Οταν αναδημοσιεύονται παλαιότερα μικρότερα κείμενα σε ενιαίο πια τόμο, εκείνο που ενδιαφέρει περισσότερο είναι το νέο κείμενο που τα εισάγει. Ο,τι, δηλαδή, εξηγεί τη σχέση παρελθόντος και παρόντος, με την πρόταξη της μεθοδολογικής σκευής που συνέχει τα επί μέρους κείμενα, τα οποία δεν έχουν απλώς ιστορική αξία αλλά εξακολουθούν ακόμη να ενδιαφέρουν. Επιπλέον, αν πρόκειται για κείμενα πολιτικού, αυτή η μεθοδολογική συνιστώσα αφορά τον τρόπο άσκησης μιας πολιτικής: στο πώς πραγματοποιήθηκε, σε ποια συγκυρία, με ποιο πρόγραμμα και με ποια αποτελέσματα. Στην αναστοχαστική μάλιστα αντιμετώπιση τέτοιων αναδημοσιευόμενων κειμένων το πρώτο ερώτημα που επιβάλλεται να τεθεί είναι ο τρόπος κατανόησης από τον συγγραφέα τους των μορφών σύζευξης «ενδογενών» και «εξωγενών» παραγόντων κατά την εκδίπλωση ενός πολιτικού προγράμματος.


Πριν από λίγους μήνες κυκλοφόρησε το πολυσέλιδο βιβλίο Στόχοι, στρατηγική, προοπτικές, το οποίο περιλαμβάνει κείμενα των ετών 2000-2006. Μολονότι στην τιτλοφόρησή του, σε πρώτη ματιά, φαίνεται να συνωθούνται τρεις συνώνυμοι όροι, η διαίρεση ωστόσο του βιβλίου σε επτά μέρη διευκρινίζει τη σύνοψη της αποβλεπτικότητάς του.


Το επίμετρο μάλιστα «Πολιτική για μια δημιουργική Ελλάδα, 1996-2004» αποτελεί την παρουσίαση ενός άλλου βιβλίου του ίδιου συγγραφέα που προηγήθηκε (2005). Επομένως ο πρωθυπουργός των ετών αυτών, ο Κ. Σημίτης, συνεχίζει να επικαιροποιεί, εκτός από τη σύστοιχη υπεράσπισή της, την πολιτική που σχεδιάστηκε, τα μέσα που προκρίθηκαν και τα αποτελέσματα που καταγράφτηκαν με την πραγματοποίησή της. Δεν πρόκειται εδώ να επιχειρηθεί μια εξαντλητική, punctum contra punctum, κριτική θεώρηση του τωρινού βιβλίου. Απλώς, όπως προείπα, θα επιμείνω στην ανάδειξη του τρόπου στάθμισης από τον συγγραφέα του των μορφών αντιστοίχισης «ενδογενών» και «εξωγενών» παραγόντων κατά την οκταετή εκδίπλωση και την τωρινή αποτίμηση του πολιτικού του προγράμματος.


Στα επί μέρους κείμενα που συνθέτουν αυτό το βιβλίο ενυπάρχουν πολλές επισημάνσεις που αφορούν αυτή την προβληματική. Ετσι ήδη από το πρώτο κείμενο («Προγραμματικές δηλώσεις της 22ας Απριλίου 2000») υπογραμμίζεται ότι η «πραγματοποίηση του οράματος» θα συντελεσθεί «μέσα σε ένα διεθνές οικονομικοτεχνολογικό περιβάλλον που καθορίζει όλο και πιο ασφυκτικά την εξελικτική πορεία κάθε κοινωνίας». Δηλαδή, «εξαρτάται» από τη θέση της χώρας στη «διεθνή σκηνή και στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία». Για να προσθέσει ευθύς: «Κυρίως όμως από την ισχύ της μέσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση», εφόσον από την «ισότιμη και δυναμική συμμετοχή μας, θεσμική και οικονομική», θα κρίνεται κάθε φορά η «πολιτική ισχύ μας».


