Εχοντας την κύρια ευθύνη διοικήσεως του μεγαλύτερου και αρχαιότερου Πανεπιστημίου της χώρας επί 6 συναπτά έτη (δύο 3ετείς θητείες) ως Πρύτανης τού Πανεπιστημίου Αθηνών, αισθάνθηκα όπως όλοι, νομίζω, οι παλαιότεροι και οι εν ενεργεία πρυτάνεις βαθύτατη πικρία για τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε από μερικούς συμπολίτες μας (δημοσιογράφους, πολιτικούς, πανεπιστημιακούς κ.ά.) η απόφαση τού Δικαστηρίου για το θέμα τού Παντείου. Βρήκαν δηλ. αφορμή μερικοί να απαξιώσουν συλλήβδην όλες τις διοικήσεις των Πανεπιστημίων, σ’ ένα γενικότερο κλίμα απαξίωσης που ζήσαμε τελευταία, όχι -είναι αλήθεια- και χωρίς κάποια ευθύνη μερίδας πανεπιστημιακών.


Το πρόβλημα τού Παντείου είναι το πρόβλημα όλων σχεδόν των μικρότερων ελληνικών πανεπιστημίων, που αφού από Σχολές έγιναν Πανεπιστήμια (και ορθώς γιατί χρειαζόταν) αφέθηκαν στην τύχη τους, δηλ. με τις δομές που είχαν ως Σχολές: χωρίς τις απαιτούμενες διοικητικές υπηρεσίες, χωρίς τεχνική υπηρεσία, χωρίς νομική υπηρεσία. Με αυτές τις συνθήκες, αν δεν υπήρξε και αυξημένη επαγρύπνηση ήταν πολύ πιθανό -και τελικά συνέβη με το Πάντειο- να υπάρξουν «παρατράγουδα». Ποιος θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ιδιοποίηση χρημάτων τού δημοσίου με πραγματικά πρωτόγνωρο για Πανεπιστήμια τρόπο, τόσο προκλητικό για τον Ελληνα φορολογούμενο πολίτη; Σε διοικητικούς μηχανισμούς με φίλτρα, με ειδικά συμβούλια (τεχνικό-οικονομικό), με τεχνική υπηρεσία, με νομική στήριξη, με λογιστήρια που ελέγχουν, φαινόμενα ιδιοποίησης δημόσιου χρήματος δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν. Και δεν έχουν υπάρξει ποτέ. Αυτό είναι που πρέπει η ελληνική κοινωνία να αναλογιστεί, προτού κρίνει τα Πανεπιστήμια. Λάθη μπορούν να γίνουν παντού. Παραλείψεις, αστοχήματα, κακές εκτιμήσεις. Αυτό που δεν συγχωρείται ποτέ και με τίποτε είναι ο σφετερισμός χρημάτων τού δημοσίου για ίδιον όφελος. Ο δόλος. Η απάτη. Ιδίως για πανεπιστημιακούς δασκάλους. Η Δικαιοσύνη βρήκε και απέδωσε ευθύνες. Και επέβαλε βαρύτατες ποινές, θέλοντας ίσως να δώσει και ένα μήνυμα. Οι κατηγορούμενοι πρυτάνεις -τουλάχιστον κάποιοι από αυτούς- φωνάζουν για να τους ακούσουν όλοι ότι δεν είχαν τις ευθύνες που τους αποδόθηκαν ούτε αποδείχθηκαν οι πράξεις για τις οποίες κατηγορούνται. Η ίδια η Δικαιοσύνη σε δεύτερο βαθμό θα κρίνει τις αποφάσεις τού α´ βαθμού. Οι έντιμοι δικαστές έκριναν και θα κρίνουν κατά συνείδηση.


