Προς το τέλος της δεκαετίας του 1920 η ελληνική οικονομία αντιμετώπιζε κρίσιμα διλήμματα σχετικά με το αν, πώς και σε ποιον βαθμό έπρεπε να συνδεθεί με το διεθνές οικονομικό σύστημα. Πολλά από αυτά θυμίζουν μάλιστα έντονα ανάλογα διλήμματα και γεγονότα της δεκαετίας του 1990. Για παράδειγμα, στις εκλογές του 1928, το Κόμμα των Φιλελευθέρων με επικεφαλής τον Ελευθέριο Βενιζέλο νίκησε το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα και μετά αγωνίστηκε να απαλλάξει την οικονομία από ένα πλέγμα υπερβολικών κρατικών παρεμβάσεων, ένα πελατειακό τραπεζικό σύστημα και από την κυριαρχία των ιδιωτικών μονοπωλίων σε κρίσιμους βιομηχανικούς κλάδους. Η οικονομική πολιτική στόχευε σε ένα πιο απελευθερωμένο εμπορικό και βιομηχανικό περιβάλλον, με αιχμή τη δημοσιονομική εξυγίανση και την ίδρυση Κεντρικής Τράπεζας. Ενα καθοριστικό στοιχείο του Προγράμματος ήταν η κατασκευή μεγάλων έργων υποδομής, έτσι ώστε να βελτιωθεί η περιφερειακή ανάπτυξη ιδιαίτερα σε εκείνες τις περιοχές οι οποίες είχαν τότε μόλις ενωθεί με την Ελλάδα με τη Συνθήκη των Σεβρών το 1920.


Την ίδια εποχή η Ελλάδα δοκίμαζε τις αντιφατικές συνέπειες τού να είναι μία νικήτρια δύναμη στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μόλις λίγα χρόνια αργότερα να μετατρέπεται σε ένα ηττημένο έθνος μετά την άδοξη Μικρασιατική Εκστρατεία, και έπρεπε ταχύτατα να απορροφήσει ένα εκατομμύριο ελλήνων προσφύγων. Το υψηλό Κρατικό Χρέος πίεζε ασφυκτικά την κυβέρνηση, ενώ η φυγή κεφαλαίων και καταθέσεων είχε στραγγίξει την εσωτερική δυνατότητα χρηματοδότησης των δημοσίων έργων.


Οικονομική αναστάτωση και συναλλαγματική αβεβαιότητα επικρατούσε όμως και διεθνώς. Το 1919 οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν να υιοθετήσουν τον Κανόνα του Χρυσού και αυτό οδήγησε τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες να οργανώσουν, έναν χρόνο αργότερα, τη Διάσκεψη της Γένοβας με κεντρικό στόχο τη σταθερότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Λίγο αργότερα ήρθε και το τρομακτικό σοκ του γερμανικού υπερπληθωρισμού, το οποίο υπονόμευσε τις οικονομικές ρυθμίσεις της Συνθήκης των Βερσαλλιών, οδήγησε τη Γαλλία να εισβάλει στο Ρουρ και έφερε την Ευρώπη στο χείλος μιας νέας αλληλοσφαγής. Εξαντλημένες από τον πόλεμο και αγχωμένες από τη μεταπολεμική ύφεση, οι νικήτριες χώρες με τον Κανόνα του Χρυσού ήθελαν να μειώσουν το κόστος δανεισμού στις διεθνείς αγορές για να εξυπηρετήσουν το χρέος που είχε υπέρμετρα διογκωθεί από τις πολεμικές δαπάνες. Οι εξελίξεις όμως γρήγορα ακύρωσαν τις αισιόδοξες προσδοκίες τους. Το 1929 η χρηματιστηριακή κρίση της Νέας Υόρκης διογκώθηκε ακόμη περισσότερο από την ακαμψία του Χρυσού Κανόνα και την περιοριστική οικονομική πολιτική των ΗΠΑ, μεταδίδοντας έτσι την ύφεση και στον υπόλοιπο κόσμο.


