Είναι εύκολο να επιχειρηματολογήσει κανείς ότι οι σοσιαλιστές σήμερα περνούν κρίση. Κατά τους τελευταίους έξι μήνες έχασαν τις εκλογές στη Γαλλία, στην Ελλάδα, στο Βέλγιο και στη Φινλανδία, τα πολιτικά προγράμματά τους έχουν μικρές διαφορές από εκείνα των συντηρητικών και όπου τυχόν παραμένουν στην εξουσία ακολουθούν νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Η πραγματικότητα όμως είναι πιο σύνθετη. Κατ’ αρχάς, οι σοσιαλιστές δεν έχουν χάσει την παγκόσμια απήχησή τους σήμερα περισσότερο από ό,τι την επαύριο της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού. Τότε, παρά τις σαφείς διαφορές ανάμεσα στον σοβιετικού τύπου κομμουνισμό και στα προγράμματα των σοσιαλιστών, το σοσιαλιστικό όραμα φάνηκε να θολώνει.


Αυτό δεν εμπόδισε τους σοσιαλιστές να κερδίσουν εκλογές σε πολλές χώρες της Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής τη δεκαετία του 1990. Οι αιτίες για τις νίκες των σοσιαλιστών ήταν πολλές, αλλά υπήρχε μια κοινή συνισταμένη: στον βαθμό που η παγκοσμιοποίηση επιβάλλει σχεδόν εξαναγκαστικά ορισμένες πολιτικές στα έθνη κράτη, είχε οδυνηρή διαφορά το να εφαρμόζουν οι νεοφιλελεύθεροι αντί για τους σοσιαλιστές ορισμένες πολιτικές όπως οι ιδιωτικοποιήσεις ή οι αλλαγές στο κράτος πρόνοιας. Στη συνέχεια, οι σοσιαλιστές υπέστησαν εκλογικές ήττες το διάστημα 1999-2002, όταν έχασαν τις εκλογές στην Αυστρία, στη Γαλλία, στη Δανία, στην Ιταλία, στη Νορβηγία, στην Ολλανδία και στην Πορτογαλία, ενώ στις εκλογές του 2004 για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τα κόμματα που ανήκουν στο Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα κέρδισαν μόνο 200 έδρες έναντι 268 των συντηρητικών αντιπάλων τους του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Τότε μάλλον παρά σήμερα οι σοσιαλιστές βρέθηκαν σε κρίση.


Σήμερα, κόμματα με τίτλους όπως «σοσιαλιστικό», «σοσιαλδημοκρατικό» ή «εργατικό» υπάρχουν σε 57 χώρες του κόσμου. Οι πρόσφατες εκλογικές ήττες των σοσιαλιστών δεν πρέπει να συσκοτίζουν το ότι σοσιαλιστές ή σοσιαλδημοκράτες έχουν κερδίσει τις εκλογές και ήδη κυβερνούν, μόνοι τους ή σε συμμαχία με άλλα κόμματα, στην Αυστρία, στην Ισπανία, στην Ιταλία, στη Νορβηγία, στη Σουηδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σε ό,τι αφορά λοιπόν τις εκλογικές επιδόσεις των σοσιαλιστών η κρίση σήμερα δεν είναι μεγαλύτερη από άλλοτε.


