Στο πεδίο της πολιτικής εμφανίζεται ανάγλυφα ό,τι θα μπορούσε να ονομασθεί λαϊκισμός του εθνικού κράτους, κεντροθετημένος ανάμεσα στον λαϊκισμό των διεθνών σχέσεων από τη μία πλευρά και στον λαϊκισμό του μικροεπιπέδου από την άλλη. Καθοριστική προβαθμίδα υπήρξε η μετατροπή του «λαού» σε υποκείμενο του δικαίου και η ταύτισή του με το έθνος. Ακριβέστερα, ο «λαός» περιλαμβάνει – ως αντιθετικός πόλος – τις κοινωνικές δυνάμεις που επιχειρούν τη ρήξη με το «παλαιό καθεστώς», στο μέτρο που η σύγκρουση ανάγεται στους πολιτικούς θεσμούς και συνεπάγεται τη νομική κατοχύρωση των «φυσικών δικαιωμάτων» του πολίτη. Ετσι ο «λαός» ως κοινωνική δύναμη παραπέμπει στη διεργασία της ριζικής μεταβολής, εφόσον καλούνται να συσπειρωθούν ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις, ενώ ως πολιτική κατηγορία εξαντλείται στη σφαίρα των τυπικών δικαιωμάτων.


Συνακόλουθα ο «λαϊκισμός» («populism»), ως πρακτική των ιδεολογικών κατασκευών και κινημάτων των κυριαρχούμενων τάξεων, προσπερνά την επί μέρους ταξική ετερογένεια, στον βαθμό άλλωστε που εξακριβώνεται κάποτε η κοινωνική ρευστότητα, για να νομιμοποιήσει την πολυσυλλεκτική πρόθεση των πολιτικών δυνάμεων που υπόσχονται τον μετασχηματισμό της κοινωνίας. Περαιτέρω, ο λαϊκισμός, τόσο του συνασπισμού εξουσίας όσο και των κυριαρχούμενων τάξεων, αποσκοπεί στην ποδηγέτηση των μικροαστικών στρωμάτων της πόλης και του χωριού αλλά και στην αποσιώπηση των κληρονομημένων ή νεοφανών αντιθέσεων κατά την περίοδο που οικοδομείται η «Αλλαγή».


Προφανώς με ενιαίο τρόπο εκδιπλώνεται η πολιτική ρητορική «μεταρρύθμισης» (με ακραία πλην αφελή διατύπωση την «επανίδρυση του κράτους») και λαϊκισμού, παρά την προβαλλόμενη κάποτε αντίθεσή τους. Τα δείγματα από την παρούσα διακυβέρνηση της χώρας, που επιδιώκει να αντλεί τη νομιμοποίησή της από τον «μεσαίο χώρο», είναι επαναλαμβανόμενα και τυπικά του τρόπου με τον οποίο η Νέα Δημοκρατία (ενδεικτική άλλωστε ήταν και η επωνυμία της) ασκεί τώρα την πολιτική της. Σε οποιοδήποτε νομοθετικό της μέτρο έχει καταστεί γνώριμη πια επωδός η επίκληση των «λαϊκών συμφερόντων», ακόμη και όταν το μέτρο επιβάλλει νέες συνθήκες «ανταγωνιστικότητας». Στο όνομα των ίδιων συμφερόντων αποφασίζονται η αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, η όξυνση της κρατικής βίας και η ιδιωτικοποίηση των ΔΕΚΟ.


Εντός και εκτός του εθνικού κράτους, στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, αναπτύσσονται συχνά μορφές πολιτισμικού λαϊκισμού, όταν αντιπαρατίθενται μανιχαϊκά «εχθροί» και «φίλοι», «αλλογενείς» και «χθόνιοι». Η μετατροπή μάλιστα της αφαίρεσης σε ιδεολογικό σχήμα υποβάλλει συχνά μια πρακτική ξενηλασίας και σε κάθε περίπτωση παρωθεί στον ρατσισμό, δηλαδή στη λειτουργία μηχανισμών μετασχηματισμού της «διαφορετικότητας» σε «εχθρότητα». Ο επιχώριος (νεο)ρατσισμός τρέφεται από το δίπολο «Ανατολή» – «Δύση», είτε επικαλούμενος τα «χρωμοσώματα» του ελληνικού «Γένους» είτε ιδίως τα «αρχέτυπα» του «πολιτισμού» του.


