Στο «Βήμα της Κυριακής» (17.6.07) διάβασα την προδημοσίευση του βιβλίου του γνωστού εξελικτικού βιολόγου Richard Dawkins «The God Illusion». (Θα βγει σύντομα στα ελληνικά από το Κάτοπτρο). Δεν έχω διαβάσει την αγγλική έκδοση. Παρ’ όλα αυτά νομίζω πως είναι χρήσιμο για τον αναγνώστη, με βάση τα επιχειρήματα που παρουσιάζονται στην προδημοσίευση, να προσπαθήσει κανείς να ασκήσει μια προκαταρκτική κριτική του «ανθρωπιστικού αθεϊσμού» που ο διάσημος βιολόγος υποστηρίζει. Η θέση που θα αναπτύξω εδώ είναι ότι τα επιχειρήματα του Richard Dawkins (R.D.) δεν βοηθούν τον κριτικό αναγνώστη ούτε στο να απορρίψει ούτε στο να δεχθεί την ύπαρξη Θεού. Δεν είμαι σίγουρος πως υπάρχει ικανοποιητική «απόδειξη», αρνητική ή θετική, σ’ αυτό το πρόβλημα. Αν όμως υπάρχει, αυτή δεν μπορεί να βρεθεί με τον τύπο της αφελούς κριτικής ανάλυσης που ο R.D. μάς προσφέρει.


* Τα όρια της λογικής ανάλυσης


Το βιβλίο του R.D. έρχεται να προστεθεί στον μεγάλο αριθμό πονημάτων που προσπαθούν με λογικά επιχειρήματα να αποδείξουν είτε την ύπαρξη είτε την ανυπαρξία του θείου. Από τον Αυγουστίνο και τον Ακινάτη (στο στρατόπεδο των πιστών) ως τον Diderot και τον Helvetius (στο αθεϊστικό στρατόπεδο) οι βιβλιοθήκες είναι γεμάτες από έργα συγγραφέων που προσπαθούν με βάση λογικές κατηγορίες και ορθολογικές αναλύσεις να αποδείξουν την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του Θεού. Από αυτή την άποψη ο ανθρωπιστικός αθεϊσμός του R.D. δεν προσθέτει τίποτε στα ήδη υπάρχοντα επιχειρήματα. Για να το πω πιο απλά, ο συγγραφέας παραβιάζει ήδη ανοιχτές θύρες. Θα δώσω μερικά παραδείγματα που συγκεκριμενοποιούν κάπως τη θέση μου.


* Τα αποτελέσματα της θρησκείας


Ο συγγραφέας του «Η περί Θεού Αυταπάτη» μάς λέει πως «μπορεί η πίστη να είναι πανταχού παρούσα, αλλά αυτό δεν αυξάνει καθόλου την αλήθεια των ισχυρισμών της θρησκείας, το γεγονός ότι η θρησκεία είναι πανταχού παρούσα σημαίνει πιθανόν ότι έχει λειτουργήσει προς κάποιο όφελος, αλλά ενδέχεται να μην αφορά εμάς ή τα γονίδιά μας» (σελ. Α57). Είναι βέβαια απόλυτα σωστό ότι η καθολικότητα των θρησκευτικών θεσμών καθώς και η χρησιμότητά τους δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη του Θεού. Στην επόμενη σελίδα όμως ο R.D. προσπαθεί να αποδείξει τη μη ύπαρξη του Θεού αναφερόμενος στα αρνητικά αποτελέσματα της θρησκείας. Αναφέρεται στις θρησκευτικές βαρβαρότητες, στους βασανισμούς, στους θρησκευτικούς πολέμους (σελ. Α58) ως απόδειξη της μη ύπαρξης του θείου.


Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως η θρησκεία μπορεί να οδηγήσει και σε βαρβαρότητα/δογματισμό και σε πολιτισμό/«αγιοσύνη». Αλλά αν, όπως υποστηρίζει ο R.D., η καθολικότητα και το καλό που δημιουργεί η θρησκεία δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη Θεού, τότε ούτε το κακό που κάνει αποδεικνύει τη μη ύπαρξή του.


