Ο διπλός στόχος των εκλογικών μας συστημάτων – μονοκομματικές κυβερνήσεις και «βιοποικιλότητα» του Κοινοβουλίου – μπορεί να επιδιωχθεί μέσω παραλλαγής του γερμανικού συστήματος με δύο τρόπους: είτε με παράλληλη και ανεξάρτητη λειτουργία των δύο εκλογικών μηχανισμών (του αναλογικού και του πλειοψηφικού) είτε με ενιαίο προκαθορισμό σε εθνική βάση της ενίσχυσης του πρώτου κόμματος.


Η παράλληλη και ανεξάρτητη λειτουργία των δύο εκλογικών μηχανισμών έχει όμως δύο κινδύνους:


Πρώτον, το ενδεχόμενο τερατώδους υπερεκπροσώπησης του πρώτου κόμματος. Δεύτερον, το ενδεχόμενο της «αντιστροφής πλειοψηφίας»: αν το πρώτο κόμμα πάρει 40% και το δεύτερο 38%, αλλά το δεύτερο λόγω καλύτερης κατανομής των ψήφων του πρωτεύει σε 117 μονοεδρικές και το άλλο σε 83, τότε το κόμμα του 40% θα εκλέξει 123 βουλευτές (83+40) και αυτό του 38% 155 βουλευτές (117+38)!


Ας πάρουμε τώρα τη δεύτερη παραλλαγή, σύμφωνα με την οποία το εθνικό ποσοστό και μόνον αυτό προσδιορίζει τον συνολικό αριθμό των κομματικών εδρών. Εδώ εκλείπει το κίνητρο των κομμάτων να επιλέξουν για τις μονοεδρικές τούς υποψηφίους με την ευρύτερη αποδοχή στην τοπική κοινωνία, δηλαδή τους λιγότερο σκληροπυρηνικούς κομματικά: έτσι ή αλλιώς, ανεξαρτήτως του πόσες μονοεδρικές θα κερδίσει το κόμμα, σε εθνική βάση θα έχει τον ίδιο αριθμό βουλευτών. Και οι δύο παραλλαγές όμως έχουν ένα θετικό και ένα αρνητικό. Το θετικό είναι ότι καταργώντας τον σταυρό προτίμησης μειώνουν τις εξαρτήσεις των εκπροσώπων του λαού από την οικονομική και επικοινωνιακή (διαπλεκόμενη;) ολιγαρχία, ενώ παράλληλα καταργούν τους εσωκομματικούς εμφυλίους.


Το αρνητικό είναι ότι μπορούν να αφήσουν εκτός Κοινοβουλίου σημαντικές κομματικές προσωπικότητες.


Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.