Τα μερικότερα σημεία αυτής της κατευθυντήριας θέσης είναι η ανάγκη παράκαμψης της «ιδεολογίας της περιχαράκωσης» και της «ιδεολογίας της εξάρτησης» με την ενίσχυση της «εθνικής αυτοπεποίθησης», τώρα που πολλά προβλήματα έχουν «υπερεθνικό χαρακτήρα»: «Οι τρόποι σκέψης, τα επιχειρήματα και οι λύσεις διεθνοποιούνται». Συναφώς διευκρινίζεται ότι «η απώλεια της εθνικής μας υπόστασης θα είναι με μαθηματική ακρίβεια συνέπεια μιας πολιτικής φόβου και απομονωτισμού». Επομένως το αντίδοτο στην «εσωστρέφεια» δεν είναι η «εύκολη απάντηση της επιστροφής στο εθνικό κράτος» αλλά η ισότιμη συμμετοχή σε μια «διευρυμένη δημοκρατική» Ευρωπαϊκή Ενωση, με «πιο πολιτική παρουσία στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία». Αν βέβαια αδυνατεί να απαντήσει στα σημερινά προβλήματα το «κράτος-έθνος», τούτο δεν υπονοεί ότι δεν επιβάλλεται να «αξιοποιηθεί» καλύτερα ο ρόλος του εθνικού κράτους. Κοντολογίς, ό,τι συνεπαίρνει την «αυταρέσκεια» ενός εθνικού κράτους υποδαυλίζεται από την «υπεροψία ενός εθνοκεντρισμού» και τον ομότροπο «λαϊκισμό», ενώ ό,τι συγκροτεί μια «νέα εθνική αυτοπεποίθηση» προσπερνά τη «συνωμοσιολογία» των διεθνών σχέσεων και «ανοίγει τους νέους ορίζοντες που χρειάζεται η κοινωνία μας».


Ετσι ερχόμαστε στο νέο, προλογικό, κείμενο του βιβλίου, όπου με ευκρινέστερη περίσκεψη διαπιστώνεται ότι «οι δυνατότητες ελέγχου των εξελίξεων από την ελληνική κυβέρνηση και την ελληνική κοινωνία περιορίζονται δραστικά». Ποια είναι στην «πραγματική» της έκταση η «νομοτέλεια των εξελίξεων»; Το πώς αντιμετωπίζεται η «πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης» αποτελεί «αντικείμενο πολιτικής διαμάχης», στην οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη η «υπέρβαση της παραδοσιακής αντίληψης του κράτους-έθνους» και η δυνατότητα μιας χώρας, όπως η δική μας, να ενισχύει σημαντικά τη θέση της στα «υπερεθνικά κέντρα λήψης αποφάσεων».


Ετσι η διάκριση ανάμεσα σε «μέσα» και σε «έξω» τοποθετείται σε «περασμένες εποχές», γεγονός που απαιτεί μια «εθνική στρατηγική για τα υπερεθνικά πεδία», με ειδικότερη μνεία αντιμετώπισης των συνεπειών της «παγκοσμιοποίησης» σε συνάρτηση με την «εξέλιξη» της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οσο για την ψηφιοποίηση και τη συσχέτισή της με την τυπογραφία, θα πρέπει να εκληφθούν ως μεταφορές μάλλον από μια επιπολάζουσα ιστοριογραφία. Τέλος, για τη μείζονα πρόταση πράγματι το «μέρος» δεν υποφέρει μόνο από το «όλο» αλλά από την ανεπαρκή διάχυση του τελευταίου στα επί μέρους τμήματά του. Τούτο βέβαια δεν αναιρεί τη διαπίστωση ότι οι επί μέρους μορφοποιήσεις αυτού του συσχετισμού, όπως για παράδειγμα ό,τι ονομάζεται «Δύση» – «Ανατολή», καλλιεργήθηκαν από τις ευρωπαϊκές ηγεμονικές τάξεις που το έκαναν να σημαίνει «οτιδήποτε». Ετσι κινούμαστε στο εσωτερικό των δυνάμεων που συγκροτούν το «έξω» και προφανώς το «έσω». Ως προς το δεύτερο να επαναλάβω τον ρόλο που έπαιξαν για την εδραίωση αυτής της πολιτικής η «διεθνοποιημένη επιχειρηματική τάξη», η «μεσαία τάξη του εσωστρεφούς τομέα» και οι «προστατευόμενοι» μισθωτοί;


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.