Με «χορούς κυκλωτικούς» και με το μάτι μισόκλειστο και θαμπωμένο από ό,τι τάχα μοιάζει «πρωτόφαντο» και «αυθεντικό»; Αν αφήσουμε στην άκρη τον «homo folcloristicus», που παραμονεύει σε κάθε βήμα μας, μπορούμε να υποθέσουμε ερευνητικά ότι η απόπειρα οριοθέτησης των «τοπικοτήτων» δεν βασίζεται στον εγκλεισμό στο «μέρος». Αν, ωστόσο, συνέβαινε διαφορετικά, αυτή η αντιμετώπιση θα αποτελούσε ακόμη μία μορφή νομιμοποίησης του όποιου «όλου» περιβάλλει το «μέρος». Ας δούμε από κοντά ορισμένες τέτοιες «κοινότητες οικειότητας» που σε πρώτη ματιά φαίνεται να συνθέτουν μικροί δήμοι της ελληνικής επαρχίας, ηπειρωτικοί και νησιωτικοί.


Ως προς το μείζον θέμα που εμφανίζεται σε οποιαδήποτε εκλογική αναμέτρηση, εθνική ή τοπική (κυρίως του πρώτου βαθμού): Πώς κατανοείται η συγκεκριμένη λειτουργία των κοινωνικών ερεισμάτων για τη σχεδιαζόμενη και την ασκούμενη πολιτική μικρής ή μεγάλης κλίμακας; Ο,τι είχε επισημανθεί για την Ελλάδα του Μεσοπολέμου συχνά εκτιμάται, τηρουμένων των αναλογιών, ότι κυριολεκτείται και για τα σημερινά μας πράγματα. Τα «κοινωνικώς καταπιεζόμενα στρώματα», όπως παρατηρούσε ο Σεραφείμ Μάξιμος (1930), ανεμίζουν την «αντιβενιζελική» σημαία ως «σύμβολο αγώνος κατά του κεφαλαίου», με αποτέλεσμα ο «αντιβενιζελισμός» να διαχέεται με «αντικαπιταλιστικά αισθήματα». Με παρόμοια αφετηρία και σκόπευση να καλλιεργείται η πολιτική συνθηματολογία της «λαϊκής» Δεξιάς, καθώς και οι διακηρύξεις ετερογενών πολιτικών συμπράξεων τοπικής ανάλωσης, στις οποίες την κύρια μαγιά διαθέτουν συντηρητικοί παράγοντες που παγιδεύουν κατά φαντασίαν «σωτήρες» ή ιδιομανείς καιροσκόπους του παρασκηνίου.


Πώς συλλειτουργούν, ως συγκοινωνούντα δοχεία, φορείς της εθνικής και της τοπικής σκηνής; Ορισμένα δείγματα για την κατανόηση αυτής της ομογενοποιούμενης πρακτικής ακολουθούν ανά ζεύγη. Η ετικέτα «Αλαζονεία της εξουσίας» ως κορεσμού χρησιμοποιήθηκε τελευταία για να αποδοκιμασθεί «πάσα νόσος» του πολιτικού συστήματος. Ιδού, όμως, πώς αποτυπώνεται, κεντρικά και τοπικά, μια ομότροπη συμπεριφορά σε όσους έθρεψαν αυτή την ετικέτα και πρότειναν την αντίστοιχη συνταγή. Υπουργός βιαστικός περί τα ίδια που δεν τήρησε τους κανόνες οδικής κυκλοφορίας τραυματίζει μοτοσικλετιστές και αντίστοιχα πεθερός νεοεκλεγέντος δημάρχου επιχειρεί φωνασκώντας να υποκαταστήσει όργανο της τάξεως. Υπουργός προκρίνει τη μέθοδο της επιλεκτικής «απογραφής» για να βάλει εναντίον της προηγούμενης διακυβέρνησης της χώρας και δήμαρχος που μόλις αναλαμβάνει καθήκοντα παραποιεί τα δεδομένα του οικονομικού απολογισμού για να βρει «χρέη» εκεί που δεν υπάρχουν. Ο,τι συναφώς ασκείται στην κεντρική πολιτική ως κυρίαρχη πολιτική πρακτική κάποτε καταγγέλλεται από σχήματα «ενεργών πολιτών», στα οποία δεσπόζει ο εθελοντισμός και η ανακλητότητα. Μόνο που την ελκυστική επωνυμία αυτή (και όχι ό,τι την εμψυχώνει) την ενστερνίζονται τοπικές συμπράξεις, όπως οι προαναφερθείσες, που αναπαράγουν απλώς τα βήματα φορέων της κυρίαρχης πολιτικής.