Στο επιχείρημα ότι οι σοσιαλιστές, όπου τυχόν βρίσκονται στην εξουσία, έτσι κι αλλιώς εφαρμόζουν πολιτικές που ελάχιστα θυμίζουν σοσιαλισμό, η απάντηση μπορεί να είναι ότι ο ουτοπικός-οραματικός λόγος, που με ευθύνη και των ίδιων των σοσιαλιστών έχει κυριαρχήσει στο πολιτικό τους προφίλ, έχει δημιουργήσει εξωπραγματικές προσδοκίες από τα σοσιαλιστικά κόμματα. Στην πραγματικότητα, σε ό,τι αφορά την οικονομική και κοινωνική πολιτική, στις αρχές του 21ου αιώνα όπως και νωρίτερα, τη δεκαετία του 1990, σε πολλές δυτικές χώρες οι σοσιαλιστές είχαν τρεις ξεχωριστούς στόχους: Πρώτον, να μειώσουν την ανεργία και να αυξήσουν το ποσοστό του γενικού πληθυσμού που μετέχει στην αγορά εργασίας. Δεύτερον, να μειώσουν τις κοινωνικές ανισότητες και να επιχειρήσουν την αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Η αναδιανομή δεν έπρεπε πλέον να είναι μόνο κάθετη (μεταξύ πλουσίων και φτωχών) αλλά και οριζόντια (ανάμεσα στη νέα γενιά και στη γενιά των μεσηλίκων και των ηλικιωμένων, ανάμεσα στους εργαζομένους και στους ανέργους, ανάμεσα στους κοινωνικά ενταγμένους και στους κοινωνικά αποκλεισμένους). Τρίτον, να αποσπάσουν μέρος της ουσιαστικής εξουσίας που ασκεί το ιδιωτικό κεφάλαιο και να την επαναφέρουν στα χέρια της κυβέρνησης.


Οι στόχοι αυτοί σαφώς διακρίνουν τα προγράμματα των σοσιαλιστών και των σοσιαλδημοκρατών από εκείνα των αντιπάλων τους, τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά. Οι συντηρητικοί έχουν άλλες προτεραιότητες (γρήγορη απελευθέρωση της αγοράς, ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας κ.ά.), ενώ όσοι βρίσκονται πιο αριστερά από τους σοσιαλιστές επιδιώκουν πολύ πιο ριζοσπαστικούς στόχους. Εχει όμως υποστηριχθεί ότι ακόμη και αν οι σοσιαλιστές έχουν διακριτούς στόχους, βρίσκονται σε κρίση γιατί όποτε τονίζουν την παραδοσιακή σοσιαλιστική ιδεολογία τους χάνουν ψήφους από τα δεξιά και μένουν στην αντιπολίτευση. Οποτε δε τα σοσιαλιστικά κόμματα μετακινούνται ιδεολογικά προς τα δεξιά, χάνουν τους αριστερούς ψηφοφόρους. Η πραγματικότητα είναι ότι οι σοσιαλιστές έχουν χάσει το παραδοσιακό εκλογικό ακροατήριό τους. Εργάτες και υπάλληλοι (η παραδοσιακή κοινωνική βάση των σοσιαλιστών) έχουν μετακινηθεί κατά καιρούς προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά. Οι σοσιαλιστές έχουν ωστόσο κερδίσει εκλογές και μπορούν να τις ξανακερδίσουν αντλώντας ψήφους και από τα μεσαία και ανώτερα αστικά στρώματα. Κανένα κόμμα εξουσίας δεν θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά.


Ερχόμενα στην εξουσία, τα σοσιαλιστικά κόμματα δίνουν εξετάσεις διαχειριστικής ικανότητας. Ως προς αυτό, μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990 δεν έχουμε στοιχεία ότι οι σοσιαλιστές υπήρξαν χειρότεροι διαχειριστές της εξουσίας από τους συντηρητικούς. Το αντίθετο μάλιστα. Οι σοσιαλιστές δεν ισχυρίζονται ότι είναι καλύτεροι διαχειριστές γενικά, αλλά ότι είναι αποτελεσματικοί στην επίτευξη των ξεχωριστών πολιτικών στόχων που προαναφέραμε. Η τυχόν επίτευξη των στόχων δεν λύνει το πρόβλημα των αμφίπλευρων απωλειών ψήφων προς τα δεξιά και τα αριστερά. Γι’ αυτό οι σοσιαλιστές δεν θα πρέπει να φοβούνται να προβάλλουν την ιδεολογική τους ταυτότητα, όπως αυτή διαφαίνεται στη μέριμνα για επίτευξη καλύτερης ισορροπίας ανάμεσα στο ιδανικό της ισότητας και σε εκείνο της ελευθερίας. Η επίτευξη της ισορροπίας στηρίζεται στην παραδοχή ότι είναι δυνατόν να δημιουργήσουμε μια δικαιότερη κοινωνία χάρη στον ορθό λόγο. Οταν αυτά πάψουν να ενδιαφέρουν τους σοσιαλιστές, τότε θα βρεθούν σε πραγματική κρίση.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.