Στο προηγούμενο άρθρο μου (Το Βήμα «Νέες εποχές», 15.12) έκανα κριτική σε μια σειρά από κείμενα που προσπαθούν, με μαχητικό τρόπο, να αποδείξουν την ανυπαρξία του θείου και τις βλαβερές επιπτώσεις της θρησκείας (τα κείμενα των Μ. Onfrey, C. Hitchens, D. Dennet, R. Dawkins και S. Harris). Εξέτασα την επιχειρηματολογία τους σε ό,τι αφορά τις κοινωνικές δυσλειτουργίες της θρησκείας καθώς και τις ορθολογικές αποδείξεις της ανυπαρξίας του Θεού. Στο σημερινό άρθρο συνεχίζω τον διάλογο με μερικούς από τους παραπάνω συγγραφείς, επικεντρώνοντας την προσοχή μου στο θέμα της εξέλιξης του θρησκευτικού φαινομένου.


Σε αυτόν τον τομέα και ο Dawkins και ο Dennett θεωρούν, πολύ σωστά, τους θρησκευτικούς θεσμούς και την εξέλιξή τους σαν φυσικά φαινόμενα που πρέπει κανείς να εξηγήσει με βάση την ιστορική και κοινωνική έρευνα. (Αυτή η θέση, βέβαια, δεν έχει καμιά πρωτοτυπία. Η θρησκειολογία, η ψυχολογία, η ανθρωπολογία και η κοινωνιολογία της θρησκείας ερευνούν τα θρησκευτικά φαινόμενα με αυτόν ακριβώς τον τρόπο.) Συγκεκριμένα και οι δύο συγγραφείς χρησιμοποιούν τη δαρβινική θεωρία – κυρίως τις έννοιες της μετάλλαξης και της φυσικής επιλογής – για να εξηγήσουν την εξέλιξη των ειδών γενικά και αυτή των θρησκειών πιο ειδικά.


* Η υπεροχή της δαρβινικής θεωρίας


Το βασικό επιχείρημα εδώ είναι ότι οι θρησκευτικές πρακτικές αλλάζουν μέσω των μηχανισμών της φυσικής επιλογής. Επιβιώνουν οι πρακτικές που είναι συμβατές με το εξελισσόμενο φυσικό και κοινωνικό πλαίσιο. Επιπλέον ο Dawkins εισάγει την έννοια των «memes» για να εξηγήσει πως οι θρησκευτικοί θεσμοί αναπαράγονται διαχρονικά. Οπως τα γονίδια, με τον πολλαπλασιασμό πιστών αντιτύπων, συμβάλλουν στην αναπαραγωγή του σώματος, έτσι και τα memes, ως πολλαπλασιαζόμενες «μονάδες πολιτισμικής κληρονομιάς» ή «μονάδες μίμησης» βοηθούν στην αναπαραγωγή της κουλτούρας. Στη συνέχεια όμως ο συγγραφέας τονίζει πως ο πολλαπλασιασμός γονιδίων και αυτός των memes δεν είναι ακριβώς ο ίδιος. Σε πολλά σημεία η δομή και λειτουργία των πρώτων είναι διαφορετική από αυτή των δεύτερων. Αλλά σε αυτή την περίπτωση η έννοια των memes δεν προσθέτει τίποτε το καινούργιο. Είναι περιττή, αφού μπορεί κανείς να εξηγήσει εξίσου πειστικά την αναπαραγωγή της κουλτούρας με τον πιο συμβατικό τρόπο της ανθρωπολογίας και κοινωνιολογίας. Και οι δύο αυτές πειθαρχίες δείχνουν ότι τα πολιτισμικά πρότυπα αναπαράγονται μέσω του πρωτογενούς ή δευτερογενούς εκκοινωνισμού.


* Επιστημονική έρευνα και πίστη


Οσο τώρα για την εξέλιξη των ειδών και της θρησκείας, η δαρβινική εξήγηση είναι προφανώς πολύ πιο πειστική από τις διάφορες εναλλακτικές θεωρίες που απορρίπτουν τον δαρβινισμό και οι οποίες εξηγούν την απίστευτη πολυπλοκότητα του κόσμου στη βάση του «δημιουργισμού» (creationism) ή του «ευφυούς σχεδίου» (intelligent design). Από την άλλη μεριά όμως, η υπεροχή της δαρβινικής θεωρίας με κανένα τρόπο δεν οδηγεί στο συμπέρασμα της ανυπαρξίας του Θεού.


Ετσι, πρόσφατες θεωρίες που προσπαθούν να εξηγήσουν τη θρησκεία σαν φυσικό φαινόμενο τείνουν να συνδυάζουν τη δαρβινική εξελικτική προσέγγιση με αυτή των λεγόμενων γνωσιακών επιστημών. Οι τελευταίες επικεντρώνουν την προσοχή τους στη δομή του ανθρώπινου νου. Για παράδειγμα ο J.W. Huyssteen («Alone in the world?») θεωρεί τη θρησκευτικότητα κάτι που αναδύεται εξελικτικά και που είναι συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης μοναδικότητας. Πρόκειται για ένα στοιχείο τόσο βασικό όσο και ο ανεπτυγμένος εγκέφαλος του Homo Sapiens, ή η συμβολική γλώσσα. Ο D. Hay («Something There») αναπτύσσει ένα παρόμοιο επιχείρημα. Κατά τον συγγραφέα, η έρευνα στον χώρο των βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών επιστημών έχει δείξει πως η θρησκευτική πνευματικότητα είναι αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ύπαρξης. Εξελίσσεται μέσω της φυσικής επιλογής και επιβιώνει γιατί έχει προσαρμοστική αξία. Και ο Huyssteen και ο Hay θεωρούν πως η μοναδικότητα και καθολικότητα της ανθρώπινης θρησκευτικότητας επιβεβαιώνει την ύπαρξη του θείου.


Συμπερασματικά, η επιστήμη έχει όρια. Δεν μπορεί τώρα ούτε θα μπορέσει στο μέλλον να αποδείξει την ύπαρξη ή ανυπαρξία του Θεού. Οσο προοδεύει η επιστήμη μπορεί να μας πει πώς λειτουργεί και πώς εξελίσσεται ο φυσικός κόσμος. Δεν μπορεί να νοηματοδοτήσει την ανθρώπινη ζωή ούτε μπορεί να αποδείξει γιατί μια αξία είναι προτιμότερη από κάποια άλλη. Σε τελευταία ανάλυση η ίδια η επιστημονική έρευνα βασίζεται σε επιστημολογικές και οντολογικές δοξασίες που δεν επαληθεύονται επιστημονικά. Ο λογοκεντρισμός, αγνοώντας τα παραπάνω όρια οδηγεί σε έναν μισαλλόδοξο και συχνά αυταρχικό επιστημονισμό.


* Περί θρησκευτικής αυθεντικότητας


Ως προς το πρόβλημα της ύπαρξης ή ανυπαρξίας του Θεού, η συμβατή με την επιστήμη και τη λογική θέση είναι αυτή του αγνωστικισμού. Από τη σκοπιά της ηθικής φιλοσοφίας και η αθεΐα και η πίστη μπορεί να οδηγήσουν σε αυθεντικούς τρόπους ύπαρξης. Η πρώτη οδηγεί σε αυθεντικότητα, όταν το άτομο αντιμετωπίζει χωρίς υπεκφυγές, θαρραλέα, την τυχαιότητα της ανθρώπινης ζωής και το αναπόφευκτο του θανάτου. Οταν αυτό δεν επιτυγχάνεται, όταν το άτομο προσπαθεί να αποφύγει το άγχος του θανάτου μέσω διαφόρων μηχανισμών απόδρασης (καταναλωτικούς, φαντασιακούς, νοηματικούς), τότε περνάμε στη μη αυθεντικότητα (Heidegger).


Οσο για τη θρησκευτική αυθεντικότητα, αυτή σήμερα βασίζεται στη μη δογματική, στην ανοιχτή, άμεση σχέση με τον άλλο και το θείο. Οταν ο πιστός προσκολλάται σε δόγματα ή όταν στις προσευχές του απαιτεί ανταλλάγματα (π.χ. αιώνια ζωή), τότε έχουμε μια εργαλειακή, μη αυθεντική θρησκευτικότητα (Μ. Burber, Ε. Levinas). Με άλλα λόγια, αν η θρησκευτική αυθεντικότητα βασίζεται στο πνευματικό και στο υπερβατικά ερωτικό στοιχείο, η αθεϊστική αυθεντικότητα βασίζεται στο τραγικό, στο προμηθεϊκό στοιχείο. Η μισαλλοδοξία, είτε προέρχεται από τη θρησκεία είτε από την επιστήμη, υποσκάπτει τις αξίες και τις αυτόνομες λογικές και των δύο αυτών θεσμικών χώρων της διαφοροποιημένης, μεταμοντέρνας κοινωνίας.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Economics (LSE).