Πώς διενεργείται και τελεσφορεί η πολιτική ζύμωση σε τοπική κλίμακα; Τα καφενεία, ακόμη κι όταν αναστενάζουν από την μπιρίμπα με ανύπαρκτο ή ευτελές έπαθλο ή από τις ιαχές φιλάθλων, με τη σωρεία ανά έτος ελληνικών και διεθνών συναντήσεων, εξακολουθούν να διατηρούν τον κυριαρχικό τους ρόλο στους άντρες θαμώνες τους. Συμπληρωματική λειτουργία ως προς τα δύο φύλα με κυμαινόμενο εκθέτη έχουν οι ταβέρνες, τα μανάβικα, τα μπακάλικα, τα κουρεία και τα κομμωτήρια, οι φούρνοι (ιδίως όσοι βρίσκονται σε γυναικεία χέρια), όλων των ειδών οι σύλλογοι (με προεξάρχοντες τους αθλητικούς και τους πολιτιστικούς), οι κύκλοι πλαισίωσης των εκκλησιών με τον παπά μπροστά, τα ταξί ως «κινούμενα» καφενεία, οι γαμήλιες κτλ. συνεστιάσεις και προφανώς ο τοπικός Τύπος που ανακυκλώνει και κάποτε δίδει νέα ερεθίσματα σ’ αυτή τη ζύμωση. Στο σύνολό τους αυτές οι πρακτικές φαίνεται να επαληθεύουν τους θιασώτες της «γλωσσικής στροφής» (έσκασαν μύτη και στα καθ’ ημάς ακαδημαϊκά δρώμενα) που δέχονται την πραγματικότητα ως γλωσσική κατασκευή. Ισχύει για τους τοπικούς «πολλαπλασιαστές» τους ως «πραγματικό» μόνον ό,τι λένε, κρυφολένε ή διατυμπανίζουν, χωρίς να αφήνουν ζωτικό χώρο στους συνομιλητές τους να διαχωρίσουν το «γεγονός» από την «αφήγησή» του.


Αντισώματα προστασίας με θυμόσοφη και περιπαικτική διάθεση, πάντως, υπάρχουν. Ετσι λέγεται ότι «κακό χωριό τα λίγα σπίτια» ή ότι «μικρός τόπος μεγάλη γκρίνια», ενώ η συνδρομή της πολιτικής εικονοποιίας και το όχημα της μεταφοράς είναι δραστικό. Τα παρατσούκλια δίνουν και παίρνουν: «Μισομερίδας» για σύζυγο δημάρχου ή αξιωματούχου εκ περιτροπής του δήμου και η «Αλεπού του κάμπου» γυρνάει σπίτι το σπίτι, αυλή την αυλή, κουνώντας την κουτοπόνηρη ουρά της, δηλαδή σε κάθε περίπτωση εφαρμόζοντας την αρχή της «γλωσσικής στροφής» για την αναγωγή της «αφήγησης» σε «γεγονός». Σπανιότερα, ανακαλούνται και μνήμες απωθημένες από τα «πέτρινα χρόνια», όπου η γενιά των πατεράδων εγκαλείται για ό,τι είχε διαπράξει…


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.