Μια τρίτη μορφή λαϊκισμού είναι αυτή που ριζώνει στις «τοπικότητες», όπως κι αν αυτές ορισθούν. Θα δώσω και εδώ ορισμένα δείγματα για συνεννόηση. Ας ξεκινήσω από το βιβλίο (βάζοντας στην άκρη την τηλεόραση) ως προϊόν της οικείας αγοράς, εμπορεύσιμο και ευκταία ευπώλητο. Τα ειδικά ένθετα των εφημερίδων, ως διαμεσολαβητές ανάμεσα στο προϊόν και στους υποψήφιους πελάτες του, πώς κωδικοποιούν – σε συνεργασία με βιβλιοπωλεία της πρωτεύουσας ή έστω και της συμπρωτεύουσας – ό,τι έχει διακινηθεί; «Ελληνική λογοτεχνία», «Ξένη λογοτεχνία», «Διάφορα» ή με παρόμοιο τρίπτυχο: «Ελληνική λογοτεχνία», «Ξένη λογοτεχνία και δοκίμια», «Παιδικά, τέχνη κ.ά.», κάποτε και σε δίπτυχο: «Λογοτεχνία», «Μελέτες, λευκώματα, βιογραφίες». Δηλαδή, μετά τη λογοτεχνία το χάος;


Αν μεταφερθώ στο πλαίσιο ενός δήμου, μικρού ή μεγάλου, μια ομόλογη πρακτική λαϊκισμού σέρνεται για να καλύψει ό,τι διαφοροποιείται, είτε ως φωνή διαμαρτυρίας είτε ως άσκηση πολιτιστικής πολιτικής, από το φάντασμα που ονομάζεται «λαός». Στην περίπτωση της διαμαρτυρίας τι δεν θέλει ο «λαός»; Τους «πεφωτισμένους» ή αυτούς που δεν «μετέχουν στα κοινά» και επομένως «αφ’ υψηλού» επιμένουν να στιγματίζουν την κακογουστιά και την παραχώρηση των κοινόχρηστων χώρων στην ιδιωτική κερδοσκοπία.


Στην περίπτωση που μετέχει ένας πανεπιστημιακός δάσκαλος, «θέσει» δημότης, στη χάραξη και στην πραγματοποίηση μιας συνεκτικής δημοτικής πολιτιστικής πολιτικής, τι δεν θέλει ο γηγενής «λαός»; Την ανάδειξη των όρων συγκρότησης της τοπικής κοινωνίας χωρίς τα πλέγματα του «επαρχιωτισμού» (ιδίως αυτό τον ενοχλεί), τη γόνιμη σύζευξη «παράδοσης» και «ανανέωσης», την άμυνα στην εμπορευματοποίηση αξιών χρήσης (μια και θίγονται τα συμφέροντα των «εργολάβων» και «μεταπρατών» τους), την καταπολέμηση του εισαγόμενου και αυτόχθονου κιτς των ήχων και των εικόνων, τη μετάκληση καλλιτεχνών με ποιοτικά γνωρίσματα πανελλήνιας εμβέλειας, τα «αντισώματα» στη μονοδιάστατη τουριστική πολιτική, την επιλογή μορφών αναψυχής που είναι συμβατές με το οικείο περιβάλλον, τη δημιουργική αξιοποίηση του διαθέσιμου χρόνου των συνδημοτών. Ενα βήμα πιο μέσα: Γιατί τάχα τα αποστρέφεται αυτά ο «λαός»; Γιατί μπορεί με τις δικές του δυνάμεις να προβάλλει τον εαυτό του. Καθετί που έρχεται «απ’ έξω», δηλαδή δυο βήματα μακριά από τη μύτη του, τον προσβάλλει, εφόσον δεν είναι μαθημένος στο «διαφορετικό» και ασκημένος στη σύγκριση μέσα από τη «διά βίου εκπαίδευση».


Συνολικά ο λαϊκισμός και των τριών αυτών επιπέδων (τοπικός, εθνικός, διεθνής) τρέφεται σήμερα με την «πολιτική αγοραφοβία» που συνάμα την ενισχύει. Δηλαδή, από τη χειραγώγηση της προσωπικής ζωής που συντελείται μέσω του συνόλου των θεσμών του κράτους: από τη μια πλευρά εγχαράσσεται η αδυναμία μας να βγούμε μόνοι μας στον δρόμο και από την άλλη προβάλλεται, εφόσον ο απόλυτος εγκλεισμός εγκυμονεί απροσμέτρητους κινδύνους, ενός οδηγού στα βήματά μας. Τέτοιοι ακριβώς οδηγοί εξ ονόματος του «λαού», από την πολίχνη ως το εθνικό κράτος και τις διεθνείς του συσχετίσεις, ρητορεύουν και δρουν νυχθημερόν…


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.