκληρωτικών νικών – που δεν διαρκούν επί μακρόν.


Τέτοιες ιδέες δύσκολα προτείνονται και πολύ πιο δύσκολα υιοθετούνται. Το να συνομιλείς με εχθρούς, πολλώ δε μάλλον με τρομοκράτες, δεν είναι ευχάριστο. Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να εθελοτυφλούμε. Η ιστορία προσφέρει πληθώρα παραδειγμάτων, όπου πρώην τρομοκράτες μετετράπησαν σε πολιτικούς συνομιλητές και κατέληξαν σε ειρηνοποιούς. Οι Σαντάτ και Μπεγκίν τόλμησαν· το ίδιο έκαναν οι Πέρεζ και Αραφάτ, όπως και οι Ντε Κλερκ και Μαντέλα· οι Μπλερ και Ανταμς ακολούθησαν. Τα ιστορικά προηγούμενα λοιπόν υπάρχουν· μόνον το θάρρος λείπει.


Οι ευρωπαίοι «δορυφόροι» όμως θα μπορέσουν να ξεφύγουν από τη μαγνητική έλξη του αμερικανικού πλανήτη, όπως επιτάσσει η μακρά ιστορία τους, η μακρά εμπειρία τους σε διπλωματικές κρίσεις; Φοβούμαι ότι, για να συμβεί αυτό, θα χρειασθεί να γίνουμε μάρτυρες και άλλων θλιβερών γεγονότων.


Η πρότασή μου, αναμφίβολα, ενέχει κινδύνους και δυσκολίες· αλλά πόσο χειρότερη πρέπει να γίνει η παγκόσμια κατάσταση για να ξυπνήσουμε και να αλλάξουμε πορεία; Οπως είπε ο μεγάλος γάλλος δραματουργός Πιερ Κορνέιγ στο γνωστό έργο του «Ελ Σιντ», «όταν νικάς δίχως κίνδυνο, μένεις με έναν θρίαμβο δίχως δόξα».


Ο Σερ Βασίλειος Μαρκεζίνης είναι μέλος των Ακαδημιών Αθηνών, Βελγίου, Μεγάλης Βρετανίας, Ολλανδίας, Παρισίων και Ρώμης.