Σήμερα, σε σύγκριση με τη δεκαετία του ’60, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης έχουν απολέσει περίπου το 20% της εκλογικής ισχύος τους. Εχουν εισέλθει σε μια πορεία βραδείας πλαγιολίσθησης, καθώς κάθε επόμενη δεκαετία εμφανίζεται ως εκλογικά λιγότερο αποδοτική από την προηγουμένη. Τα δεδομένα αυτά χρήζουν εξηγήσεως.


1. Προδότες, αλλά ένα βήμα μπροστά!


Το δίλημμα που απασχόλησε τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην πρώτη φάση, και πιο ριζοσπαστική, της ανάπτυξής τους ήταν το εξής: θα πρέπει η σοσιαλδημοκρατία να αναπτυχθεί σαν ανεξάρτητη αντικαπιταλιστική δύναμη ή θα πρέπει να περιοριστεί σε στόχους που είναι συμβατοί με τον καπιταλισμό; Αυτό το ιστορικό ερώτημα ετέθη πολλές φορές, σε διαφορετικές εποχές, και απαντήθηκε επίσης πολλές φορές, πάντοτε όμως με τον ίδιο τρόπο. Πάντοτε η σοσιαλδημοκρατία, ή ένα σημαντικό τμήμα της, επιθυμούσε την πρώτη εκδοχή (την αλλαγή του καπιταλισμού), πάντοτε υλοποιούσε τη δεύτερη (τη συντήρησή του).


Γιατί όμως τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, τα οποία σταδιακά εγκατέλειψαν την αντικαπιταλιστική στοχοθεσία τους, κατάφεραν να γίνουν ισχυροί εκλογικοί πόλοι, να διατηρήσουν, μέχρι πρόσφατα, την εμπιστοσύνη της εργατικής τάξης και να ασκήσουν επανειλημμένα την εξουσία σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης;


Η όποια γοητεία άσκησε η σοσιαλδημοκρατία οφείλεται στην ικανότητά της να υλοποιεί πολιτικές που την καθιέρωσαν ως την κοινωνική Αριστερά στο πολιτικό σύστημα. Από τη στρατηγική της «πολιτικής ισότητας», στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, η οποία οδήγησε στην απόδοση πολιτικών δικαιωμάτων και αξιοπρέπειας στις κατώτερες τάξεις, μέχρι το σουηδικό μοντέλο της δεκαετίας του ’30 ή την κοινωνική αναδιανομή και τα εθνικά συστήματα κοινωνικής προστασίας της μεταπολεμικής περιόδου, η σοσιαλδημοκρατία συνέβαλε στην πρακτική βελτίωση της ζωής των λαϊκών τάξεων. Η σοσιαλδημοκρατία ήταν μια δύναμη αποτελεσματική: επέβαλε αλλαγές, θεσμικές, οικονομικές ή κοινωνικές, που άλλαξαν τον καπιταλισμό.


Στην πραγματικότητα η ιστορική σοσιαλδημοκρατία βρέθηκε ιδεολογικά ένα βήμα μπροστά από τους δεξιούς αντιπάλους της, διότι παρήγαγε, ή υιοθέτησε, ιδέες που αυτοί δεν ήταν ακόμη σε θέση να αποδεχθούν (όπως το καθολικό δικαίωμα ψήφου, ο κεντρικός σχεδιασμός, ο κεϋνσιανισμός, η θεσμοποίηση του ρόλου των συνδικάτων). Βρέθηκε, επίσης, ένα βήμα μπροστά σε ό,τι αφορά την πρακτική προώθηση των συμφερόντων των κατωτέρων τάξεων. Η σοσιαλδημοκρατία «πρόδωσε» πολλές φορές το δικό της πνεύμα και τη δική της παράδοση. Κατάφερε όμως, ακόμη και στις στιγμές του μεγαλύτερου συμβιβασμού, να υπερβεί το κυρίαρχο πνεύμα του καπιταλισμού της εποχής. Αυτό τη διαφοροποίησε από τη Δεξιά και έδωσε νόημα – και προστιθέμενη αξία – στην ταυτότητα της. Η κατάσταση, εν τούτοις, έχει αλλάξει σήμερα.


2. Κοινωνική ή πολιτισμική Αριστερά;


Η νέα ιδεολογική-προγραμματική σύνθεση των σοσιαλιστών, η οποία έλαβε χώρα στις δεκαετίες του ’80 και, κυρίως, του ’90 και η οποία χαρακτηρίζεται από την προσαρμογή στο πνεύμα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, διαφέρει από όλες τις προηγούμενες στο εξής σημείο: υπερβαίνει τα δύο σταθερά συντακτικά στοιχεία του αρχικού ιδεολογικού πυρήνα της σοσιαλδημοκρατίας, τα στοιχεία που δεν είχαν θιγεί από καμία προηγούμενη αναθεώρηση, δηλαδή τον ρυθμιστικό ρόλο του κράτους και την προτεραιότητα των συμφερόντων των λαϊκών τάξεων. Φυσικά σε επίπεδο ρητορικής παραμένει ηχηρή η έμφαση στο κράτος, στον λαό, όπως και η κριτική της αγοράς. Σε επίπεδο όμως κυβερνητικής δράσης η ρητορική έμφαση δεν μεταφράζεται παρά μόνον οριακά σε πρακτικά εφαρμοσμένες πολιτικές (παράδειγμα: δυσκολία των σοσιαλιστών να μειώσουν τις κοινωνικές ανισότητες, πολιτική ιδιωτικοποιήσεων από τις αριστερές κυβερνήσεις κ.λπ.).