Αυτό που και με την ευκαιρία αυτή πρέπει να λεχθεί στην Κοινή Γνώμη είναι ότι οι Διοικήσεις των Πανεπιστημίων κάνουν φιλότιμα τη δουλειά τους, σηκώνοντας βάρη και αναλαμβάνοντας ευθύνες που θα μπορούσαν να αποφύγουν, ακριβώς για να μη βρεθούν κατηγορούμενοι. Οταν έχεις να στεγάσεις άστεγα τμήματα (που ζήτησε το Πανεπιστήμιο και ίδρυσε η Πολιτεία εισάγοντας σ’ αυτά τεράστιους αριθμούς φοιτητών), όταν έχεις ν’ αντιμετωπίσεις περιφερόμενους φοιτητές και καθηγητές που ζητούν το ελάχιστο, χώρους για διδασκαλία και εργαστήρια για άσκηση, οι πρυτανικές αρχές αν έχουν αίσθηση καθήκοντος και ευθύνης πρέπει να βρουν λύσεις. Ετσι αρχίζει μια περιπέτεια με τις δημόσιες υπηρεσίες ζητώντας κονδύλια για έργα υποδομής (που θα έπρεπε να έχουν κατασκευαστεί προτού ιδρυθούν τα Τμήματα!…) Ετσι οι Πρυτάνεις μετατρέπονται -μέσα από δαιδαλώδεις και χρονοβόρες διαδικασίες- σε αντικείμενο εκμετάλλευσης και πιέσεων διακοπής του έργου από τη μεριά των κατασκευαστών και υποχρηματοδότησης ή ανώμαλης ροής χρηματοδότησης (με τεράστιες καθυστερήσεις) από πλευράς δημοσίου, με τις πρυτανικές αρχές εκτεθειμένες κι από τις δύο πλευρές. Με συχνές δικαστικές διαμάχες με τους κατασκευαστές των έργων που τυπικά και νόμιμα μέσω των συμβάσεων διεκδικούν υπερημερίες (όταν δεν πληρώνονται εγκαίρως), πρόσθετες αυξήσεις βάσει των συμβάσεων κ.ο.κ.


Ετσι, όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, δύο λύσεις υπάρχουν: Ή δεν κάνεις κανένα έργο και δεν αναλαμβάνεις καμία πρωτοβουλία ανάπτυξης ή επίλυσης προβλημάτων μένοντας στην εύκολη καταγγελία με κέρδος την ηρεμία σου ή «μπαίνεις στον χορό» αναλαμβάνοντας ευθύνες και κινδύνους, όσο σχολαστικά και νόμιμα αν τηρείς τις προβλεπόμενες διαδικασίες. Ωστόσο, υπάρχει και τρίτη λύση σχετικά με τα έργα υποδομής που είναι και το μείζον πρόβλημα: Να τα αναλαμβάνει όλα και να τα εκτελεί ειδική υπηρεσία τού Δημοσίου (κάτι σαν τον Οργανισμό Σχολικών Κτηρίων) χωρίς καμιά ανάμειξη και ευθύνη των Πανεπιστημίων. Οι πρυτανικές αρχές δεν είναι για να κτίζουν κτήρια. Πολύ πονηρά η Πολιτεία πέρασε στις Διοικήσεις των Πανεπιστημίων αυτά που θα έπρεπε να κάνει η ίδια. Εδώ θυμήθηκε την αυτοδιοίκηση! Στην εκχώρηση ευθυνών… Ας αναλάβει λοιπόν, το κράτος αυτή την ευθύνη κι ας αφήσει τα Πανεπιστήμια να κάνουν το εκπαιδευτικό τους έργο απερίσπαστα. Γιατί τελικά κανείς δεν γνωρίζει ούτε εκτιμά τον αγώνα και την αγωνία των πρυτανικών αρχών και των αρμόδιων υπηρεσιών των Πανεπιστημίων να κτίσουν τις αίθουσες διδασκαλίας, τα Εργαστήρια, τις Βιβλιοθήκες και όλα όσα χρειάζεται ένα Πανεπιστήμιο για να λειτουργήσει, βοηθούμενο ευτυχώς από μερικά φιλότιμα πρόσωπα και υπηρεσίες τού Υπουργείου Παιδείας.


Υ.Γ. Μια πράξη ανθρωπιάς και θάρρους μερικών πανεπιστημιακών δασκάλων και δημόσιων προσώπων να προσέλθουμε στη δίκη του Παντείου και να εκφράσουμε την άποψή μας -όχι φυσικά για τα γεγονότα που δεν γνωρίζαμε, αλλά για ορισμένα πρόσωπα που γνωρίζαμε σε ανύποπτο χρόνο- παρερμηνεύθηκε σαν «στήριξη σε εγκληματίες»! Πόσο εύκολα ρίχνουμε τον λίθο τού αναθέματος επί δικαίους και αδίκους, όσοι μάλιστα έχουν συρθεί και οι ίδιοι αδίκως σε δικαστικές κρίσεις και έχουν βιώσει στο πετσί τους την εγκατάλειψη στις δύσκολες ώρες.


Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής τής Γλωσσολογίας, πρόεδρος τού Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, τ. πρύτανης τού Πανεπιστημίου Αθηνών.