Ας φανταστούμε έναν ευρυγώνιο φωτογραφικό φακό που έχει τοποθετηθεί απέναντι από το κτίριο της Βουλής και ανά δέκα λεπτά φωτογραφίζει την πλατεία Συντάγματος και το Κοινοβούλιο. Αυτός ο φακός καταγράφει ό,τι υπάρχει και ό,τι κινείται στο πεδίο της εμβέλειάς του. Ας υποθέσουμε ότι την ίδια ημέρα και ώρα μια ερευνητική ομάδα διεξάγει πολιτική δημοσκόπηση και αναζητεί το δείγμα της στο οικοδομικό τετράγωνο της πλατείας Συντάγματος – Κοινοβουλίου. Αυτή η ομάδα θα επισκεφτεί για συνέντευξη δέκα, για παράδειγμα, νοικοκυριά στο εν λόγω τετράγωνο και θα αποχωρήσει, έστω και αν την ίδια στιγμή μια διαδήλωση 100.000 ατόμων περνάει μπροστά από τη Βουλή. Ο φωτογραφικός φακός θα καταγράψει τα εκατό χιλιάδες πολιτικοποιημένα άτομα, η πολιτική δημοσκόπηση όχι.


* Δεν είναι φωτογραφία


Οι δημοσκοπήσεις, συνεπώς, δεν αποτελούν φωτογραφία της κοινής γνώμης, διότι δεν καταγράφουν ό,τι υπάρχει στην πραγματικότητα (όπως ο φακός καταγράφει ό,τι υπάρχει στο πεδίο εμβέλειάς του) αλλά μόνον ό,τι ο ερευνητής-δημοσκόπος έχει προεπιλέξει να μετρήσει. Οι γνώμες, οι στάσεις και οι συμπεριφορές (όπως η διαδήλωση μπροστά στη Βουλή) που εκφεύγουν από το «τι μετράται», απλώς δεν μετρώνται. Αυτό δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό, είναι αναγκαίο. Το ερευνητικό πρόβλημα, το ζητούμενο, το ορίζει – και σωστά – ο διενεργών τη μέτρηση, ο οποίος δεν μετράει (ούτε μπορεί να μετρήσει, ακόμη και αν θα το επιθυμούσε) ό,τι υπάρχει ή κινείται μπροστά του, αλλά μόνον ό,τι υπηρετεί την έρευνά του. Η πολιτική δημοσκόπηση αποτυπώνει, καταγράφει, καταλογογραφεί γνώμες και στάσεις: όχι όμως τις γνώμες και τις στάσεις επί όλων των πολιτικών θεμάτων, ούτε εκείνες που οι πολίτες θεωρούν ως γνώμες και στάσεις πολιτικά σημαντικές για τους ίδιους, αλλά τις γνώμες και τις στάσεις που ο διενεργών την έρευνα θεωρεί, αυτός και μόνον, πολιτικά σημαντικές. Αυτός είναι ο κανόνας των ποσοτικών ερευνών, και δεν μπορεί να είναι άλλος. Με κριτήριο τα ανωτέρω, μια πολιτική δημοσκόπηση είναι «εύστοχη» ή «άστοχη», και όχι «αληθής» ή «ψευδής», υπό την έννοια ότι αναδεικνύει (εύστοχη) ή δεν αναδεικνύει (άστοχη) τα κρίσιμα δεδομένα (όχι απλώς τα «πραγματικά»), της πολιτικής και κοινωνικής δυναμικής μιας περιόδου.


Οι πολιτικές δημοσκοπήσεις καταγράφουν γνώμες, διαφορετικές μεταξύ τους, άλλες διαμορφωμένες, άλλες ανεπεξέργαστες, άλλες αποσπασματικές, άλλες γενικές, άλλες δεξιές, άλλες αριστερές, τις ενοποιούν και παράγουν, μέσω της στατιστικής επεξεργασίας, την κοινή γνώμη. Η κοινή γνώμη όμως δεν υπάρχει (Bourdieu), διότι δεν είναι ενιαία, διότι δεν έχει σώμα, ψυχή, βούληση και φωνή: είναι αχανής και ανοργάνωτη, είναι ένα «σύνολο αγνώστων», ένα στατιστικό άθροισμα και όχι ένα συλλογικά διαμορφωμένο κοινωνικό σώμα. Οι δημοσκοπήσεις στην ουσία δεν καταγράφουν κάποια κοινή βούληση ούτε κάποια opinio communis, αλλά ένα πολιτικό κλίμα, μια ατμόσφαιρα, το πολιτικό περιβάλλον μιας δεδομένης στιγμής. Υπό αυτό το πρίσμα μόνον, της δεδομένης στιγμής, μπορούν να θεωρηθούν φωτογραφίες. Οι δημοσκοπήσεις είναι χρήσιμες διότι προσφέρουν ενδείξεις και σημεία αναφοράς, των οποίων η αξία εξαρτάται απόλυτα από την ανάλυση. Η ανάγνωση/ανάλυση των δημοσκοπήσεων (όλοι είναι αναλυτές!) είναι η κρίσιμη διαδικασία που καθιστά τις έρευνες κοινής γνώμης σημαντικούς μηχανισμούς πολιτικής πληροφόρησης. Είναι – επίσης – εκείνη που επιτρέπει στον ποιοτικό ερευνητή να θέσει, την επόμενη φορά, την κάθε επόμενη φορά, τα «σωστά» ερωτήματα που θα του επιτρέψουν να βελτιώσει τις ενδείξεις που του παρέχει ο ατελής πληροφοριακός μηχανισμός που λέγεται δημοσκόπηση.


