Εννοια εμβληματική των ποιοτικά νέων αντιξοοτήτων της διακυβέρνησης του 21ου αιώνα, η κρατική κατάρρευση ανακύπτει όταν οι υφιστάμενοι πολιτειακοί θεσμοί αδυνατούν να επιτελέσουν τις αναμενόμενες λειτουργίες τους. Στο φαινόμενο αυτό επικεντρώθηκε μεγάλο μέρος των συζητήσεων διεθνούς συνεδρίου που διοργανώθηκε υπό την αιγίδα της συγκριτικής διεπιστημονικής ομάδας της Εταιρείας Διεθνών Σπουδών (International Studies Association) και του Πανεπιστήμιου της Κουίμπρα στην Πορτογαλία, με τον γενικό τίτλο «Αναδιατάξεις του παγκόσμιου συστήματος: όραμα και πραγματικότητες».


* Βασικές διαπιστώσεις


Βασική διαπίστωση του συνεδρίου ήταν ότι, παρά την επίκαιρη όσο και πιεστική φύση του φαινομένου, ο προβληματισμός περί κρατικής κατάρρευσης είναι, σε μεγάλο βαθμό, ακόμη ρηχός και αναλυτικά ατελέσφορος. Αν και από τις αρχές του 2000 έχουν διαμορφωθεί δείκτες μέτρησης της κρατικής αποτυχίας (Failed States Indices) που συνυπολογίζουν δημογραφικούς, οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες, στις περισσότερες αποτιμήσεις εξακολουθούν να δεσπόζουν προσεγγίσεις κατά βάση ταυτολογικές: Γιατί έχουμε έξαρση στον αριθμό των κρατικών καταρρεύσεων; Διότι τα υπό κατάρρευση κράτη στερούνται της απαραίτητης διοικητικής τεχνογνωσίας, αδυνατώντας να παράσχουν στους πολίτες τους θεμελιώδη αγαθά, όπως η εσωτερική ειρήνη, η έννομη τάξη και βασικές προνοιακές μέριμνες. Σωστά. Αυτά όμως δεν αποτελούν παρά περιγραφές – περισσότερο ή λιγότερο ακριβείς – που απλώς επαναλαμβάνουν το πρόβλημα χωρίς να προετοιμάζουν τη λύση του.


Ιδιαίτερα κρίσιμος στο πλαίσιο αυτό αναδεικνύεται, κατ’ αρχάς, ο ιστορικός ορίζοντας ενατένισης του προβλήματος. Η βραχυπρόθεσμη οπτική στην αναζήτηση των πηγών της παθογένειας ενέχει μια γνωστική στρατηγική ιστορικής λήθης. Το γεγονός, λ.χ., ότι κατά κανόνα αποσιωπάται το αποικιακό παρελθόν πολλών από τα καταρρέοντα αφρικανικά κράτη διαμορφώνει όρους για μιαν υπόρρητη επανα-νομιμοποίηση αποικιακών αφηγήσεων του 19ου αιώνα: η πολιτισμένη Δύση αντιδιαστέλλεται προς την εγγενώς προ-νεωτερική Ανατολή – και δεν πρόκειται για απλό οριενταλισμό, αφού στις αφηγήσεις αυτές στηρίζεται εν πολλοίς και η επιχειρηματολογία των «νέων πολέμων» για την «καταπολέμηση της τρομοκρατίας». Αυτό που διαφεύγει την προσοχή των μελετητών και των πολιτικών που διαχειρίζονται τις επιπτώσεις των κρίσεων είναι ότι η περιγραφή της κρατικής κατάρρευσης με παρόμοιους όρους όχι μόνο στην αντιμετώπισή της δεν συμβάλλει αλλά αποτελεί μέρος του ίδιου του προβλήματος.


* Εξωγενείς επιδράσεις


Οι συμβατικές προσλήψεις δεν υποτιμούν μόνο τη σημασία της Ιστορίας, εθελοτυφλούν και απέναντι στον ρόλο των εξωγενών, συστημικών επιρροών. Είναι όμως σαφές ότι, καθώς οι κρατικές καταρρεύσεις συντελούνται εντός του διεθνούς συστήματος, η μη συστηματική αποτίμηση των εξωτερικών επιδράσεων πλήττει καίρια το επεξηγηματικό εγχείρημα. Καθοριστικός είναι στο πλαίσιο αυτό ο ρόλος που διαδραματίζουν οι διεθνείς οργανισμοί, κυρίως όσοι χορηγούν «αναπτυξιακή» (ή και απλώς «ανθρωπιστική») βοήθεια. Είναι γνωστό ότι όσοι τα τελευταία χρόνια επιζητούν παρόμοια βοήθεια βρίσκονται αντιμέτωποι με έναν καταιγισμό ρητρών και προϋποθέσεων. Πρόκειται για μηχανισμό-ιμάντα επιβολής του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος: δραματική μείωση των δαπανών για εκπαίδευση, Υγεία και Πρόνοια, απορρύθμιση όλων των αγορών, εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων υπηρεσιών. Με βασική παράπλευρη επίπτωση την εκτεταμένη ιδιοποίηση δημόσιου πλούτου, οι πρακτικές αυτές δημιούργησαν μεν ένα πολιτικά και οικονομικά συμβατό κοινωνικό στρώμα ικανό να λειτουργήσει ως τοπικός κόμβος στα αναδυόμενα υπερεθνικά δίκτυα, δεν δημιούργησαν όμως οικονομική μεγέθυνση. Αυτό που κυρίως επέφεραν ήταν η επίταση των ανισοτήτων οι οποίες δημιουργούν ακριβώς τις συνθήκες που επωάζουν αλλού έκρηξη της εγκληματικότητας, αλλού ριζοσπαστικό ισλαμισμό και τρομοκρατία, αλλού – συνδυαστικά – κρατική κατάρρευση.


Υπό το φως αυτής της πολιτικής οικονομίας, η κρατική κατάρρευση καθίσταται όχι μόνο λιγότερο αινιγματική, αλλά και αναμενόμενη. Πρόκειται για πραγματικότητα στον ακριβή αντίποδα των φιλόδοξων εξαγγελιών της μετα-ψυχροπολεμικής ισορροπίας. Ιδωμένο μάλιστα σε ευρύτερη ιστορική προοπτική, το φαινόμενο κομίζει μια τραγικά παράδοξη μετάβαση: από την προσδοκία της απρόσκοπτης ανάπτυξης (: το κατ’ εξοχήν αφήγημα των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών) στην αγωνιώδη προσπάθεια αποφυγής της κατάρρευσης. Συμβολικά η πραγματικότητα αυτή εγγράφεται άλλωστε στις συναφείς «τιμές επικινδυνότητας κατάρρευσης» που αποδίδονται πλέον σε όλες τις χώρες, ακόμη και τις αναπτυγμένες χώρες του Βορρά.


Σε ένα άλλο επίπεδο, βέβαια, οι πραγματικότητες αυτές υπενθυμίζουν τα τεράστια ελλείμματα πολιτικής με τα οποία καλούμαστε να πλοηγήσουμε στο ολοένα πιο αντίξοο διεθνές περιβάλλον.


Ο κ. Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.