Φυσικά τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα δεν ταυτίζονται με τη Δεξιά. Ο συνήθως ήπιος νεοφιλελευθερισμός της Κεντροαριστεράς διαφέρει από τον αποφασιστικό μεταρρυθμιστικό φιλελευθερισμό των δεξιών κομμάτων (και γι’ αυτό η σοσιαλδημοκρατία εγκαλείται από τα τελευταία για τον «ατολμία» της). Ο δε κεντροαριστερός πολιτισμικός φιλελευθερισμός (έμφαση στις πολυπολιτισμικές αξίες, στα δικαιώματα των μεταναστών, των γυναικών, στην αποκέντρωση, στην οικολογία κ.λπ.) διαφέρει σημαντικά από τον πολιτισμικό συντηρητισμό, συχνά με έντονα τα εθνοκεντρικά και πειθαρχικά (law and order) μοτίβα, των κεντροδεξιών κομμάτων. Ωστόσο, ιστορικά, η σοσιαλδημοκρατία συγκροτήθηκε κυρίως ως κοινωνική Αριστερά και δευτερευόντως ως πολιτισμική Αριστερά. Αντιθέτως, σήμερα, καθώς δυσκολεύεται να προωθήσει πολιτικές αναδιανομής και ένα νέο παράδειγμα οικονομικής πολιτικής, συγκροτείται κυρίως ως πολιτισμική Αριστερά και δευτερευόντως ως κοινωνική. Αυτό υπονομεύει τη λαϊκή βάση του σοσιαλδημοκρατικού εγχειρήματος, εξηγεί τις εκλογικές απώλειες στο εσωτερικό των λαϊκών τάξεων αλλά και τα οφέλη στο εσωτερικό των μεσαίων μορφωμένων στρωμάτων (τα οποία είναι πιο ευαίσθητα στα θέματα αξιών).


Η μειωμένη δυνατότητα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων να λειτουργήσουν ως κοινωνική Αριστερά έχει πολλές αιτίες. Η μείωση των ρυθμών ανάπτυξης στη Δύση και η εξασθένηση του καθοριστικού ρόλου του εθνικού κράτους, εξασθένηση που έθιξε το εργαλείο μέσω του οποίου τα εν λόγω κόμματα έθεταν σε εφαρμογή την πολιτική τους, είναι οι δύο σημαντικότερες. Η αποδυνάμωση των εθνικών κρατικών αρμοδιοτήτων έφερε σε πιο δύσκολη θέση τα αριστερά κόμματα (κόμματα θέσει «κρατικιστικά») παρά τα κόμματα της αγοράς.


Σήμερα, επιπλέον, η πολυδιάσπαση των εξουσιών και αρμοδιοτήτων στο εσωτερικό του διεθνούς συστήματος έχει καίρια μειώσει την ικανότητα των κομμάτων, των όποιων κομμάτων, να σχεδιάζουν και να υλοποιούν εικονοκλαστικές πολιτικές. Η προγραμματική παραγωγή των σοσιαλδημοκρατών έχει σημαντικά περιοριστεί. Βέβαια ιδέες νεωτεριστικές υπάρχουν και στο βρετανικό μοντέλο του Τρίτου Δρόμου και στο πάντα ενδιαφέρον σκανδιναβικό μοντέλο και στη γαλλική αριστερή εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας και στην εμπειρία της κυβέρνησης Θαπατέρο. Πολλές δε επιμέρους πολιτικές των σοσιαλδημοκρατών (για την ανεργία, την αποκέντρωση, την ανακούφιση των πιο εκτεθειμένων ομάδων του πληθυσμού) έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές. Μολαταύτα απουσιάζει η συνολική εναλλακτική πολιτική, ένας άλλος κορμός οικονομικής-κοινωνικής πολιτικής ικανός να ξανακάνει τη σοσιαλδημοκρατία μια μοντέρνα κοινωνική Αριστερά. Απουσιάζει μια πολιτική «ισχυρού» μεταρρυθμισμού. Χωρίς αυτή θα τεθεί μακροπρόθεσμα σε αμφισβήτηση, σε ό,τι αφορά την Ευρώπη, όχι μόνον η βαθύτερη ταυτότητα της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και η ίδια η πορεία της ΕΕ.


***


Στις ευρωπαϊκές κοινωνίες η κοινή γνώμη είναι διχασμένη ανάμεσα σε δύο αντίθετες – και θεμελιακά αντιφατικές – διαθέσεις: θεωρεί, αφ’ ενός, ότι η αγορά είναι πιο αποτελεσματική από το κράτος και θεωρεί, αφετέρου, ότι η πρώτη προτεραιότητα πρέπει να είναι η μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων. Εάν το ρεύμα υπέρ της αγοράς έχει την πολιτική του εκπροσώπηση, για πόσο καιρό ακόμη το ρεύμα της κοινωνικής δικαιοσύνης θα παραμείνει χωρίς τη δική του; Η ιστορία της σοσιαλδημοκρατίας δείχνει ότι η Κεντροαριστερά δεν μπορεί να υπάρξει ως κεντρική εκλογική δύναμη χωρίς να λειτουργεί ως η κοινωνική Αριστερά στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος. Η δυσκολία του εγχειρήματος, με δεδομένους τους περιορισμούς του διεθνούς οικονομικού και πολιτικού συστήματος, δικαιολογεί την απαισιοδοξία.


Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.