* «Εγώ απλώς μετράω»


Οι δημοσκοπήσεις επηρεάζουν την πολιτική πραγματικότητα επειδή επιδρούν και ενόσω επιδρούν στον τρόπο που την αντιλαμβανόμαστε. Καταγράφουν τις γνώμες, αλλά, ταυτόχρονα, είτε το θέλουν είτε όχι, τις προσανατολίζουν. Οπως και τις συμπεριφορές. Οσοι από τον χώρο των δημοσκοπήσεων αρνούνται αυτή την επίδραση («εγώ απλώς μετράω»), όχι μόνο κρύβονται πίσω από τον δάκτυλό τους αλλά και μεγεθύνουν, στο όνομα της μη επιρροής, την επιρροή των ερευνών τους.


Είναι κοινός τόπος ότι οι πολιτικές έρευνες αναδεικνύουν περισσότερο τα θέματα που απασχολούν τις κυβερνώσες ελίτ (της Δεξιάς και της Αριστεράς), παρά τα θέματα που απασχολούν τις λαϊκές τάξεις που είναι συχνά, για τις δημοσκοπήσεις, οι «σιωπηλές τάξεις». Οι ελίτ όχι μόνον «παραγγέλλουν» (ως πελάτες) τις δημοσκοπήσεις, και άρα και τα θέματα έρευνας, αλλά διαθέτουν και ένα επιπλέον, πολύ πιο κρίσιμο, προνόμιο: έχουν τα μέσα για να μετατρέψουν τις πληροφορίες σε πολιτική, σε ατζέντα, σε «δημοσιότητα». Εχουν την ικανότητα να δίνουν δομή και σχήμα στην «αναρχική» κοινή γνώμη. Σημαίνουν τα προηγούμενα ότι τα θέματα και προβλήματα που μετρούν οι πολιτικές έρευνες δεν είναι σημαντικά; Συχνά είναι, συχνά δεν είναι. Είναι πολύ σημαντικό θέμα, για παράδειγμα, η στάση των πολιτών απέναντι στην οικονομική ή την εκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης, είναι ασήμαντο και δεν απασχολεί κανέναν (πέραν των αμέσως ενδιαφερομένων) το να μετράται 60 φορές τον χρόνο η δημοτικότητα σαράντα ή πενήντα πολιτικών προσώπων.


* Ανταγωνισμός και φθορά


Οι δημοσκοπήσεις, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, έχουν φθαρεί από την πολλή και αλόγιστη χρήση, από τη μετατροπή τους σε εμπορικό προϊόν (η πληροφορία δεν είναι προϊόν όπως τα άλλα προϊόντα), από την αγοραία και πολιτικά υστερόβουλη χρησιμοποίηση των ευρημάτων τους από ορισμένα ΜΜΕ. Εχουν φθαρεί από τον ανταγωνισμό των εταιρειών, από τις μικροεκπτώσεις δεοντολογίας που ο ανταγωνισμός επιβάλλει, όπως και από την ψεύτικη αίσθηση δύναμης που δημιουργούν τα φώτα των προβολέων (τα οποία αποκρύβουν το γεγονός ότι οι εταιρείες είναι απλοί περιφερειακοί αρμοί σε ένα σύστημα ισχύος που τις υπερβαίνει). Εχουν, επίσης, φθαρεί από την πρωτοφανή, για τα διεθνή δεδομένα, υπονόμευση που υφίστανται οι εταιρείες από τα ισχυρά κόμματα, όταν τα αποτελέσματα των ερευνών ευνοούν τον αντίπαλο. Η υπονόμευση αυτή ενισχύει τον δημοσκοπικό καθωσπρεπισμό, ο οποίος τείνει – στο όνομα δήθεν της αντικειμενικότητας – στα «soft» ερωτηματολόγια και στις «ισορροπημένες» ερμηνείες (δεν θίγουμε εύκολα ισχυρούς θεσμούς, ούτε ισχυρούς παράγοντες, ούτε επιφανείς οικογένειες).


Παρά τα ανωτέρω, οι εταιρείες στην Ελλάδα κάνουν – συνολικά – καλά τη δουλειά τους. Παρά τα ανωτέρω, οι δημοσκοπήσεις, και ιδιαίτερα οι εκλογικές, έχουν καίρια συμβάλει στην παραγωγή σημαντικής πολιτικής γνώσης για την ελληνική κοινωνία. Οσο δίκαιη και να είναι η κριτική προς το προϊόν «δημοσκόπηση», δεν μπορεί να γίνεται υπό το πρίσμα της ξεπερασμένης αντίληψης ότι «οι δημοσκοπήσεις είναι κάτι φύσει κακό». Η επένδυση στην ποιότητα και η έμφαση στην ανεξαρτησία είναι οι δύο αναγκαίες προϋποθέσεις για να βελτιωθεί αυτός ο ατελής, επικίνδυνος αλλά χρήσιμος πληροφοριακός μηχανισμός. Και αυτό δεν μπορεί να είναι υπόθεση μόνο των εταιρειών: είναι υπόθεση και των μεγάλων – και εδώ – απόντων, των δημόσιων πανεπιστημίων και των δημόσιων ερευνητικών κέντρων.


Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, επιστημονικός συνεργάτης της Κάπα – Research.