Εκτός όμως από την ευρωπαϊκή κακοδαιμονία, την ίδια περίοδο η Ελλάδα επλήγη περαιτέρω από την ανώμαλη πολιτική κατάσταση που επικράτησε μετά το 1922, καθιστώντας έτσι αδύνατες τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Ο πληθωρισμός κάλπαζε σε καταστρεπτικά για το εισόδημα επίπεδα, πάνω από 80%, και η δραχμή έχανε ασταμάτητα έδαφος απέναντι τόσο στη στερλίνα όσο και στο αμερικανικό δολάριο. Η κυβέρνηση έπρεπε να στηριχθεί κυρίως στον ξένο δανεισμό και έτσι η πρόσδεση στον Χρυσό Κανόνα θεωρήθηκε ότι θα διευκόλυνε την εισροή κεφαλαίων που ήταν απαραίτητη για την οικονομική πρόοδο.


Ωστόσο, παρά την αισιοδοξία της ότι θα φτάσει στη «Γη της Επαγγελίας» και της φτηνής χρηματοδότησης, η Ελλάδα όταν τελικά εισήλθε στον Κανόνα τον Μάιο του 1928 δεν έδρεψε τα αναμενόμενα οφέλη τα οποία είχαν οι άλλοι συμμετέχοντες στο σύστημα. Τα προεξοφλητικά επιτόκια μειώθηκαν μεν για ένα διάστημα το 1929, αλλά μετά αναρριχήθηκαν στο 12% καθώς η διεθνής πίεση συσσωρευόταν. Οπως συχνά συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις, το παιχνίδι με τα υψηλά επιτόκια θεωρήθηκε επίδειξη πολιτικής πυγμής ενάντια στους κερδοσκόπους και μάλιστα, για να τονώσει τη στάση αποφασιστικότητας, ο ίδιος ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος κάλεσε τις Αρχές να μη διστάσουν να αυξήσουν τα επιτόκια στο 20% ή ακόμη και στο 50% αν αυτό κρινόταν απαραίτητο. Χωρίς όμως αποτέλεσμα.


Καθώς οι διεθνείς δανειστές διερευνούσαν κυρίως τη βιωσιμότητα του εμπορικού ισοζυγίου κάθε κράτους, μία από τις πιο κρίσιμες επιλογές για μια χώρα αφορούσε το νόμισμα στο οποίο θα έπρεπε να προσδέσει τη συναλλαγματική της ισοτιμία και σε ποιο επίπεδο. Προσδένοντας τη δραχμή στη στερλίνα, η Ελλάδα φιλοδοξούσε να φέρει ένα «αυτοκρατορικό αέρα» στην εσωτερική πολιτική σκηνή αλλά, δεδομένου του περιορισμένου εύρους εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο χωρών, η επιλογή αποδείχτηκε ελάχιστα επωφελής σε οικονομικούς όρους.


Κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1920, οι ελληνικές εξαγωγές προς τη Βρετανία αποτελούσαν μόνο το 12% του συνόλου, ενώ οι εισαγωγές από αυτήν ήταν μόνο το 13%. Ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών με τις ΗΠΑ ήταν σαφώς μεγαλύτερος, όπως και με τη Γερμανία και την Ιταλία. Ετσι η σύνδεση με τη λίρα Αγγλίας έκανε τη δραχμή όχι μόνο ευάλωτη στις αλλαγές της συναλλαγματικής ισοτιμίας των βασικών εμπορικών ανταγωνιστών της, αλλά επίσης την εξουθένωσε με την απόφαση των βρετανικών αρχών να θέσουν τη δική τους ισοτιμία της στερλίνας στο προπολεμικό μη ανταγωνιστικό επίπεδο.


