Νομίζω ότι η βούληση όλων αυτών που πήγαν να ψηφίσουν στις 11 Νοεμβρίου είναι να προχωρήσει το ΠαΣοΚ προς μια πιο κεντροαριστερή κατεύθυνση. Πόσο δυνατό είναι αυτό; Στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης είναι δυνατή μια κεντροαριστερή πολιτική, πολιτική που θα διαφοροποιεί το ΠαΣοΚ από τη ΝΔ; Η απάντηση είναι ότι μια τέτοια πολιτική είναι εξαιρετικά δύσκολη αλλά όχι αδύνατη. Είναι δύσκολη γιατί η τάση στις περισσότερες χώρες της ΕΕ είναι η σύγκλιση Κεντροαριστεράς και Κεντροδεξιάς. Η σύγκλιση αυτή έχει να κάνει με την εντεινόμενη ανισορροπία δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας – ανισορροπία που βασίζεται στο απότομο άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών στη δεκαετία του ’70. Το άνοιγμα των αγορών σε συνδυασμό με τις νέες τεχνολογίες οδήγησαν σε μια απίστευτη κινητικότητα του κεφαλαίου. Ετσι, κάθε σοβαρή προσπάθεια αναδιανομής του παραγόμενου πλούτου οδηγεί στη φυγή των κεφαλαίων σε χώρες όπου η εργασία είναι φθηνή και οι συνθήκες εργασίας βάρβαρες.


Αν η βασική αξία της Κεντροαριστεράς είναι η μη ισοπεδωτική ισότητα, δηλαδή η ριζική άμβλυνση των ανισοτήτων, αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι οι ανισότητες δεν είναι μόνο οικονομικές, αλλά και κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές.


1. Οικονομικές ανισότητες


Σε αυτόν τον χώρο η Κεντροαριστερά πρέπει να παντρέψει την ανταγωνιστικότητα και τον δυναμισμό της οικονομίας με την ουσιαστική αναδιανομή του πλούτου. Εδώ το κύριο μέσον είναι η ριζική αλλαγή του φορολογικού συστήματος. Μια κεντροαριστερή διακυβέρνηση πρέπει να επιβάλει μέτρα όπως:


* Τη σταδιακή μετατόπιση βάρους από την έμμεση στην άμεση φορολογία.


* Τη χαμηλότερη φορολογία των επαναεπενδυόμενων κερδών και την υψηλότερη των διανεμομένων.


* Την υψηλότερη φορολογία της μεγάλης ακίνητης περιουσίας.


* Την πολύ πιο αυστηρή πάταξη της φοροδιαφυγής (που είναι τεχνικά δυνατή σήμερα λόγω της ψηφιακής τεχνολογίας).


* Τη ρύθμιση της αγοράς κατά τρόπο που να αμβλύνονται οι μονοπωλιακές τάσεις κτλ.


2. Ανισότητες στον κοινωνικό χώρο


Εδώ μια βασική κεντροαριστερή στρατηγική πρέπει να οδηγεί στον συνδυασμό παροχών και υπηρεσιών που έχουν καθολικό χαρακτήρα (δηλ. που παρέχονται δωρεάν σε όλους) με αυτές που στοχεύουν στα οικονομικά αδύνατα στρώματα του πληθυσμού. Αν πάρουμε ως παράδειγμα την Ανώτατη Παιδεία, όπως έχουν δείξει πρόσφατες έρευνες του ΚΑΝΕΠ (Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικών Πολιτικών) της ΓΣΕΕ οι εκπαιδευτικές ανισότητες αυξάνονται γεωμετρικά. Εδώ χρειάζεται άνιση κατανομή πόρων. Μια κατανομή που θα ενισχύει πολύ περισσότερο τις υποβαθμισμένες περιοχές και τις λαϊκές τάξεις. Για να δώσω ένα πιο συγκεκριμένο παράδειγμα, η λεγόμενη δωρεάν Παιδεία για όλους που περιορίζεται στα δίδακτρα και στα βιβλία θα πρέπει να συνδυασθεί με τη δωρεάν σίτιση και στέγαση των φοιτητών/φοιτητριών που προέρχονται από φτωχά νοικοκυριά. Θα πρέπει επίσης να τους παρέχεται τελείως δωρεάν μεταπτυχιακή εκπαίδευση.


