Τον τελευταίο καιρό, αμέσως μετά τις εθνικές εκλογές, ζήσαμε, τουλάχιστον αυτή είναι η γνώμη μου, ένα είδος πολιτικού παραλογισμού ο οποίος εκδηλώθηκε στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ύστερα από την ήττα του στις εθνικές εκλογές. Ο υπεύθυνος αρχηγός ταράχτηκε κάπως, εγκατέλειψε για λίγο τη μακαριότητα στην οποία ζούσε και κατέθεσε τη θλίψη και την απορία του μπροστά στο αναμφισβήτητο, αλλά και εντελώς αναπάντεχο για τον ίδιο γεγονός. Βεβαίως ο αρχηγός δεν μπόρεσε να προβλέψει την ημερομηνία, έστω κατά προσέγγιση, των εκλογών και συνεπώς ο κομματικός μηχανισμός βρέθηκε απροετοίμαστος. Ως προς το σημείο αυτό, η εξήγηση δεν ήταν δύσκολη: προφανώς την ευθύνη φέρει ο αντίπαλος πολιτικός, στην προκειμένη περίπτωση ο Πρωθυπουργός της χώρας, ο οποίος αμέλησε ή απέφυγε να τον προειδοποιήσει εγκαίρως. Και το κρίσιμο ερώτημα μπορούσε επιτέλους να τεθεί: Μήπως η δημοκρατία μας δεν ζει πια σε καθεστώς πολιτικής ευγένειας, αλλά έχει επιστρέψει στην περίοδο της πολιτικής βαρβαρότητας υπό τη μορφή πολιτικής σύγκρουσης; Επιπλέον, ο αρχηγός γνώριζε πολύ καλά ότι οι δημοσκοπήσεις ήταν αρνητικές για τον ίδιο και την πολιτική που ακολουθούσε. Στο σημείο αυτό η εξήγηση ήταν πολύ πιο εύκολη και δόθηκε εγκαίρως: το λάθος οφειλόταν στις εταιρείες των δημοσκοπήσεων οι οποίες ευνοούσαν τον αντίπαλο.


Με τα δεδομένα αυτά υπόψη του, ο αρχηγός πήρε την απόφαση να ζητήσει εκ νέου την εμπιστοσύνη των μελών, φίλων και οπαδών του κόμματος, υποσχόμενος ότι ήταν έτοιμος να βαδίσει μια νέα πορεία, με νέες ιδέες και νέες προτάσεις, όπου νέοι άνθρωποι θα άνοιγαν νέους ορίζοντες για μια νέα πολιτική. Ηταν η στιγμή που οι λέξεις νέα – νέος αποκτούσαν το μαγικό τους περιεχόμενο: αρκούσε να τις προφέρει κανείς για να υποχωρήσουν αστοχίες, λάθη και εμπόδια. Ακόμη και η ίδια η πραγματικότητα ήταν αναγκασμένη, γεμάτη ντροπή, να το βάλει στα πόδια. Ο αρχηγός, φύλαρχος με το μαγικό ραβδί στο χέρι, έραινε με φανταστικές δόσεις νίκης τον λαό του, που ήταν υποχρεωμένος να καταπιεί ακόμη μία ήττα.


Η νέα αισιοδοξία δεν ήταν γραφτό να έχει ανέμελη πορεία. Οπως είναι γνωστό, παρουσιάστηκε ένας αμφισβητίας ορμητικός, σίγουρα θορυβώδης, απαιτητικός, που διεκδίκησε για λογαριασμό του την ηγεσία του κόμματος. Στο σημείο αυτό προκύπτει ο πολιτικός παραλογισμός για τον οποίον μίλησα προηγουμένως. Γιατί ένας φύλαρχος μπορεί να υποφέρει πολλά, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ανεχτεί την αμφισβήτηση του ρόλου του. Ετσι, ο διεκδικητής βαφτίστηκε αμέσως φιλόδοξος, διψασμένος για εξουσία, φίλαρχος, σε αντίθεση με τον φύλαρχο εν υπηρεσία, ο οποίος για το μόνο πράγμα που αδιαφορούσε ήταν η εξουσία. Πράγματι, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η διατήρησή της. Ενα νέο πρόταγμα έκανε την εμφάνισή του στην πολιτική θεωρία και στην πολιτική πράξη: όποιος διεκδικεί την αρχηγία είναι διψασμένος για εξουσία. Ο αρχηγός έχει ήδη ξεδιψάσει και ενδιαφέρεται μόνο για τα αποθέματα σε ύδωρ.


Γνωστή η συνέχεια και το μοναδικό ερώτημα που τίθεται είναι: σε ποια κατεύθυνση θα κυλήσει το νερό; Βεβαίως προς τα εμπρός, γιατί όπως είναι γνωστό σε όλους το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω. Το πολύ πολύ να γίνει ρυάκι και να εξαφανιστεί, καθώς θα το καταπιεί η καμένη (τώρα πια) γη. Αλλά η γενική αυτή κατεύθυνση δεν μας αρκεί. Μας ενδιαφέρει η φορά της: θα είναι δεξιά ή αριστερή; Η δεξιά απαγορεύεται, τόσο για λόγους ρητορικής ηθικής όσο και για λόγους πρακτικούς. Τόσο νερό έχει μαζευτεί εκεί, που ασφαλώς μπορούμε να μιλήσουμε για λιμνάζοντα ύδατα, ίσως μάλιστα και για έλος. Μένει η αριστερή φορά, την οποία επιβάλλεται να επιλέξουμε μια και τα λόγια δεν στοιχίζουν τίποτε. Το ζήτημα είναι ότι δεν ξέρουμε κατά πού βρίσκεται η Αριστερά. Ισως να είναι μόνο θέμα προσανατολισμού. Καθώς κοιτάμε μπροστά, η Δεξιά βρίσκεται στο δεξί χέρι και η Αριστερά στο άλλο. Σωστά. Αρκεί όμως μια απλή στροφή μερικών μοιρών, ώστε η Αριστερά να μην βρίσκεται πια στη γνωστή της θέση. Δύσκολα τα πράγματα, αλλά στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα: θα περιστρεφόμαστε συνεχώς με άξονα τον εαυτό μας και με μεταβαλλόμενη ταχύτητα, πράγμα που μπορεί να αποτρέψει τον κίνδυνο της ζάλης και να μας κρατήσει όρθιους ως την επόμενη φορά.


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.