Παρά τις δυσκολίες, η Ελλάδα στην εσωτερική της πολιτική ενστερνίστηκε στα σοβαρά τις προϋποθέσεις που απαιτούνταν για να κερδίσει αξιοπιστία στις διεθνείς αγορές. Η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου είχε θέσει ως προτεραιότητα τη δημοσιονομική εξυγίανση, επιτυγχάνοντας ακόμη και πλεονασματικούς προϋπολογισμούς για κάποιο διάστημα. Μάλιστα για να πείσει τους ανήσυχους ξένους επενδυτές ότι ήταν αποφασισμένη να υπερασπιστεί το σύστημα μέχρις εσχάτων, ο Βενιζέλος αντιτάχθηκε ακόμη και σε μία δική του προηγούμενη νομοθεσία που αφορούσε την ασφάλιση και ρυθμίσεις των ωρών εργασίας, αδιαφορώντας για την μήνιν των συνδικάτων και ρισκάροντας μια κοινωνική εξέγερση.


Εχοντας προσχωρήσει με καθυστέρηση αλλά επίσης και καθυστερώντας να εγκαταλείψει το κλυδωνιζόμενο σκάφος, η Ελλάδα υπέστη σημαντικό κόστος. Η Ελλάδα ήταν μία από τις τελευταίες χώρες που επιβιβάστηκαν στον Κανόνα του Χρυσού τον Μάιο του 1928. Επειτα από αυτήν, μόνο τρεις ακόμη χώρες ακολούθησαν, καθώς η καταιγίδα πλησίαζε: Η Γαλλία προσχώρησε τον Σεπτέμβριο του 1928, αλλά μόνο μετά από μία σημαντική υποτίμηση του φράγκου, και η Ιαπωνία μπήκε τον Ιανουάριο του 1930, αλλά βγήκε πριν από το τέλος του 1931. Τελευταία η Πορτογαλία έκανε το μικρότερο ταξίδι, εισερχόμενη τον Ιούλιο του 1931 και «πηδώντας από το πλοίο» μόλις τρεις μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου. Παρά το γεγονός ότι η Βρετανία είχε ήδη εγκαταλείψει τον Κανόνα του Χρυσού από τον Σεπτέμβριο του 1931, η Ελλάδα αργούσε να απαγκιστρωθεί με αποτέλεσμα να πληρώσει ακόμη πιο πολύ όταν τελικά έφυγε έξι μήνες μετά.


Γιατί όμως η Ελλάδα και η Ευρώπη γνώρισαν τέτοια αποτυχία στο νομισματικό σύστημα; Τη δεκαετία του 1930, τα ευρωπαϊκά κράτη δεν διέθεταν πολιτική βούληση για βαθύτερο θεσμικό συντονισμό ο οποίος θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για μια νέα ηγεμονία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και να αποτρέψει έναν Β´. Σύντομα άλλωστε οι νέες πολεμικές προετοιμασίες απορρόφησαν το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητας και των πόρων τους και ο Κανόνας του Χρυσού κατέληξε έτσι να είναι το απομεινάρι μιας εποχής που έληξε άδοξα και απροσδόκητα σύντομα.


Χρειάστηκε να γίνει ένας ακόμη μεγάλος πόλεμος και να περάσει μια μακρά χρονική περίοδος ωσότου τα σφάλματα διορθωθούν και η Ευρωπαϊκή Ενωση να υιοθετήσει την ΟΝΕ και το ευρώ ως κοινό νόμισμα για να μπει σε διαδικασία θεσμικού συντονισμού και οικονομικής ολοκλήρωσης με αξιόπιστο τρόπο. Τη φορά αυτή και η Ελλάδα διασφάλισε έγκαιρα τη δική της ισότιμη ένταξη, δείχνοντας έτσι ότι για να πετύχει η διεθνής στρατηγική μιας μικρής χώρας δεν χρειάζεται μόνο στιβαρή και οραματική εθνική ηγεσία, αλλά ταυτόχρονα και ένα πρόσφορο και ενθαρρυντικό εξωτερικό περιβάλλον.


Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι βουλευτής του ΠαΣοΚ, πρώην υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών.