Σε ένα σημαντικό και όχι τόσο διαδεδομένο βιβλίο που εκδόθηκε στο τέλος του 19ου αιώνα με τον τίτλο Η πολιτική διαπαιδαγώγηση του Λουδοβίκου 14ου, ο συγγραφέας του Lacour-Gayet είχε την ιδέα να ερευνήσει μεθοδικά το τι διδάχτηκε ο Λουδοβίκος 14ος σχετικά με αυτό που σήμερα ονομάζουμε πολιτική. Η σημασία του βιβλίου είναι προφανής καθώς ο μαθητής προορίζεται να κυβερνήσει ή, όπως το έλεγε αργότερα ο ίδιος ο μονάρχης «να ασκήσει το επάγγελμα του βασιλιά». Στην προκειμένη περίπτωση η γνώση πρέπει να έχει διττό χαρακτήρα: αφενός σκοπεύει στην άμεση πρακτική εφαρμογή, αλλά αφετέρου δεν παραμελεί – το αντίθετο μάλιστα – τη θεωρητική κατάρτιση, δεδομένου ότι ο δάσκαλος είναι βέβαιος πως ο μαθητής του δεν κινδυνεύει να μείνει άνεργος. Ο διπλός γνώμονας της πράξης και της θεωρίας καθορίζει τη βασιλική αγωγή στο σύνολό της και μοιράζει το βιβλίο του ιστορικού στα δύο μέρη που το απαρτίζουν.


Το πρώτο μέρος είναι αφιερωμένο στην πρακτική διαπαιδαγώγηση του νεαρού βασιλιά και δίνει δικαίως μεγάλο βάρος στην επιλογή των δασκάλων τού μονάρχη, γιατί η επιλογή αυτή είναι θέμα εξόχως πολιτικό: ποιος θα μάθει στον βασιλιά το επάγγελμά του; Στην προοπτική αυτή, οι υποψήφιοι για την επικίνδυνη τούτη θέση, που είναι ταυτοχρόνως μεγάλο αξίωμα, είναι πολλοί και ο καθένας έχει ήδη φροντίσει να ενισχύσει την υποψηφιότητά του με το ανάλογο συγγραφικό έργο. Από ‘δω και η πληθώρα των βιβλίων που γράφτηκαν με αντικείμενο τη διαπαιδαγώγηση του βασιλιά και ειδικά του Λουδοβίκου 14ου. Οι τίτλοι τους είναι χαρακτηριστικοί και λίγο πολύ αναφέρονται όλοι στο ίδιο θέμα. Ο ένας επιχειρεί να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο του Τέλειου Ηγεμόνα, ενώ ο άλλος ασχολείται με την Ακαδημία Ηγεμόνων. Ενας τρίτος κάνει λόγο για την Τέχνη του βασιλεύειν, ενώ ο τέταρτος γράφει το Σολομών, εκπαιδευτής βασιλέων.


Σε ό,τι μας αφορά εδώ, σημασία δεν έχει τόσο η τελική επιλογή, όσο το γεγονός του μεγάλου αριθμού των χρηστικών αυτών βιβλίων και η κρίση του ίδιου του βασιλιά, όταν το 1694, έμπειρος πια πολιτικός ηγέτης, εκτιμά ότι αυτά που διδάχτηκε από τους δασκάλους του δεν ήταν και τόσο σπουδαία. Φαίνεται όμως ότι το γεγονός δεν τον ανησύχησε ιδιαίτερα, γιατί ο πραγματικός δάσκαλός του σε ό, τι αφορά την πρακτική όψη της πολιτικής δεν είναι άλλος από τον Μαζαρίνο, ο οποίος τον συμβούλευσε τρία απλά πράγματα: δεν θα ορίσεις πρωθυπουργό· θα κυβερνάς ο ίδιος· θα είσαι το μοναδικό αφεντικό. Ο Λουδοβίκος ακολούθησε και τις τρεις συμβουλές κατά γράμμα, δηλώνοντας, κάθε φορά που το απαιτούσαν οι περιστάσεις, την ευγνωμοσύνη του στον φρόνιμο καρδινάλιο.


