Δεν υπάρχει αμφιβολία πως όταν κανείς εξετάσει συγχρόνως πολλές δημοσκοπήσεις πάνω σε ένα συγκεκριμένο θέμα, μπορεί να σχηματίσει μια αρκετά ακριβή εικόνα τού τι πιστεύει ο κόσμος. Η εικόνα γίνεται σαφέστερη αν κανείς δει διαχρονικά για το ίδιο θέμα μια σειρά δημοσκοπήσεων. Από την άλλη μεριά όμως υπάρχουν σοβαρά προβλήματα που μειώνουν, αν όχι την αλήθεια, τουλάχιστον την αξία των δημοσκοπήσεων. Θα αναφερθώ σε τέσσερα τέτοια προβλήματα.


Πρώτον, οι δημοσκοπήσεις, όσο αντικειμενικές και αν είναι, δεν σημαίνει ότι κατ’ ανάγκη αντανακλούν την κοινή γνώμη. Σε ένα μεγάλο βαθμό τη διαμορφώνουν, την κατασκευάζουν – και αυτό με την έννοια πως πολλοί πολίτες αποφασίζουν π.χ. ποιο κόμμα θα ψηφίσουν με βάση τις δημοσκοπήσεις. Αρα οι δημοσκόποι δεν είναι εκτός, είναι μέρος του προβλήματος.


Δεύτερον, οι εταιρείες δημοσκοπήσεων χρειάζονται πόρους για να λειτουργήσουν σωστά. Στον βαθμό που οι πόροι αυτοί προέρχονται από τα κόμματα ή από μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, τότε αυξάνονται οι πιθανότητες διαστρέβλωσης των δεδομένων. Σε αυτό το παιχνίδι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης παίζουν τόσο σημαντικό ρόλο που η εκλογική διαδικασία μετατρέπεται σε εικονική πραγματικότητα.


Τρίτον, υπάρχουν μια σειρά από τεχνικά προβλήματα που αποσιωπούνται και που συχνά ακυρώνουν την αξιοπιστία των αναλύσεων. Προβλήματα όπως το μη αντιπροσωπευτικό δείγμα, το αναξιόπιστο ποιόν του ερωτηματολογίου, ο προβληματικός τρόπος με το οποίον τίθενται οι ερωτήσεις κ.λπ.


Τέλος, το πιο βασικό πρόβλημα είναι πως συχνά οι κομματικές ηγεσίες γίνονται έρμαια των δημοσκοπήσεων. Αντί να προσπαθούν να πείσουν τους πολίτες για την ορθότητα του προγράμματός τους, καθορίζουν το πρόγραμμα στη βάση τού τι πιστεύουν ή τι θέλουν οι ψηφοφόροι. Αυτό οδηγεί σε ένα είδος λαϊκισμού που υποσκάπτει τα θεμέλια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στην LSE.