* Οικονομικός ωφελιμισμός


Κατά τον R.D. «η θρησκεία καταβροχθίζει και πόρους, μερικές φορές σε τεράστια κλίμακα: ένας μεσαιωνικός καθεδρικός ναός μπορούσε να απαιτήσει 100 εργατοαιώνες για την κατασκευή του, ωστόσο δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ ως κατοικία ή για κάποιον πραγματικά χρήσιμο σκοπό» (σελ. Α58).


Εδώ βλέπουμε την επιρροή του Bentham, καθώς και του σημερινού φονταμενταλισμού της αγοράς στην πιο χυδαία εκδοχή του. Η ιδέα ότι το «πραγματικά χρήσιμο» μπορεί να είναι διαφορετικό στον κόσμο ενός σύγχρονου επιχειρηματία από αυτόν ενός μεσαιωνικού τεχνίτη δεν φαίνεται να έχει περάσει από το μυαλό του R.D. Ούτε έχει περάσει από το μυαλό του πως οι ανθρώπινες κατασκευές, θρησκευτικές ή μη, δεν μπορούν να αξιολογηθούν αποκλειστικά με κριτήρια χρησιμότητας. Για να πω το προφανές, υπάρχουν, πέρα από τον οικονομικό ωφελιμισμό, και άλλα κριτήρια αξιολόγησης θρησκευτικών μνημείων – κριτήρια αισθητικά, πνευματικά, πολιτισμικά, πολιτικά κτλ.).


* Παράδειγμα ανιστορικότητας


Κατά τον R.D. «η θρησκευτική πίστη αποτελεί έναν ιδιαίτερα ικανό παράγοντα εξουδετέρωσης της ορθολογικής σκέψης» (σελ. Α58). Αν δει κανείς όμως τα πράγματα από μια ιστορική σκοπιά, η θρησκευτική πίστη μπορεί να οδηγήσει είτε στην εξουδετέρωση είτε στην προώθηση της ορθολογικής σκέψης. Για παράδειγμα, πολλοί μελετητές των θρησκειών (μεταξύ των οποίων και ο Βέμπερ) έχουν παρατηρήσει ότι οι μονοθεϊστικές θρησκείες, με το να τονίζουν την ύπαρξη ενός Θεού που συγκροτεί τη συμπαντική τάξη, οδηγούν εύκολα στην επιστημονική ιδέα ύπαρξης νόμων που διέπουν όλα τα φαινόμενα. Και όταν μάλιστα εξετάσουμε την πίστη επιστημόνων (όπως ο Νεύτων, για παράδειγμα) που υποστηρίζουν ότι ο Θεός δημιούργησε μεν τον κόσμο αλλά δεν επεμβαίνει στη νομοτελειακή λειτουργία του, τότε η άμεση σύνδεση μεταξύ ορθολογικής σκέψης και θρησκείας είναι προφανής. Τέλος, αξίζει εδώ να αναφερθούμε στην κλασική μελέτη του R.Κ. Merton που δείχνει ότι ο προτεσταντισμός δεν οδήγησε μόνο, όπως υποστήριξε ο Βέμπερ, στην ανάπτυξη του καπιταλισμού – οδήγησε επίσης και στην ανάπτυξη της επιστημονικής σκέψης.


* Συμπέρασμα


Ο R.D. επιδεικνύει το είδος της αλαζονείας που κυριάρχησε στη Δυτική Ευρώπη κατά την περίοδο του Διαφωτισμού. Μια αλαζονεία και αφελή αισιοδοξία που βασιζόταν στην πεποίθηση ότι η λογική, η επιστήμη και η τεχνολογία θα μπορέσουν να λύσουν όλα τα προβλήματα (οικονομικά, πολιτικά, ηθικά, πνευματικά) του σύγχρονου υποκειμένου. Ο μετανεωτερικός άνθρωπος, μετά την εμπειρία του Ολοκαυτώματος και των κοσμικών «επιστημονικών» πίστεων του ναζισμού και του σταλινισμού, έχει χάσει την αισιοδοξία των διαφωτιστών. Ο συγγραφέας του «Η περί Θεού Αυταπάτη» φαίνεται να έχει καθηλωθεί στον ξεπερασμένο δογματισμό της περιόδου των «φώτων».


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Economics.