3. Πολιτικές ανισότητες


Οπως είναι γνωστό, στη Μεταπολίτευση τα κόμματα μαζικοποιήθηκαν χωρίς να εκδημοκρατιστούν – χωρίς δηλαδή να χάσουν τα πελατειακά χαρακτηριστικά τους. Αυτό οδηγεί σε μεγάλες ανισότητες στον πολιτικό χώρο. Αυτοί που δεν συμμετέχουν στα διάφορα πελατειακά δίκτυα των κομμάτων εξουσίας έχουν λιγότερα οφέλη και μειωμένη συμμετοχή στο πολιτικό γίγνεσθαι. Αν η κεντροαριστερή λύση στις κοινωνικο-οικονομικές ανισότητες είναι η ριζική αλλαγή του φορολογικού συστήματος, η κεντροαριστερή λύση σε ό,τι αφορά τις πολιτικές ανισότητες είναι η αλλαγή του εκλογικού νόμου. Εδώ χρειάζονται μέτρα όπως η κατάργηση της λίστας, οι μικρότερες εκλογικές περιφέρειες, η επιβολή του μονοεδρικού συστήματος, ο αυστηρότερος έλεγχος των οικονομικών των κομμάτων κτλ.


Μία άλλη διάσταση πολιτικών ανισοτήτων συνδέεται με την κομματικοκρατία. Με το ότι η κομματικοκρατική λογική διεισδύει και αμβλύνει τις αυτόνομες λογικές όλων των άλλων θεσμικών χώρων – από το πανεπιστήμιο και τις τέχνες ως τα επαγγέλματα και τα σπορ. Αυτό οδηγεί σε μια άνιση κατανομή ισχύος μεταξύ αυτών που ελέγχουν τα «μέσα κυριαρχίας» (δηλ. τους κομματικοκρατικούς μηχανισμούς) και αυτών που ελέγχονται από αυτά. Σε αυτόν τον χώρο μια κεντροαριστερή πολιτική πρέπει να οδηγεί σε μέτρα για την ενδυνάμωση πραγματικά ανεξάρτητων αρχών, καθώς και των μη επιμεριστικά προσανατολισμένων ΜΚΟ που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως αντίβαρα στον κομματικοκρατικό αυταρχισμό.


4. Πολιτισμικές ανισότητες


Η τηλεόραση περισσότερο από κάθε άλλον θεσμό (οικογένεια, σχολείο, Εκκλησία) διαμορφώνει τις ταυτότητες και τον τρόπο ζωής των πολιτών. Παίζει επίσης καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των πολιτικών εξελίξεων. Αν στον οικονομικό χώρο μέσω των μονοπωλίων έχουμε συγκέντρωση των «μέσων παραγωγής» και στον πολιτικό μέσω της κομματικοκρατίας τη συγκέντρωση των «μέσων κυριαρχίας», στον πολιτισμικό χώρο μέσω των τηλεοπτικών δικτύων έχουμε τη συγκέντρωση των «μέσων επιρροής» σε πολύ λίγα χέρια. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, από μια κεντροαριστερή σκοπιά ένας τηλεοπτικός σταθμός δεν πρέπει να λειτουργεί σαν μια οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται ένας πολύ πιο αυστηρός ποιοτικός (όχι ιδεολογικός) έλεγχος των προγραμμάτων. Σημαίνει επίσης τη σταδιακή δημιουργία καναλιών που δε θα ελέγχονται ούτε από το κράτος ούτε από το ιδιωτικό κεφάλαιο. Κανάλια όπως το BBC (που χρηματοδοτείται χωρίς να ελέγχεται από την εκάστοτε κυβέρνηση) ή κανάλια στα οποία αυτοί που παράγουν πολιτιστικά αγαθά, καθώς και οι απλοί πολίτες, έχουν μεγαλύτερο έλεγχο.


Τελειώνοντας, θέλω να τονίσω ότι τα παραπάνω μέτρα που στοχεύουν στην άμβλυνση των ανισοτήτων όχι μόνο στον οικονομικό και κοινωνικό, αλλά και στον πολιτικό και πολιτισμικό χώρο δεν θα ήταν αποτελεσματικά αν εφαρμόζονταν κατά αποσπασματικό, ad hoc τρόπο. Και αυτό γιατί οι αλλαγές σε έναν από τους παραπάνω τέσσερις χώρους προϋποθέτει μεταρρυθμίσεις και στους υπόλοιπους τρεις. Χρειάζεται, με άλλα λόγια, ένα συνολικό όραμα, μια συνολική, συστηματική μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Χρειάζεται επίσης μια μεγάλης κλίμακας διαφώτιση και κινητοποίηση του κόσμου προς τον κεντρικό κεντροαριστερό στόχο που δεν μπορεί να είναι άλλος από την άμβλυνση των ανισοτήτων – δηλαδή την επίτευξη μιας πιο ισορροπημένης οικονομίας, μιας πιο δίκαιης κοινωνίας, μιας πιο δημοκρατικής πολιτείας και μιας πιο χειραφετικής κουλτούρας.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη LSE.