Εντρομος ο αρχηγός τον ανέσυρε από το τίποτα και τον συναρμολόγησε εκ νέου. Τον γράσαραν, τον έντυσαν, τον γυάλισαν και του είπε να πάει να μιλήσει. Αυτός μαυροντυμένος, με ρυθμισμένο βηματισμό, προχώρησε στο βάθρο και άρχισε να κρώζει. Στην αρχή οργάνωσε τη λύπη του σε λέξεις από μέταλλο: κοινότοπα τα λόγια του, ήταν αυτά που θα έλεγε ο καθένας σε μια κηδεία για να ξεμπερδέψει στα γρήγορα με μια κοινωνική υποχρέωση. Στη συνέχεια μάς πετροβόλησε όλους με τα μέτρα που σκόπευε να πάρει η κυβέρνησή του για να ανακουφίσει τους ανθρώπους και την καμένη γη. Κάθε λέξη από το στόμα του ήταν και μια ευθεία βολή για ό, τι είχε απομείνει από λογική και ευαισθησία σε όλους εκείνους που μόλις πριν από λίγες ημέρες νόμιζαν ότι είχαν δικαίωμα στη ζωή. Τέλος επέτρεψε στους δημοσιογράφους που τον παρακολουθούσαν να του ασκήσουν σκληρή κριτική. Και το ανδρείκελο έλαβε θέση μάχης, έδειξε σε όλους τα φουσκωμένα του ποντίκια, σαν παλαιστής σε λαϊκή αγορά, σίγουρος όμως για την επιτυχία του και με εξασφαλισμένο τον μισθό του, τώρα πια που είχε σίγουρη την εκλογή του. Δεν απάντησε σε καμία ερώτηση. Αντιμετώπισε τους δημοσιογράφους με το περιφρονητικό ύφος που ο ίδιος φαντάστηκε, με το φτωχό του μυαλό και τις λιγοστές του γνώσεις, ότι θα έπρεπε να είχε ένας αριστοκράτης γαιοκτήμων ακούγοντας τα αιτήματα των υπηκόων του. Δυστυχισμένε Θεόδωρε Ρουσόπουλε! Σάστισες και τρέχεις φοβισμένος να προλάβεις, τώρα που συνήθισες στην προστασία και στη θαλπωρή που προσφέρει η εξουσία. Το τίμημα είναι ότι πρέπει να την υπηρετείς γονατιστός και να την προστατεύεις, μιλώντας συνεχώς. Αποτρόπαιος λόγος, αποτρόπαιος ρόλος, αποτρόπαιοι άνθρωποι.


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.