Ο μαχητικός αθεϊσμός, όπως δείχνουν τα έργα του Μαρξ, του Φόιερμπαχ και πολλών διαφωτιστών, δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα η διαμάχη μεταξύ αθεϊστών και πιστών αμβλύνθηκε – σε έναν κόσμο όπου η εκκοσμίκευση οδήγησε στην αδιαφορία των περισσοτέρων ως προς τα θεία (βλ. Ζορζ Μινουά, Η ιστορία της αθεΐας, σελ. 710). Μετά την 11 Σεπτεμβρίου όμως και τη θεαματική άνοδο του ισλαμικού φονταμενταλισμού η διαμάχη ήρθε ξανά στο κέντρο της επικαιρότητας. Σε αυτό βοήθησε και ο ευαγγελικός φονταμενταλισμός στις ΗΠΑ, καθώς και η νεοσυντηρητική πολιτική του «ξαναγεννημένου χριστιανού» προέδρου Μπους, που συχνά βασίζει τις αποφάσεις του σε θεϊκές παραινέσεις από το υπερπέραν.


Από τα πρόσφατα αθεϊστικά πονήματα που είχαν μεγάλη απήχηση στο κοινό, θα αναφερθώ εδώ σε αυτά του Michel Onfrey (Πραγματεία περί αθεολογίας), του Christopher Hitchens (God is not great), του Daniel Dennet (Breaking the Spell), του Richard Dawkins (Η περί Θεού αυταπάτη) και του Sam Harris (The End of Faith). Τρεις είναι οι βασικές θεματικές που διαγράφουν την αντιπαλότητα μεταξύ των δύο στρατοπέδων: ο προβληματισμός γύρω από τις αρνητικές ή θετικές επιπτώσεις της θρησκείας, η εγκυρότητα των λογικών / επιστημονικών αποδείξεων για την ύπαρξη ή ανυπαρξία του Θεού και ο τρόπος εξέλιξης των θρησκειών.


* Επιπτώσεις


Ξεκινώντας από τις ακραίες θέσεις του Onfrey και του Hitchens (τα βιβλία των οποίων πουλήθηκαν κατά εκατοντάδες χιλιάδες), η θρησκεία είναι μια αυταπάτη, αν όχι απάτη. Οι ιερείς, οι ιμάμηδες, οι ραβίνοι, οι σαμάνοι κλπ. δεν είναι τίποτε άλλο από απατεώνες που εκμεταλλεύονται την αφέλεια και την άγνοια των κοινών ανθρώπων. Κατά τελείως μονοσήμαντο τρόπο οι δύο συγγραφείς επικεντρώνουν την προσοχή τους αποκλειστικά στις δυσλειτουργίες, στις αρνητικές επιπτώσεις της θρησκείας. Στις βαρβαρότητες των σταυροφοριών, στον απάνθρωπο θεσμό της Ιεράς Εξέτασης, στους θρησκευτικούς πολέμους στην Ευρώπη, στην 11η Σεπτεμβρίου κτλ.


Η προφανής κριτική στην παραπάνω ασπρόμαυρη προσέγγιση είναι ότι υπάρχει μεν η σκοτεινή πλευρά της θρησκείας, αλλά υπάρχει και η φωτεινή. Υπάρχει η βαρβαρότητα, αλλά υπάρχει και ο πολιτισμός. Υπάρχει η μισαλλοδοξία και το μίσος εναντίον των αλλοθρήσκων, αλλά υπάρχει και η αποδοχή, η καθολική αγάπη για τους συνανθρώπους. Υπάρχει η κτηνωδία, αλλά υπάρχει και η αγιοσύνη. Με άλλα λόγια η θρησκεία, όπως και όλοι οι άλλοι κεντρικοί θεσμοί με τους οποίους ταυτίζονται οι άνθρωποι – το κράτος, η κοινότητα, η οικογένεια -, έχει και θετικές και αρνητικές πλευρές. Οπως είναι ακραίο και παράλογο να προτείνει κανείς, στη βάση των δυσλειτουργιών, την κατάργηση του κράτους, της κοινότητας ή της επιστήμης, άλλο τόσο παράλογη είναι η πρόταση για την κατάργηση της θρησκείας.


Βέβαια ο Dawkins και ο Dennett αποφεύγουν τον χονδροειδή μανιχαϊσμό των Onfrey και Hitchens. Υποστηρίζουν ότι η θρησκεία έχει και αρνητικές και θετικές επιπτώσεις. Κατά τον πρώτο όμως οι θετικές επιπτώσεις όχι μόνο είναι λιγότερο σημαντικές αλλά επιπλέον δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη Θεού. Αλλο η ωφελιμότητα και άλλο η αλήθεια. Αυτό το επιχείρημα είναι σωστό. Ο Dawkins όμως δεν τονίζει ότι είναι εξίσου σωστό το αντίθετο επιχείρημα. Δηλαδή ότι οι θρησκευτικές δυσλειτουργίες δεν αποδεικνύουν την ανυπαρξία του θείου.


