Οι ωμότητες που, όπως αποκαλύπτεται, συμβαίνουν στα αστυνομικά τμήματα είναι προφανώς κατακριτέες αλλά αποκαλύπτουν και το μέγεθος της κοινωνικής υποκρισίας που χαρακτηρίζει την εποχή μας.


Πρώτον επειδή, αν και δεν αφορούν το σύνολο της αστυνομίας, δεν αποτελούν μεμονωμένα περιστατικά.


Δεύτερον, οι μαγνητοσκοπήσεις, τα βασανιστήρια και οι κακοποιήσεις κρατουμένων συμβαίνουν σε χώρους όπου, εκτός από τους εμπλεκόμενους, εργάζονται και άλλα άτομα και προφανώς γνωρίζουν ακούν και ανέχονται το τι συμβαίνει. Ολοι αυτοί θεωρούσαν τόσο καιρό θεμιτή αυτή τη συμπεριφορά απέναντι σε κρατούμενους;


Τρίτον, επειδή έτσι κι αλλιώς η παράνομη βία είναι άτυπα θεσμοθετημένη ως πρακτική ανάκρισης στην αστυνομία, το ιδιαίτερο δεν είναι ότι αυτή τη φορά υπερέβη τα ανεκτά για τους αστυνομικούς όρια αλλά ότι η αποκάλυψή της δεν ήρθε από το εσωτερικό της αστυνομίας.


Τέταρτον, φαίνεται ότι οι μηχανισμοί αυτοκάθαρσης της αστυνομίας έχουν τελικά μάλλον γραφειοκρατικό αν όχι καθαρά επικοινωνιακό χαρακτήρα.


Πέμπτον, επειδή η κουλτούρα της συγκάλυψης είναι αποτέλεσμα της εσωστρέφειας με την οποία λειτουργούν οι μηχανισμοί καταστολής και όχι μόνο στην Ελλάδα.


Εκτον, επειδή παρόμοια περιστατικά συνέβαιναν και τα προηγούμενα χρόνια (βλ. εκθέσεις CPT, Συνηγόρου του Πολίτη, άλλες καταγγελίες) εναντίον ανθρώπων που δεν έχουν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους και φοβούνται ή είναι κοινωνικά αναξιόπιστοι, ως υποκοσμικοί, πρεζόνια κ.λπ. Το πρόβλημα είναι ή βιντεοσκόπηση ή και τα βασανιστήρια;


Εβδομον, επειδή το γεγονός θα ξεχαστεί, όπως τόσα άλλα, και αν διατηρηθεί για κάποιο χρόνο στην επικαιρότητα θα είναι λόγω επικείμενων εκλογών.


Ογδοον, επειδή τα μέτρα αντίδρασης έχουν τιμωρητικό χαρακτήρα μόνο και δεν λύνουν το πρόβλημα, αντίθετα δημιουργούν κουλτούρες κατατρεγμού και διώξεων όλων εναντίον όλων.


Ενατον, επειδή δεν έχει υπάρξει ως τώρα καμία πολιτική βούληση να λυθεί ουσιαστικά, παρά μόνον αποσπασματικά, το πρόβλημα της επιλογής, εκπαίδευσης, κατάρτισης, κατανομής προσωπικού και απόδοσης της αστυνομίας.


Δέκατον, επειδή η επιλογή του επαγγέλματος του αστυνομικού από τους ενδιαφερόμενους γίνεται με κριτήρια ή επιβίωσης – μόνιμης απασχόλησης ή με βάση επιρροές από αμερικάνικες ταινίες σχετικά με το τι δουλειά κάνει ένας αστυνομικός. Αριστοι μαθητές λυκείου δεν σημαίνει ότι μπορούν να κάνουν και τη δουλειά του αστυνομικού. Αλλά και μετά την είσοδό τους στο σώμα οι αντιλήψεις τους για το νόμο και την τάξη διαμορφώνονται στο δρόμο από τους «παλιούς» που τους δείχνουν τη «δουλειά». Ετσι αναπαράγονται οι κουλτούρες βίας μέσα στην αστυνομία.


Επομένως όσα βίντεο και αν έρθουν στο φως το πρόβλημα των ωμοτήτων και της παράνομης βίας δεν πρόκειται να λυθεί έτσι απλά. Και αυτό είναι μάλλον βέβαιο και για έναν άλλο λόγο: επειδή τα όσα αποκαλύπτονται σήμερα αντανακλούν γενικότερες τάσεις μιας αποπροσανατολισμένης, αποδιαρθρωμένης και εξαιρετικά βίαιης κοινωνίας που αναπτύσσεται κάτω από την «γκλαμουριά», τα φώτα της δημοσιότητας και τις αναλύσεις. Και αναπτύσσεται ειδικά ανάμεσα σε νέους ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν (ή έχουν χάσει) την ικανότητα, την κοινωνική ευαισθησία και την ανθρώπινη αλληλεγγύη να διακρίνουν τη διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και το πράγμα, ανάμεσα στον εξευτελισμό και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και κυρίως, δεν έχουν τα εφόδια να αντισταθούν σε αυτές τις προσβολές ή στην αναπαραγωγή τους.


Ενα κοινό νήμα συνδέει τις πρακτικές στο Αμπού Γκράιμπ με τα γεγονότα με την μαθήτρια της Αμαρύνθου και τα όσα συμβαίνουν σε αστυνομικά τμήματα στη χώρα μας. Δεν πρόκειται μόνον για πρόβλημα της αστυνομίας αλλά για διάσπαση του κοινωνικού ιστού. Γιατί την ίδια εντύπωση προκαλεί και το γεγονός ότι τα θύματα στη συγκεκριμένη περίπτωση του ΑΤ Ομόνοιας δέχονταν (κατατρομαγμένοι και ανυπεράσπιστοι) να κακοποιήσουν ο ένας το άλλον. Την ίδια εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η πρώτη αντίδραση του φερόμενου ως κύριου δράστη ήταν να αποδώσει το θέμα σε «πλάκα». Αυτές οι «πλάκες» με αντικείμενο το σώμα του άλλου τείνουν να γίνουν καθεστώς ανάμεσα σε διάφορες κοινωνικές ομάδες.


Το ζήτημα είναι βαθύτερα πολιτικό και επιβάλει περίσκεψη και σοβαρότητα αντί απλής καταγγελίας. Επιβάλλει μεταξύ άλλων δομικές αλλαγές σε πρότυπα συμπεριφοράς και στάσεις ζωής, που έχουν σχέση με το πώς και από πού διαμορφώνονται τα πρότυπα ζωής μας. Επιβάλλει αλλαγές στο ίδιο το ποινικοκατασταλτικό σύστημα αλλά και στην παιδεία που να εμπνέονται από ένα νέο κοινωνικό σχέδιο.


Η κυρία Σοφία Βιδάλη είναι επίκουρη καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.