Το δεύτερο μέρος του βιβλίου ασχολείται με τη θεωρητική κατάρτιση του βασιλιά. Τρία είναι τα μεγάλα θέματα που εντάσσονται σε αυτήν. Πριν απ’ όλα το κρίσιμο πρόβλημα της θεϊκής προέλευσης της βασιλικής εξουσίας, στο μέτρο κυρίως που δημιουργούσε ακανθώδη προβλήματα στις σχέσεις του γάλλου ηγεμόνα με τον Πάπα, αλλά και με υπολογίσιμη μερίδα του πληθυσμού που είχε ασπασθεί στη Γαλλία το προτεσταντικό δόγμα. Το δεύτερο πρόβλημα ήταν η ίδια η απόλυτη εξουσία τόσο στις σχέσεις της με τις διάφορες μορφές διακυβέρνησης όσο και στις σχέσεις της με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του βασιλιά. Τέλος, το τρίτο πρόβλημα αφορούσε τη θεωρητική θεμελίωση της απόλυτης μοναρχίας. Ως προς το τελευταίο πρόβλημα, το καθεστώς δεν αρνήθηκε ποτέ τη συνδρομή της φιλοσοφικής σκέψης. Ετσι, ανάμεσα σε άλλα, μεταφράζονται η Θεολογικοπολιτική Πραγματεία του Σπινόζα και το μεγαλύτερο μέρος των πολιτικών έργων του Χομπς.


Ο άγγλος φιλόσοφος γίνεται αποδεκτός με ενθουσιασμό από τους γάλλους θεωρητικούς, οι οποίοι τον οικειοποιούνται θεωρώντας ότι μαζί με τον Καρτέσιο και τον Gassendi είναι «ένα από τα τρία πρόσωπα που μπορούμε να αντιπαραθέσουμε σε όλους αυτούς για τους οποίους επαίρονται η Ιταλία και η Ελλάδα». Η ενθουσιώδης υποδοχή του Χομπς δεν πρέπει να δημιουργήσει απορίες δεδομένου ότι ο άγγλος θεωρητικός θεωρείται «ο κώδικας της απολυταρχίας, υπό την πιο ολοκληρωμένη μορφή που μπορεί κανείς να φανταστεί». Αλλά στην πολιτική θεωρία του Χομπς υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα το οποίο, αν δεν αντιμετωπισθεί, μπορεί να πάρει απειλητική μορφή: τι γίνεται με το πλήθος των ανθρώπων οι οποίοι, ο καθένας ξεχωριστά, καταθέτουν, χωρίς όρους, τη δύναμή τους στον κυρίαρχο, με αντάλλαγμα την ασφάλεια του συνόλου; Μήπως τελικά πρέπει να αναγνωρισθεί στο πλήθος αυτό ως σύνολο κάποιο είδος κυριαρχίας; Αλλά τότε, μήπως θεωρηθεί ότι πηγή της βασιλικής εξουσίας είναι η κυριαρχία του λαού; Απλούστερα, τι ρόλο παίζει ο λαός στη σύσταση της πολιτικής κοινωνίας και τη συνακόλουθη θεμελίωση της βασιλικής εξουσίας; Η κυρίαρχη ερμηνεία των γάλλων θεωρητικών δεν αφήνει περιθώρια παρανόησης: στη Θεωρία του Χομπς ο λαός «είναι κάτι σαν φευγαλέο φάντασμα που αποκαλύπτει την ύπαρξή του μόνο κατά τη διάρκεια της πράξης που θα τον βουλιάξει στην ανυπαρξία». Χρήσιμη θεωρία, η οποία ξεπερνά ίσως τα ιστορικά όρια του 17ου αιώνα.


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.