Τέλος, ο Dennett είναι ακόμη πιο επιφυλακτικός. Υποστηρίζει ότι για να εκτιμήσουμε το βάρος των θετικών και αρνητικών επιπτώσεων χρειαζόμαστε περισσότερη επιστημονική, εμπειρική έρευνα. Πάνω σε αυτό το θέμα, όπως έχω υποστηρίξει σε προηγούμενο άρθρο μου («Κυριακάτικο Βήμα», 8.7.2007), για να καθορίσει κάποιος τι είναι χρήσιμο και τι βλαβερό στη σχέση θρησκείας – κοινωνίας θα πρέπει να λάβει υπόψη το ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτή η σχέση εξελίσσεται. Πιο συγκεκριμένα, το τι είναι θετική ή αρνητική επίπτωση και το πώς συνδέεται το αρνητικό με το θετικό διαφέρουν από κοινωνία σε κοινωνία. Τέλος, ακόμη και αν επικεντρώσει ο ερευνητής την προσοχή του σε ένα μόνο κοινωνικο-οικονομικό και πολιτισμικό πλαίσιο, πώς μπορεί να μετρήσει ή να αξιολογήσει το ότι η θρησκεία – ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του θείου – δίνει νόημα στη ζωή εκατομμυρίων πιστών; Και πώς αντισταθμίζεται αυτό το θετικό στοιχείο με το ότι η ίδια θρησκεία μπορεί να δημιουργήσει ενοχές και νευρώσεις σε άλλους πιστούς;


Οσο για το επιχείρημα ότι οι διάφορες θρησκείες έχουν έναν συντηρητικό χαρακτήρα, αφού νομιμοποιούν το κοινωνικό status quo, και εδώ τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα. Οπως σωστά τονίζει ο Weber, πολλά θρησκευτικά κινήματα, ιδίως στην αρχική, χαρισματική τους φάση, έχουν έναν ριζοσπαστικό, επαναστατικό χαρακτήρα. Ακόμη και ο Μαρξ έχει τονίσει ότι τα θρησκευτικά κινήματα μπορεί να έχουν και συντηρητικά και ανατρεπτικά χαρακτηριστικά.


* Ορθολογικές αποδείξεις


Αν οι αρνητικές ή θετικές επιπτώσεις της θρησκείας δεν μπορούν να αναδείξουν την ανυπαρξία ή ύπαρξη του θείου, το ίδιο ισχύει για τις αναρίθμητες προσπάθειες να λυθεί το πρόβλημα μέσω της λογικής ή του επιστημονικού λόγου. Ο Dennett υποστηρίζει τη μάλλον αγνωστικιστική θέση ότι υπάρχουν πολλές έννοιες του Θεού και ότι μερικές από αυτές οδηγούν σε θεωρίες περί της ύπαρξης ή ανυπαρξίας Του που είναι αδύνατον να επαληθευθούν επιστημονικά (σελ. 311). Αυτού του είδους την αγνωστικιστική στάση, με την οποία συμφωνώ, δεν τη βλέπουμε μόνο σε θεολογικά κείμενα αλλά και στα γραπτά μεγάλων διανοητών, όπως αυτά του Weber και του Wittgenstein.


Ο Dawkins προσπαθεί να αποδείξει ότι ο αγνωστικισμός μπορεί να ξεπεραστεί, αφού η δαρβινική εξελικτική θεωρία, και ειδικά η εφαρμογή της στη βιολογία, μας δίνει πειστικά επιχειρήματα για την ανυπαρξία του Θεού. Υπεραπλουστεύοντας, το βασικό επιχείρημά του είναι ότι αν υπάρχει ένα ον που έχει δημιουργήσει τον κόσμο, αυτό πρέπει να είναι πιο πολύπλοκο από την απίστευτη πολυπλοκότητα του Σύμπαντος. Αρα οι πιθανότητες ύπαρξης ενός τέτοιου όντος είναι απειροελάχιστες. Αυτό το επιχείρημα όμως δεν είναι πειστικό. Γιατί να μην υπάρχει ένας δημιουργός πιο «πολύπλοκος» από το εξαιρετικά πολύπλοκο Σύμπαν;


Επιπλέον δεν μπορεί, όπως κάνει ο Dawkins, να χρησιμοποιεί κανείς επιχειρήματα που στηρίζονται στη γνώση του φυσικού κόσμου για να αποδείξει την ανυπαρξία μιας δύναμης σε έναν υπερβατικό κόσμο. Αν ο Θεός, όπως υποστηρίζει η λεγόμενη αρνητική θεολογία γενικά και ο ορθόδοξος αποφατισμός πιο ειδικά, δεν προσεγγίζεται διά της λογικής, τότε τα επιχειρήματα του Dawkins – ανεξάρτητα από τη θεωρητική συγκρότησή τους και την εμπειρική βάση τους – δεν ισχύουν. Βέβαια ο Dawkins υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει υπερβατική διάσταση του κόσμου. Αλλά αυτή η στάση βασίζεται σε ένα πιστεύω που, όπως και πολλά από τα θρησκευτικά πιστεύω, δεν μπορεί να αποδειχθεί επιστημονικά.


Κλείνω αυτή την ενότητα με ένα απόσπασμα από το έργο του γνωστού ανθρωπολόγου Clifford Geertz: «Ενα από τα μεθοδολογικά προβλήματα στην επιστημονική έρευνα για τη θρησκεία είναι να βάλεις στην άκρη τον (μαχητικό) τόνο του αθεϊστή και του ιεροκήρυκα του χωριού, καθώς και των πιο εκλεπτυσμένων αναλόγων τους» (The Interpretation of Culture, σελ. 123).


Στο επόμενο άρθρο μου θα ασχοληθώ με το τρίτο επιχείρημα του μαχητικού αθεϊσμού που στηρίζεται στον τρόπο εξέλιξης των θρησκειών.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Economics (LSE).